Ἀνάσταση νεκρῶν

IEZEKIIL  Ὁ θάνατος ἀποτελεῖ ἀνέκαθεν γιά τόν ἄνθρωπο μία ἀπρόσιτη, ἀναπότρε­πτη καί ἀνυπέρβλητη πραγματικότητα. Στήν ἐμπειρία του καταγράφεται καθο­λικά καί ἀπόλυτα ὁ θάνατος ὅλων τῶν προσφι­λῶν του προσώπων καί τελικά τοῦ ἰδίου, ἐνῶ ἡ ἐπα­να­φορά ἀπό τόν θά­νατο πάλι στή ζωή καί τήν προτέρα κα­τάσταση τοῦ εἶναι πα­ντελῶς ἄγνω­στη. Παρά ταῦτα, ἡ σφο­δρή λαχτάρα του γιά τή ζωή τόν ὤθη­σε νά ἀναζητᾶ συνεχῶς καί παντοῦ τήν ἀναζωογόνηση. Τό ἐγ­γύτερο σημεῖο στό ὁ­ποῖο τή βρῆκε ὁ ἀρ­χαῖος ἄνθρωπος ἦταν ἡ χειμερινή νέ­­κρωση τῆς φύσεως καί ἡ ἀναζωογόνησή της τήν ἄνοιξη, ἡ ὁποία συγχρό­νως χα­ρίζει ψυχική καί σω­ματική εὐεξία. Γιά τόν λόγο αὐτό, σέ ὅλες σχεδόν τίς ἀρχαῖες θρησκευτικές εἰδωλο­λατρικές πα­ραδό­σεις, πολλοί λατρευόμενοι θεοί πέ­θαιναν καί ἀνασταίνονταν κά­­θε χρό­νο. Οἱ νε­κρανα­στά­σεις τους ἑ­ορ­τά­ζο­νταν μέ διά­φορες τε­­­λετουργίες, πού συν­δέ­ονταν ἄ­μεσα μέ τή γονιμότητα καί εἶ­χαν συνήθως ὀργιαστικό χα­­ρακτήρα.
  Ὁ λαός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἀρχαῖος Ἰσρα­ήλ, πα­ρόλο πού μοιραζόταν καί αὐτός τήν ἴδια ἐ­μπειρία τοῦ ἀνίκητου θανάτου, κα­ταλάβαινε τά πράγματα διαφορε­τικά ἀπό ὅλους τούς ἄλλους λαούς. Τό ὄ­φειλε στή μονοθεϊ­στι­κή του πίστη στόν ἕνα καί μο­να­­δικό ἀληθινό Θεό. Γιά τόν ἀρχαῖο Ἰσ­ραηλίτη ὁλόκληρος ὁ κόσμος ἦταν γεμά­τος ἀπό τήν παρουσία τοῦ Γιαχβέ, ὅπως πολύ ἐκφραστικά τό ἀ­ποτυπώνει ὁ θεό­πνευ­στος Ψαλμωδός: «Ποῦ νά πάω μα­κριά ἀπό τό Πνεῦμα σου, καί μακριά ἀπό τήν παρουσία σου ποῦ νά φύγω; Ἄν ἀνε­βῶ στούς οὐρα­νούς, ἐσύ εἶσαι ἐκεῖ· ἄν κα­τεβῶ στόν ἅ­δη, ἐκεῖ εἶ­σαι πάλι. Ἄν τά φτερά μου ἁ­πλώσω καί πετάξω ὥς τήν ἀνατολή ἤ κατασκηνώσω στῆς θάλασσας τήν ἄ­κρη, καί ἐκεῖ τό χέρι σου θά μέ καθοδηγεῖ, τό δεξί σου χέρι θά μέ κρατάει» (138,7-10). Παρό­λο πού δέν γνώ­ριζε λε­πτο­μέρειες, οὔτε μποροῦσε νά δώσει πε­ρισσότερες ἐξη­γήσεις, ἦταν σίγουρος  ὅτι ἡ παρου­σία τοῦ Θεοῦ του καί στόν ἅδη, τήν κοινή κατοικία ὅλων τῶν νε­κρῶν, δέν ἦταν δυ­νατόν νά ἀφή­σει τά πράγματα ἀνεπη­ρέαστα.
  Αὐτή τήν πίστη, πού εἶναι τό ἀκλό­νητο διαχρονικό θεμέλιο τῆς ζωῆς τοῦ λαοῦ τοῦ Θεοῦ, φρόντισε πολύ νωρίς ἡ θεία πρόνοια νά ἐνισχύσει μέ κάποιες ἀ­πο­καλυπτικές ἀναλαμπές, ὥστε νά ἀ­ντέ­ξει στά ἰσχυρά ρεύματα τοῦ κόσμου πού ζοῦσε. Ἡ ἱστορική μνήμη τοῦ Ἰσρα­ήλ κα­τέγραψε τρεῖς νεκραναστάσεις ἀν­θρώ­πων. Ἡ πρώτη ἔγινε ἀπό τόν προφήτη Ἠλία καί ἀφοροῦσε στόν γιό μιᾶς χήρας ἀπό τά Σαρεπτά. Ὁ προ­φή­της φύσηξε τρεῖς φορές στό πρόσωπό του καί τόν ἐπανέφερε στή ζωή (Γ´ Βα 17). Ἡ δεύτε­ρη ἀπό τόν προφήτη Ἐλισ­σαῖο, ὁ ὁ­ποῖος ἀνέστησε τόν γιό μιᾶς Σωμα­νίτιδας ξα­πλώ­­νοντας ἑπτά φορές ἐπάνω στό σῶ­μα του (Δ´ Βα 4), ἐνῶ ὁ Θε­ός χά­ρισε ἀ­­κόμη καί στά λείψανά του τή δύ­ναμη τῆς ζωῆς, ὅταν ἀναστήθηκε ὁ νε­κρός πού ἦρθε σέ ἐπαφή μαζί τους (Δ´ Βα 13).
  Ἡ θεία Σοφία ἐνημέρωσε μάλιστα τόν λαό της ἀκόμη καί γιά αὐτήν τήν ἴδια τή διαδικασία τῆς νε­κρα­νάστασης. Θέλοντας διά τοῦ προ­φή­τη Ἰεζεκιήλ νά με­ταφέρει στούς ἐξόρι­στους Ἰουδαίους στή Βαβυλώνα τήν ὑ­πόσχεση τῆς ἀπο­κα­τάστασής τους στήν ἁγία Σιών, χρη­σιμοποίησε τήν εἰ­κόνα τῆς ἀνά­στα­σης τῶν νεκρῶν. Σέ ἕνα με­γαλειῶδες ὅ­ραμα παρουσίασε στόν προφήτη της τήν πο­ρεία τῆς ἐ­πα­να­φο­ρᾶς τῶν νεκρῶν στή ζωή ἀπό τήν κατά­σταση τῶν «ξηρῶν ὀ­στῶν» σέ ζω­ντα­νούς ἀνθρώπους (Ἰζ 37). Μέ αὐτήν ἀ­κριβῶς τήν αἴσθηση πανηγύ­ρισαν μέ ἐνθουσι­ασμό οἱ ἐξόρι­στοι τήν ἐπιστρο­φή στήν πατρογονική τους γῆ, ξε­σπώ­ντας σέ κραυγές μέ δάκρυα χαρᾶς καί ἀγαλ­λίασης (Β´ Ἔσ 3).
  Φορτωμένος μέ ὅλες αὐτές τίς ἱστο­ρικές ἐμπειρίες, ὁ πιστός Ἰσραηλίτης ζοῦ­σε μέ τήν ἐλπίδα τῆς ἀπαλλαγῆς του ἀκόμη καί ἀπό τόν ἴδιο τόν θάνατο. Δέν γνώριζε μέ ποιόν ἀκριβῶς τρόπο, ἀλλά ἤξερε ὅτι ἀνῆκε σέ αὐτόν τόν λαό ὅπου ζοῦσε καί ὁ Κύριος παρών ἀνά­μεσά τους. Ἐκφράζοντας αὐτή τήν πί­στη ὁ Ψαλμωδός κορύφωσε τή δοξο­λογία του στόν Θεό μέ αὐτά τά λόγια: «Τόν Κύριο βλέπω πάντοτε μπροστά μου, στά δεξιά μου, γιά νά μή σαλευτῶ. Γι’ αὐτό χάρηκε ἡ καρδιά μου καί ἀ­γαλ­λίασε ἡ γλώσσα μου, ἀκόμη καί τό σῶμα μου ἀναπαύεται μέ εἰρήνη. Δέν θά ἐγκα­τα­λείψεις τήν ψυ­χή μου στόν ἅδη, οὔτε θά ἐπιτρέψεις ὁ ὅσιός σου νά δεῖ τή φθο­ρά» (Ψα 15).
  Στά ἑλληνιστικά χρόνια, περί τό 165 π.Χ., ὅταν ἀκόμη ὁ πόλεμος ἐναντίον τῶν Ἑλλήνων μαινόταν ἀδυσώπητος, ὁ ἡγέτης τῶν ἐπαναστατημένων, Ἰούδας ὁ Μακκαβαῖος, συγκέντρωσε δύο χιλιάδες ἀσημένια νομίσματα, τά ὁποῖα ἔ­στειλε στόν Ναό τῶν Ἰεροσολύμων «ὑ­πὲρ ἀναστάσεως διαλογιζόμενος» τῶν νεκρῶν στρατιωτῶν του. Ἐπειδή ὅμως θεωρήθηκε περιττό καί «ληρῶδες ὑπὲρ νε­κρῶν προσεύχεσθαι», τελικά προσφέρθηκαν θυσίες γιά τήν ἐξιλέωση τῶν ἁμαρτιῶν τους μέ τήν προσδοκία τῆς μελ­λοντικῆς ἀναστάσεως (Β´ Μακ 12,39-45).
  «Ὡσεὶ λῆρον» ἄκουσαν καί οἱ μαθητές τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ τά λόγια τῶν γυ­ναι­κῶν ὅτι εἶδαν ζωντανό τόν νεκρό Δι­δάσκαλό τους (Λκ 24,11), ἕως ὅτου τόν συνάντησαν καί οἱ ἴδιοι, μέ τόν ἀπόστολο Πέτρο νά καταθέτει αὐτή τήν προσωπική τους μαρτυρία ὄχι μόνο στούς τότε συμπατριῶτες τους, ἀλλά γιά πρώτη φορά στήν ἐμπειρία ὁλόκληρης τῆς ἀνθρωπότητας: «τοῦτον τὸν Ἰησοῦν ἀνέστησεν ὁ Θεός, οὗ πάντες ἡμεῖς ἐσμεν μάρτυρες» (Πρξ 2,32). ΧΡΙΣΤΟΣ ΑΝΕΣΤΗ!

Ἀθανάσιος Γ. Παπαρνάκης

Καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Α.Π.Θ.

"Ἀπολύτρωσις", Μάιος 2023