-Τέρμα τό διάβασμα, τέρμα τό φροντιστήριο! Ἀπό αὔριο, Μεγάλη Πέμπτη, μέχρι τήν ἑπόμενη Τετάρτη δέν θά ἀνοίξω βιβλίο!
Ὁ Ἀλέξης ἔκανε μέ ἐνθουσιασμό τίς δηλώσεις του καί στρογγυλοκάθισε στόν καναπέ σάν ἐπισκέπτης.
-Σιγά μή σέ κεράσουμε κιόλας, τόν πείραξε ἡ Μαρία ἡ ἀδελφή του.
-Καλή ἰδέα, εἶπε γελώντας ὁ Ἀλέξης καί σηκώθηκε νά πάει μόνος του μέχρι τό ψυγεῖο.
-Παιδιά, ἀκούστηκε ἡ φωνή τῆς μητέρας τους πού ἔμπαινε ἐκείνη τήν ὥρα στήν κουζίνα, εἶπα ἀπό σήμερα νά κάνω νηστήσιμο φαγητό καί νά νηστέψουμε ὅλοι ὥς τό Πάσχα.
-Νηστήσιμο; ἀντέδρασε ἀπογοητευμένος ὁ Ἀλέξης. Δηλαδή φασολάδα;
-Ὄχι ἀκριβῶς... ρεβίθια, εἶπε ἡ μητέρα καί ἡ φωνή της ἔδειχνε ὅτι δέν σήκωνε ἀντίρρηση.
-Ἐντάξει, μάνα, θά φᾶμε τά ρεβίθια σου.
-Τόσο ὡραῖα πράγματα μάθαμε σ᾽ αὐτό τό νησί, παιδί μου. Οἱ ἄνθρωποι ἐδῶ μᾶς ἀγκάλιασαν μέ ἀγάπη κι ὁ πατέρας σου εἶναι ἐνθουσιασμένος μέ τή μετάθεσή του αὐτή. Καί ἐσεῖς φαίνεστε ὅτι περνᾶτε καλά. Δέν κατάλαβες ἀκόμα, γιέ μου, ποιό εἶναι τό μυστικό τους; Τί εἶναι ἐκεῖνο πού κάνει ξεχωριστό αὐτό τόν τόπο;
Κοίταξε τή μάνα του γεμάτος ἀπορία ὁ Ἀλέξης.
-Ὅλα τά παιδιά τοῦ νησιοῦ εἶναι κάθε Κυριακή στήν ἐκκλησία, συνέχισε ἡ μητέρα, καί μόνον ἐσύ κι ἡ Μαρία λείπετε. Στήν ἀρχή μοῦ φαινόταν φυσιολογικό πού δέν ἐρχόσασταν στήν ἐκκλησία τίς Κυριακές κι ἔλεγα: «Ὅλη τήν ἑβδομάδα ξυπνᾶνε νωρίς, μία Κυριακή ἔχουν νά κοιμηθοῦν».
-Καί πολύ σωστά ἔλεγες, τή διέκοψε ὁ Ἀλέξης.
-Ὄχι, Ἀλέξη μου, δέν ἔλεγα πολύ σωστά. Τά ἄλλα τά παιδιά δέν εἶχαν ἀνάγκη ἀπό ὕπνο; Μόνο τά δικά μου παιδιά εἶναι ἔφηβοι;
Κατέβασε γιά πρώτη φορά τό κεφάλι ὁ Ἀλέξης καί δέν μίλησε. Τά λόγια τῆς μάνας του τοῦ θύμισαν τόν Μιχάλη τόν συμμαθητή του. Κάθε Σάββατο μετά τό παι- χνίδι τόν ρωτοῦσε: «Θά ἔρθεις αὔριο στήν ἐκκλησία;». Βέβαια δέν πῆγε ποτέ, γιά νά δεῖ ὅτι ὅλα τά παιδιά ἦταν ἐκεῖ. Πρώτη φορά τό ἄκουγε τώρα ἀπό τή μάνα του.
Ἔφαγε τά ρεβίθια, πού τοῦ φάνηκαν πεντανόστιμα, καί βγῆκε νά βρεῖ τούς φίλους του.
Ἐδῶ στό νησί ὅλα εἶναι ἀλλιώτικα, σκέφτηκε βγαίνοντας στόν δρόμο ὁ Ἀλέξης. Μέχρι τώρα μέ τόν στρατιωτικό πατέρα του πῆγε σέ τρία διαφορετικά μέρη καί ἀναγκάστηκε νά ἀλλάξει τρεῖς φορές σχολεῖο καί φίλους. Στά δεκάξι του χρόνια δέν δέθηκε ἀκόμα μέ τόπο κι ἔμαθε νά ζεῖ παντοῦ σάν προσωρινός. Ἦρθαν σ᾽ αὐτό τό νησί στά μέσα τῆς σχολικῆς χρονιᾶς καί ὅλοι ἔμοιαζαν νά τούς ἔχουν συγγενεῖς. Σάν νά τούς ἤξεραν ἀπό πάντα. Οὔτε τρεῖς μῆνες δέν ἔχουν στό νησί καί πρώτη φορά ἔνιωσε ὅτι πάει νά τοῦ κερδίσει τήν καρδιά ἕνας τόπος καί λίγοι φίλοι. Λίγοι φίλοι, ὄχι γιατί τούς διάλεξε ἀπό τούς πολλούς ἤ γιατί ἐκεῖνοι τόν διάλεξαν. Λίγοι, γιατί λίγα ἦταν καί τά παιδιά στό νησί. Κι ὅλα ἦταν φίλοι του!
-Ἀλέξη, ἐδῶ! Εἶδε τό χέρι τοῦ Μιχάλη νά ὑψώνεται γιά νά τούς δεῖ.
-Ποδόσφαιρο στό Δημοτικό, πρότεινε ὁ Λάκης καί ἔδειξε τή φθαρμένη ἀπό τό παιχνίδι μπάλα.
Ἔπαιξαν ὥς ἀργά τό ἀπόγευμα καί βάλανε στό παιχνίδι καί τά μικρότερα τοῦ Γυμνασίου, πού τούς παρακολουθοῦσαν μέ ζήλια καί θαυμασμό.
-Θά κοιμηθοῦμε ὥς τίς δώδεκα αὔριο καί θά μαζευτοῦμε ξανά, πρότεινε ξαναμμένος ἀπό τό παιχνίδι ὁ Ἀλέξης.
-Αὔριο εἶναι Μεγάλη Πέμπτη, τό ξέχασες; τόν ρώτησε ὁ Γιάννης τῆς Τρίτης Γυμνασίου.
-Τό ξέρω, εἶπε θριαμβευτικά ὁ Ἀλέξης, καί δέν ἔχουμε οὔτε σχολεῖο οὔτε φροντιστήριο!
Κοιτάχτηκαν μεταξύ τους ὅλα τά παιδιά καί ὁ Μιχάλης κάνοντας προσπάθεια νά μήν προσβάλει τόν Ἀλέξη ἐξήγησε τί ἐννοοῦσε ὁ Γιάννης.
-Τή Μεγάλη Πέμπτη καί τή Μεγάλη Παρασκευή δέν παίζουμε. Πηγαίνουμε πρωί καί βράδυ στήν ἐκκλησία... Οἱ μεγάλοι μᾶς ἔμαθαν ὅτι αὐτές τίς δύο μέρες ἔχουμε μεγάλο πένθος γιά τόν Χριστό πού σταυρώθηκε καί πέθανε.
-Γιά τόν Χριστό πού σταυρώθηκε καί πέθανε, ἐπανάλαβε σάν ἠχώ ὁ Ἀλέξης.
-Ναί, δέν τό ἤξερες; πετάχτηκε ὁ Στέλιος, ἕνας πιτσιρικάς τῆς Τετάρτης τάξης τοῦ Δημοτικοῦ.
-Τό... τό ἤξερα, εἶπε ὁ Ἀλέξης καί γιά πρώτη φορά ἔνιωσε δύσκολα μέσα στή συντροφιά αὐτῶν τῶν ἁπλῶν καί χαριτωμένων παιδιῶν.
-Τό ξέχασες; Δέν πειράζει! Αὔριο εἶναι πού θά σταυρωθεῖ ὁ Χριστός, εἶπε ξανά παρηγορώντας τον ὁ μικρός.
Κίνησε γιά τό σπίτι του προβληματισμένος, ταραγμένος πές καλύτερα, ὁ Ἀλέξης. Μικρός θυμᾶται ὅτι πήγαινε μέ τή μητέρα του στήν ἐκκλησία, μά σάν πῆγε στό Γυμνάσιο καί βρέθηκε στόν καινούργιο τόπο μετάθεσης τοῦ πατέρα, ἀπό τό τμῆμα του ἐλάχιστα παιδιά πήγαιναν στήν ἐκκλησία καί σιγά-σιγά τό ἔκοψε κι αὐτός σάν φυσικό ἐπακόλουθο τῆς ἐφηβείας.
Θέλησε νά περπατήσει λίγο μόνος του στήν παραλία ὁ Ἀλέξης, πρίν πάρει τή στροφή γιά τό σπίτι του. Ἔνιωσε τήν ἀνάγκη νά βρεθεῖ μόνος μέ τόν ἑαυτό του. Σίγουρα κάτι ἀντιλαμβανόταν ὅλο αὐτόν τόν καιρό, κάτι ἔπιαναν οἱ κεραῖες τῆς ψυχῆς του, μά δέν μποροῦσε νά καταλάβει τί ἦταν αὐτό πού ἔκανε τοῦτα τά παιδιά ξεχωριστά.
«Αὔριο εἶναι πού θά σταυρωθεῖ ὁ Χριστός», ἀντήχησε μέσα του ἡ φωνή τοῦ Στέλιου καί κάτι σάν ἐλπίδα ζέστανε τήν καρδιά του. Εἶχε ἀκούσει, τόν προσκάλεσε κιόλας ὁ Μιχάλης, ὅτι μαζεύονται γιά νά κάνουν πρόβες γιά τά Ἐγκώμια, μά τό θεώρησε ἔθιμο τοῦ νησιοῦ. Τώρα καταλάβαινε ὁ Ἀλέξης ὅτι ὅλη ἡ ζωή αὐτῶν τῶν ἀνθρώπων εἶχε χρωματιστεῖ ἀπό τήν ἐκκλησία καί τόν παπα-Στέφανο, πού ἦταν καί δάσκαλος στό νησί.
Μπῆκε στό σπίτι σοβαρός κι ἀμίλητος.
-Μάνα, ἦταν καλή ἡ ἰδέα σου γιά τά ρεβίθια, τῆς εἶπε καί κάθισε περιμένοντας νά τοῦ γεμίσει καί πάλι τό πιάτο.
Ἔχω καί ἐγώ μία ἰδέα! Αὔριο τό πρωί νά πᾶμε στήν ἐκκλησία, εἶπε ἀργά-ἀργά, καί ἡ μητέρα του κόντεψε νά ρίξει ἔξω ἀπό τό πιάτο τά ρεβίθια ἀπό τή χαρά της.
Καιρός νά ζήσουμε κι ἐμεῖς Πάσχα, μάνα! Πρῶτα ἡ Σταύρωση κι ὕστερα ἡ Ἀνάσταση. Σ᾽ αὐτό τό νησί ὅλα εἶναι στή σωστή σειρά!
Ἑλένη Βασιλείου