Σήμερα, τῆς Ὑπαπαντῆς τοῦ Κυρίου, ξετυλίχτηκε τό μεσημέρι στό σπίτι μία ὄμορφη τρυφερή σκηνή, πού ζέστανε τά φυλλοκάρδια μου.
Χτυπᾶ τό κουδούνι. Ἀνοίγω τήν πόρτα καί βλέπω τά πέντε μου παιδιά νά κρατοῦν στό ἕνα τους χέρι τή σχολική τους τσάντα καί στό ἄλλο ἕνα κόκκινο τριαντάφυλλο. Ἦταν σάν μιά ζωγραφιά. Δέν πρόλαβα νά συνέλθω ἀπό τήν ἔκπληξη καί τ᾿ ἀκούω ὅλα μαζί συντονισμένα νά μοῦ εὔχονται: «Σήμερα στή γιορτή σου, μαμά, θέλουμε νά σοῦ ποῦμε χρόνια πολλά καί σ᾿ εὐχαριστοῦμε γιά ὅ,τι κάνεις γιά μᾶς».
Τούτη ἡ χαριτωμένη χειρονομία τῶν παιδιῶν διαπότισε τήν ὑπόλοιπη μέρα μου. Ἑστίασα τή σκέψη μου σ᾿ ὅλες τίς χριστιανές μητέρες, πού τέτοια μέρα ἔχουν τήν τιμητική τους. Στήν καθεμιά ἔστειλα καρδιόβγαλτη τήν εὐχή μου:
«Χριστιανή μάνα, μήν ἀποκάμεις. Κράτα καλά τό μετερίζι σου.
Χριστιανή μάνα, πού μαζί μέ τήν κούνια τοῦ παιδιοῦ σου κινεῖς τά νήματα τοῦ αὔριο, συνέχιζε ν᾿ ἀνατρέφεις τά παιδιά σου "ἐν παιδείᾳ καί νουθεσίᾳ Κυρίου".
Χριστιανή μάνα, τώρα πού τό κακό ἔρχεται κατακλυσμιαῖο νά καταπιεῖ τά βλαστάρια σου, κλίνε πιό συχνά τά γόνατα καί δεήσου θερμά στόν Κύριο γιά τήν πνευματική προκοπή τους.
Χριστιανή μάνα, ἡ Ἐκκλησία περιμένει πολλά ἀπό σένα».
Κι ἡ σκέψη μου ἁπλώθηκε κι ἀγκάλιασε μαζί μέ τίς χριστιανές μάνες κι ὅλες ἐκεῖνες τίς ἐκλεκτές μορφές, πού διάλεξαν τήν ὑψηλή ἀποστολή νά διακονήσουν ἀπερίσπαστα στό ἔργο τῆς Ἐκκλησίας.
Λαχεῖο στή ζωή μας πού σᾶς ἀνταμώσαμε, πνευματικές μας μάνες.
Δέν μᾶς θηλάσατε μέ γάλα φυσικό, ἀλλά μᾶς γαλουχήσατε μέ τά νάματα τῆς πίστεως.
Δέν μᾶς ταΐσατε ψωμί, ἀλλά μᾶς θρέψατε πλούσια μέ τό λόγο τοῦ Θεοῦ.
Δέν μᾶς προσφέρατε νερό, ἀλλά μᾶς ξεδιψάσατε μέ τό νέκταρ τῆς ἀλήθειας τοῦ Χριστοῦ.
Δέν μᾶς συνδέσατε μέ τόν ἑαυτό σας ἀλλά μέ τή μάνα Ἐκκλησία καί μέσῳ αὐτῆς μᾶς μάθατε ν᾿ ἀφηνόμαστε μ᾿ ἐμπιστοσύνη στήν ἀγκαλιά τοῦ Θεοῦ Πατέρα.
Δέν μᾶς κληροδοτήσατε περιουσίες ὑλικές, ἀλλά μᾶς ἀφήσατε ἱερή παρακαταθήκη νά κάνουμε τά σπίτια μας «κατ᾿ οἶκον» ἐκκλησίες καί νά στοχεύουμε στήν οὐράνια πατρίδα.
Δέν μᾶς ντύσατε μέ ροῦχα ὑλικά, ἀλλά μᾶς μεταγγίσατε τήν ἀγωνία τῆς καρδιᾶς σας νά κοσμήσουμε τόν ἑαυτό μας μέ στολίδια πνευματικά, μέ ταπεινοφροσύνη, πραότητα, μακροθυμία, ἀνοχή, ἀγάπη, ἀνεξικακία. Καί μ᾿ αὐτό τό ἰσχυρό ὁπλοστάσιο μπήκαμε στό στίβο τῆς οἰκογένειας.
Καθώς βλέπω τήν εἰκόνα τῆς Ὑπαπαντῆς, τήν Παναγία Μητέρα μας νά προσάγει στό ναό τό σαραντάμερο βρέφος της, τόν Ἰησοῦ, θέλω κι ἐγώ ν᾿ ἀποθέσω σήμερα λουλούδια εὐγνωμοσύνης σ᾿ ὅλες ἐκεῖνες πού χρόνια τώρα, μυστικά καί ἀθόρυβα, ἀναλώνουν τόν ἑαυτό τους σέ κατηχητικές αἴθουσες, σέ χριστιανικά φοιτητικά οἰκοτροφεῖα, σέ χριστιανικές κατασκηνώσεις, σέ κύκλους μελέτης ἁγίας Γραφῆς, σέ προσπάθειες φιλανθρωπίας καί σέ ποικίλους ἄλλους ἀφανεῖς τομεῖς· πού στέκονται δίπλα σ᾿ ἐμᾶς καί στά παιδιά μας καί μᾶς προσάγουν στόν Νυμφίο τῆς Ἐκκλησίας· πού πυροδοτοῦν πνευματικά τίς καρδιές μας, γιά νά μήν παρασυρθοῦμε ἀπό τό ρεῦμα τῆς ἀσωτείας καί νά κρατήσουμε, σ᾿ αὐτούς τούς δύσκολους καιρούς, τή λαμπάδα τῆς πίστεως ἀναμμένη· πού μέ τόν κόπο τῆς ἀγάπης τους νοστιμίζουν τή ζωή μας κι ἀνακόπτουν τή σήψη τῆς κοινωνίας μας.
«Αἰωνία ἡ μνήμη» καί ἐκείνων, πού παρέδωσαν τή σκυτάλη τῆς θυσίας καί τῆς προσφορᾶς στίς ἑπόμενες καί ἀναπαύονται μακαριστές στή βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ἄς εἶναι ἡ ταπεινή αὐτή μνεία ἕνα ἁγιοκέρι στή μνήμη τους.
Μαρία Γούδα
Φιλόλογος - Θεολόγος
Ἀπολύτρωσις 55 (2000) 33-34