Ὅπως εἴδαμε στό προηγούμενο τεῦχος, στό θεόπνευστο βιβλίο τῆς Γενέσεως ὁ «ἀριστοτέχνης» Θεός-Δημιουργός διά τοῦ μακαρίου του προφήτη Μωυσῆ διδάσκει στό ἀνθρώπινο γένος «τῶν γινομένων τὴν τάξιν»1 καί ἀποκαλύπτει οὐσιαστικά ποιός εἶναι ὁ τῶν πάντων δημιουργός. Θά μποροῦσε ὁ ὑπέρτατος Δημιουργός νά δημιουργήσει τό σύμπαν «ἐν ἀκαριαίᾳ ροπῇ»2, μέ μιᾶς. Δημιουργεῖ ὡστόσο τά πάντα τμηματικά, παραδίδοντας σέ μᾶς μέ σαφήνεια τόν τρόπο τῆς δημιουργίας τοῦ κόσμου, ὥστε νά μήν παρασυρόμαστε ἀπό λαθεμένες ἀνθρώπινες διδασκαλίες.
Ἡ κάθε λεπτομέρεια τῆς διήγησης τῆς δημιουργίας, κατά τούς Πατέρες, στοχεύει στήν ὠφέλεια τοῦ ἀνθρώπου. Γιά τή δική μας ὠφέλεια, σημειώνουν, ἐπαναλαμβάνεται ἡ χαρακτηριστική φράση «καὶ εἶδεν ὁ Θεός, ὅτι καλόν», μετά ἀπό τό πέρας τῆς κάθε δημιουργικῆς ἡμέρας-περιόδου. Μέ τήν ἐπανάληψη αὐτή, σημειώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, ἡ Γραφή συγκαταβαίνοντας στήν ἀσθένεια τῶν λογισμῶν μας καταδεικνύει τή σοφία καί τήν ἄφατη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ3. Ὄντως, ὁ «σοφός», «δυνατός, πάγκαλος δημιουργὸς καὶ κτίστης τῶν ὅλων»4 δημιούργησε τά πάντα «καλὰ λίαν».
Ἔτσι, ἡ γῆ αἰωρούμενη μέσα στό πλῆθος τῶν ἀστέρων, διακοσμημένη μέ τό φυτικό ἀλλά καί τό ζωικό βασίλειο, φαίνεται νά ἀναμένει τόν «βασιλέα καὶ ἄρχοντα»5 ἔνοικό της, τόν ἄνθρωπο, χάριν τοῦ ὁποίου δημιουργήθηκαν ὅλα. Ἔστρωσε «τράπεζαν πολυτελῆ»6 ὁ Κτίστης, σημειώνει ὁ ἱερός Χρυσόστομος, μέ πλῆθος ποικίλα ἐδέσματα, γιά νά παρακαθήσει ὁ ἄνθρωπος, τό ἔλλογο δημιούργημά του.
Τό κάθε δημιούργημα, ἡ λαμπρότητα «τῶν ἄνω», τό μεγαλεῖο τοῦ οὐράνιου θόλου, ὅπου στερεώθηκαν τά οὐράνια σώματα, ἡ ὀμορφιά «τῶν κάτω», οἱ πεδιάδες καί τά βουνά, τά ζῶα καί τά φυτά, ὑμνοῦν τή σοφία τοῦ Δημιουργοῦ καί καταδεικνύουν πόσο «τιμιώτερον» ὅλου αὐτοῦ τοῦ κάλλους θά εἶναι τό ἑπόμενο δημιούργημα τῆς σοφίας του, ὁ ἄνθρωπος, στήν ἐξουσία τοῦ ὁποίου θά τεθεῖ ὅλο αὐτό τό μεγαλεῖο τῆς κτίσης7.
Ὅλα κτίστηκαν γιά τόν ἄνθρωπο καί γιά τή δική του ὠφέλεια. Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός μάλιστα σημειώνει ὅτι ὅλα τά ζῶα καί τά φυτά ἔχουν μέσα τους κάποια «ἐνέργεια» πού χρησιμεύει στόν ἄνθρωπο. Ἤξερε ὁ Θεός ὅτι ὅλα αὐτά θά ἦταν πολύτιμα στόν πεπτωκότα ἄνθρωπο, ἐπεξηγεῖ ὁ φωτισμένος πατέρας8. Ἀκόμη καί τά ἀγκάθια, πού φύτρωσαν μετά τήν πτώση τῶν Πρωτοπλάστων, συνδέθηκαν μέ τήν ἀπόλαυση τῶν ρόδων, ὑπενθυμίζοντας σέ μᾶς τήν παράβαση τῆς ἐντολῆς τοῦ Θεοῦ, ἐξαιτίας τῆς ὁποίας τιμωρήθηκε ἡ γῆ νά γεννᾶ μέχρι σήμερα ἀγκάθια9.
Διδάσκει ἡ ἄλογη φύση, ὅπως πολλές φορές ἐπισημαίνεται στήν ἁγία Γραφή. Διδάσκει ἡ γῆ ὑπακούοντας στό πρῶτο ἐκεῖνο «μικρὸν πρόσταγμα», ἀλλά συνάμα καί μεγάλο «ἔντεχνο» λόγο τοῦ Δημιουργοῦ, «βλαστησάτω ἡ γῆ βοτάνην» (Γέ 1,11). Γι’ αὐτό κάθε χρόνο γεννᾶ χόρτα, σπέρματα καί δέντρα. Ἔτσι καί ὁ νοήμων ἄνθρωπος καλεῖται, σχολιάζει ὁ Μέγας Βασίλειος, νά καταστήσει τόν ἑαυτό του «ἔγκαρπο» καί πλήρη «ἔργων ἀγαθῶν», μιμούμενος τήν ἄλογη κτίση στήν ὑπακοή, ὥστε νά φυτευθεῖ στόν οἶκο τοῦ Κυρίου καί νά ἀνθίσει στίς αὐλές τοῦ Θεοῦ10.
Δ. Καλογεράκη, Δρ Θεολογίας
"Ἀπολύτρωσις", Μἀιος 2023
Παραπομπές:
1,2,3,5,6,7. Ἰω. Χρυσοστόμου, Εἰς τὴν Γένεσιν, ΕΠΕ 2,56-182.
4. Μ. Βασιλείου, Ἑξαήμερος, ΕΠΕ 4,68.
8. 9. Ἰω. Δαμασκηνοῦ, Ἔκδοσις Ἀκριβὴς τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, κεφ. 24.
10. Μ. Βασιλείου, Ἑξαήμερος, ΕΠΕ 4,210.