Ὁ πρωτεργάτης τοῦ ἑλληνικοῦ συντάγματος

makrygiannis  Ἡ 3η Σεπτεμβρίου 1843 ἀποτελεῖ ἡ­μερομηνία-ὁρόση­μο στήν ἱστορία τῆς Ἑλλάδας. Εἶναι ἡ μέ­ρα τῆς ἀνακήρυξης τοῦ συνταγματικοῦ πολιτεύματος. Ἡ Ἑλλάδα ἀποκτᾶ τό πρῶ­το της σύ­ντα­γμα, τίς πρῶτες δημο­κρατικές ἐ­λευ­θε­ρίες, πού κατοχυρώνουν τά δι­και­­ώματα τῶν πολιτῶν. Τό γεγονός αὐ­τό συντελεῖται τή νύχτα τῆς 2ας πρός τήν 3η Σεπτεμβρίου τοῦ 1843, μέ πρωτο­βου­λία τοῦ στρατοῦ καί μέ πρωταγωνιστές τόν συνταγματάρχη τοῦ ἱππικοῦ Δημήτριο Καλλέργη καί τόν στρατηγό Ἰωάννη Μακρυγιάννη. Μέ­χρι τότε ὁ βα­σι­λιάς κυβερνοῦσε ὡς ἀ­πόλυτος μο­νάρ­χης, χωρίς νά λογοδοτεῖ σέ κανέ­ναν. Ἦταν τό πολίτευ­μα «ἐλέῳ Θεοῦ μοναρχία».
  Ὁ στρατηγός Μακρυγιάννης εἶναι ὁ κύριος ἐμπνευστής καί πρωτεργάτης τοῦ Κινήματος τῆς 3ης Σεπτεμβρίου 1843. Κύριο γνώρισμα τοῦ χαρακτήρα του εἶναι ἡ ἁγνότητα. Δέν κινεῖται κάτω ἀπό τήν ἐπήρεια σκοπιμοτήτων. Οἱ κρίσεις του, οἱ σκέψεις του καί οἱ ἔλεγχοί του κινοῦ­νται ἀπό ἁγνά ἐλατήρια. Ἰδιαίτερο χαρακτηριστικό τοῦ ἤθους του εἶναι ὁ ἀσυμ­βίβαστος ἀγώνας του ἐναντίον τοῦ ψέ­μα­­τος, τοῦ δόλου, μέ σκοπό τήν ὑπεράσπιση τῆς ἀλήθειας.
  Πολλά κύρια στελέχη τοῦ Κινήματος κατευθύνονται στό σπίτι τοῦ Μακρυγιάν­νη, γιά νά δώσουν τό τελικό σύνθη­μα. Ἡ χωροφυλακή παρατηρεῖ τίς ὕπο­πτες κινήσεις γύρω ἀπό τό σπίτι, τό περικυκλώνει καί τό πολιορκεῖ.
  Οἱ χωροφύλακες ξεστομίζουν βρισιές ἐναντίον τοῦ Μακρυγιάννη. Τόν προστάζουν νά παραδοθεῖ, διότι διαφορετικά θά βάλουν φωτιά καί θά τούς κάψουν ὅ­λους. Ἡ ζωή του διατρέχει πλέον βέβαιο κίνδυνο. Mέσα σ᾽ ἐκείνη τή θύ­ελ­λα ἀναδεικνύεται τό μεγαλεῖο του. Πέφτει στά γόνατα καί ζητάει ἀπό τόν Θεό φώτιση καί θάρρος. Σηκώνεται ἐνισχυ­μένος, ψυχωμένος, ἀλλά καί ἀποφασισμένος γιά τήν πατρίδα. Μέ τή σκέψη μήπως ἐκεῖνο τό βράδυ σκοτωθεῖ, συντάσσει, μέσα σ᾽ ἐκείνη τήν ἀντάρα, τή διαθήκη του, πού περιέχεται στά «Ἀπομνημονεύματά» του κι ἀποτελεῖ ἕναν ἐθνικοθρησκευτικό θού­­ριο:
  «Εἰς δόξαν τοῦ δίκιου καί μεγάλου Θεοῦ.
  Κύριε, Παντοδύναμε! Ἐσύ, Κύριε, θά σώσεις αὐτό τό ἀθῶο ἔθνος. Εἴμαστε ἁ­μαρτωλοί, εἶσαι Θεός! Ἐλέησέ μας, φώτισέ μας, ἕνωσέ μας καί κίνησέ μας ἀ­- ναντίον τοῦ δόλου καί τῆς ἀπάτης, τῆς συστηματικῆς τυραγνίας τῆς πατρίδος καί θρησκείας. Εἰς δόξαν Σου, Κύριε, σηκώνεται ἀπόψε ἡ σημαία τῆς λευτεριᾶς ἀναντίον τῆς τυραγνίας! Πατριῶ­τες! Πεθαίνω διά τήν πατρίδα. Στέκω εἰς τόν ὅρ­κον μου τόν πρῶτον. Δέν μπορῶ, πατρί­δα, νά σέ βλέπω τοιούτως καί τῶν σκοτωμένων τά παιδιά καί οἱ γριγιές νά διακονεύουν καί τίς νιές νά τίς βιάζουν διά κομμάτι ψωμί εἰς τήν τιμήν τους οἱ ἀπατεῶνες τῆς πατρίδος. Γιομάτες οἱ φυλακές ἀπό ἀγωνιστᾶς καί στά σοκάκια σου διακονεύουν αὐτοίνοι οἱ ἀγωνισταί, ὅπου χύσανε τό αἷμα τους, διά νά ξαναειπωθεῖ "πατρίδα Ἑλλάς". Εἴτε ἐ­λευτερία κατά τούς ἀγῶνες μας καί θυσίες μας, εἴτε θάνατος σ᾽ ἐμᾶς! Πεθαίνω ἐγώ πρῶτος ἀ­πόψε. Ἔχετε γειά, πατριῶτες, καί εἰς τήν ἄλλην ζωήν σμίγομεν, ἐκεῖ ὁπού ᾽ναι καί οἱ ἄλλοι συνα­γωνισταί μας, εἰς τόν κόρφον τοῦ ἀληθινοῦ Βασιλέως, τοῦ μεγάλου Θεοῦ, τοῦ ἀληθινοῦ.
  Πατρίδα, σ᾽ ἀφήνω ἀνήλικα παιδιά καί γυναῖκα, ἄν τ᾽ ἀφήσουνε ζωντανά, τ᾽ ἀφήνω εἰς τήν προστασίαν σου. Κοίταξε ὅτ᾽ εἶναι παιδιά τοῦ τίμιου ἀγωνιστῆ Μακρυγιάννη. Ποτές αὐτός δέν σέ ψύχρανε εἰς τά δεινά σου καί τώρα πρόθυμος νά πεθάνει διά σένα, γιά νά σέ ἰδοῦνε τά παιδιά του ἐλεύτερη Ἑλλάδα κι ὄχι παλιοψάθα τῆς τυραγνίας καί τῶν κολάκων της. Διά τά παιδιά μου ἀφήνω κηδεμόνες τόν κύριον Μιχαήλ Σκινά, Μελά, Δόσι­ον, Καλλεφουρνά, γυναικάδελφόν μου Σκου­­ζέ καί τήν γυναῖκα μου. Καί ν᾽ ἀκολουθήσετε κατά τήν παλιά μου διαθήκη ὅ,τι διαλαμβάνει, κι ἄν ἀμελήσετε, εἰς τήν ἄλλην ζωήν θά μοῦ δώσετε λόγον. Βιαστικός γράφω καί μέ τήν σημαία μου εἰς τό χέρι. Ἔχετε γειά ὅλοι καί τήν τυραγνίαν νά μήν τήν ἀφήσετε νά φωλιάσει εἰς τήν πατρίδα, νά μήν ντροπιάσετε τό­σα αἵματα ὅπου χύθηκαν.
1843 Σεπτεμβρίου 2, μεσάνυχτα, Μακρυγιάννης».
  Παραδίδει τή διαθήκη του στή σύζυγό του, μέ τήν ἐντολή νά τήν τοποθετήσει κάτω ἀπό μιά πέτρα, γιά νά μήν καεῖ, σέ περίπτωση πού οἱ χωροφύλακες κάψουν τό σπίτι τους.
  Πάνω στήν ὥρα καταφθάνουν ἑξή­ντα ἀγωνιστές, πρόθυμοι νά τόν ὑπερασπιστοῦν κι ἀποφασισμένοι νά πεθά­­νουν. Εἶναι ὁ αἰθέρας τῆς κλεφτουριᾶς τοῦ 1821! Συγχρόνως πάνω ἀπό τήν Ἀ­κρόπολη ἀκούγονται χιλιάδες φωνές: «Συνέλευση! Σύνταγμα!». Οἱ καμπάνες ἠχοῦν χαρμόσυνα. Ἡ Ἀθήνα ὅλη στό πό­δι. Οἱ χωροφύλακες θορυβοῦνται, ὀ­πισθοχωροῦν. Ὁ Μακρυγιάννης, ἀνεμί­­ζο­­ντας τήν ἐπαναστατική σημαία του, κατευθύνεται μαζί μέ τούς ἀγωνιστές στό παλάτι. Τό πλῆθος τόν ἀποθεώνει. Τόν σηκώνει ψηλά. Μιά ἰαχή συ­νε­χῶς ἐπαναλαμβάνεται: «Σύνταγμα! Σύντα­γ­μα!». Ἡ λαοθάλασσα περισφίγγει τά ἀ­νάκτορα, ἀλαλάζοντας: «Ζήτω τό Σύντα­γμα!».
  Ἡ βασίλισσα Ἀμαλία πρεσβεύει στόν σύζυγό της θετικά γιά τά αἰτήματα τῶν ἐπαναστατῶν. Ὁ Ὄθων, πιεσμένος ἀ­πό παντοῦ, δέχεται τίς ἀξιώσεις τοῦ στρατοῦ καί τοῦ λαοῦ. Ἀναγνωρίζει τό πρῶτο Ἑλληνικό Σύνταγμα καί ὑπογράφει συνταγματικές ἐλευθερίες. Ἡ Ἐπανάσταση θριάμβευσε!
  Σήμε­ρα, ὁ χῶρος πού συγκεντρώθηκαν ὁ στρατός καί ὁ λαός, ζητώντας μέ σθένος ἀπό τόν βασιλιά Σύνταγμα, ὀνομάζεται «Πλατεία Συντάγματος» κι εἶναι ἡ δεύτερη μεγαλύτερη πλατεία τῆς Ἑλ­λάδας.
  Ὁ φωτεινός ἥρωας γιά ἄλλη μιά φορά ἀπέδειξε περίτρανα πώς λειτουργεῖ στό «ἐμεῖς» καί ὄχι στό «ἐγώ».

Ἑλληνίς

"Ἀπολύτρωσις", Αὔγ.-Σεπτ. 2023