Συν-εργάτες τοῦ Θεοῦ

ap paulus  Ἡ ἁγία μας Ἐκκλησία, ἐπιμένοντας οἰκολογικά μέσα σέ ἕναν πλεονέκτη εἰδωλολατρικό κόσμο ἀσύστολης οἰκολογικῆς καταστροφῆς, χαιρετίζει, μέ τήν ἀνάγνωση τῆς παραβολῆς τοῦ Σπορέως, τήν εὐλογημένη σπορά τῆς γῆς, πού παρέχει στόν ἄνθρωπο τόν «ἄρτο», τήν πολυτιμότερη τροφή γιά τήν ἐπιβίωσή του.
  Ὡς πιστή μαθήτρια ὅμως στή διδαχή τοῦ Κυρίου της, μνημονεύει παράλληλα τόν λόγο του «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ μόνῳ ζήσεται ἄνθρωπος, ἀλλ’ ἐπὶ παντὶ ρήματι ἐκπορευομένῳ διὰ στόματος Θεοῦ» (Μθ 4,4) καί ἀνάγει τή σκέψη της στή σπορά τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου, πού τρέφει τήν ψυχή τοῦ ἀνθρώπου. Γι’ αὐτό ὁ Ὀκτώβριος εἶναι ὁ μήνας τῆς ἐπίσημης ἔναρξης κάθε νέου ἱεραποστολικοῦ ἔτους.
  Στό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ ὅμως ὁ Κύριος ζητᾶ συν-εργάτες. Στήν παραβολή τοῦ Σπορέως ἀναδεικνύει τήν ἁγιότητα τοῦ Σπορέως, τονίζει τή δύναμη τοῦ σπόρου καί παρουσιάζει τίς ἐπιλογές κάθε ἀνθρώπου νά ὑποδεχθεῖ τόν σπόρο τοῦ θείου λόγου. Σέ ἄλλη παραβολή ὁ Κύριος παρομοιάζει τόν εὐαγγελισμό τῶν ἀν­θρώπων μέ θερισμό. Βλέποντας τό πλῆθος τῶν Σαμαρειτῶν νά προστρέχει μέ λαχτάρα νά ἀκούσει τόν λό­γο του, προτρέπει τούς μαθητές του νά ἐργαστοῦν μέ ζῆλο γιά τή διάδοση τοῦ εὐαγγελίου, παρομοιάζοντας κάθε ψυχή πού εἶναι ἕτοιμη νά δεχθεῖ τόν λόγο του μέ ὥριμο στάχυ πού προσμένει τόν θερισμό: «Ἐπάρατε», τούς λέγει, «τοὺς ὀ­φθαλμοὺς ὑμῶν καὶ θεάσασθε τὰς χώρας, ὅτι λευκαί εἰσι πρὸς θερισμὸν ἤδη» (Ἰω 4,35).
  Ἀρέσει στόν Κύριο νά συνεργάζεται μέ τόν ἄνθρωπο, τόν ὁποῖο ἄλλωστε δημιούργησε «κατ’ εἰκόνα καὶ καθ’ ὁμοίωσιν» δική του, ἀκριβῶς γιά νά μποροῦν νά ἐπικοινωνοῦν. Γι’ αὐτό καί καμία ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ στήν ἱστορία δέν πραγμα­τοποιήθηκε χωρίς τή συνεργασία κάποιου ἀνθρώπου. Καί αὐτό τό ἔργο τῆς σωτηρίας μας δέν μπορεῖ μέ κανέναν τρόπο νά ἐπιτευχθεῖ χωρίς τήν πρόθυμη καί ἐλεύθερη συ­γκατάθεση καί συνεργασία τοῦ καθενός.
  Ἡ προσωπική μας σωτηρία ὅμως δέν εἶναι ὁ μόνος χῶρος πού ὁ Θεός ὅρισε νά συνεργαζόμαστε μαζί του, γιά νά εἶναι ὅλα «καλὰ λίαν» ὅπως Ἐκεῖνος τά σχεδίασε. Ἡ ἁγία Γραφή περιγράφει καί ἄλλους χώρους: ἕνας εἶναι ὁ παράδεισος, δη­λα­δή ὁ πλανήτης πού ζοῦμε, ὅπου ὁ Θεός μᾶς τοποθέτησε μέ σκοπό τό «ἐργά­ζεσθαι αὐτὸν καὶ φυλάσσειν» (Γέ 2,15). Ὁ δεύτερος εἶναι ἡ κοινωνία τῶν ἀνθρώπων, πού θά προέκυπτε ἀπό τή θεία εὐλογία «αὐξάνεσθε καὶ πληθύνεσθε» (Γέ 1,28). Ὁ τρίτος εἶναι ἡ οἰκογένεια, πού φτιάχνει κάθε ζευγάρι ὅταν ὁ ἄνδρας θά ἀφήσει «τὸν πατέρα αὐτοῦ καὶ τὴν μητέρα καὶ προσκολληθήσεται πρὸς τὴν γυναῖκα αὐτοῦ» (Γέ 2,24). Στήν ἱστορία προέκυψε καί ἄλλος χῶρος: ὁ λαός τοῦ Θε­οῦ ὡς Ἰσραήλ στήν Παλαιά Διαθήκη καί ὡς Ἐκκλησία στήν Καινή Διαθήκη.
Εἶναι σίγουρο ὅτι σέ κάποιο ἀπό τά «χωράφια» αὐτά μπορεῖ ὁ μαθητής τοῦ Χριστοῦ νά ἀναγνωρίσει καί τόν δικό του ἑαυτό ὡς ἐργαζόμενο μέ ἀντικείμενο τήν καλλιέργεια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Μέ δεδομένη τή φιλανθρωπία καί τή μα­κρο­­θυμία τοῦ Οἰκοδεσπότη τίθεται τό ἐρώτημα μέ ποιόν τρόπο κάθε ἄνθρωπος ἐργάζεται καί συνεργάζεται μαζί του.
  Xρησιμοποιώντας τήν εἰκόνα τοῦ ἀμπελώνα, ὁ ἴδιος ὁ Κύριός μας παρουσιάζει ἕνα κακό παράδειγμα ἐργατῶν (Μθ 21,37-46). Ἐννοεῖ τούς ἡγέτες τοῦ παλαιοῦ Ἰσραήλ, τούς βασιλεῖς, ἱερεῖς καί διδασκάλους, στούς ὁποίους ἐμπιστεύθηκε τόν λαό του, προκειμένου νά τόν προστατεύουν ἀπό τήν εἰδωλολατρία καί νά τόν καλ­λιεργοῦν στήν τήρηση τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου. Κάθε φορά πού οἱ ἱστορικές συγκυρίες τό ἀπαιτοῦσαν, ζητοῦσε νά τοῦ ἀποδώσουν καρπούς πίστης, ὑπακοῆς καί ἀρετῆς. Ἐκεῖνοι ὅμως ἀδιαφοροῦσαν γιά τό ἔργο τους, περιφρονοῦσαν τόν λαό, ἐκμεταλλεύονταν τά προνόμια τῆς θέσης τους, κακομεταχειρίζονταν τούς ἀπεσταλμένους τοῦ Θεοῦ, τούς προφῆτες, καί δέν δίστασαν νά ἐξοντώσουν ἀκόμη καί τόν νόμιμο κληρονόμο τοῦ ἀμπελώνα, προκειμένου νά τόν οἰκειοποιηθοῦν ἐξ ὁλοκλήρου.
  Ὁ ἀπόστολος Παῦλος, ἀπό τό ἄλλο μέρος, παρουσιάζει ἕνα καλό παράδειγμα ἐργα­τῶν στόν νέο ἀμπελώνα τοῦ Θεοῦ, τήν Ἐκκλησία. Εἶναι ἡ οἰκογένεια τοῦ Στεφανᾶ ἀπό τήν Κόρινθο (βλ. Α´ Κο 16,15-18). Ἦταν οἱ πρῶτοι πού δέχθηκαν τό κήρυγμα τοῦ ἀποστόλου, βαπτίσθηκαν Χριστιανοί ἀπό τόν ἴδιο καί ἔκτοτε «εἰς διακονίαν τοῖς ἁγίοις ἔταξαν ἑαυτούς». Ἐργάζονταν μέ ζῆλο καί αὐταπάρνηση «κοπι­ῶντες» καί «συνεργοῦντες» μέ τόν ἀπόστολο Παῦλο σέ κάθε ἀνάγκη τῆς τοπικῆς χρι­στιανικῆς κοινότητας. Ὁ Στεφανᾶς ἄφησε τίς ὑποχρεώσεις του στήν Κόρινθο, γιά νά πάει στή μακρινή Ἔφεσο νά συναντήσει τόν ἀπόστολο, νά τοῦ μετα­φέρει τά νέα τῆς Ἐκκλησίας, νά τόν κάνει κοινωνό τῆς χαρᾶς τους καί νά «ἀναπαύσει τό πνεῦμα του», ἀλλά καί νά τοῦ περιγράψει μέ ἀκρίβεια τά πολλά προβλή­ματα πού ἀντιμετώπιζαν. Μέ ἀγωνία νά τοῦ ζητήσει λύσεις, γιά νά τίς μεταφέρει πίσω μέ ἀγάπη καί φροντίδα γιά τήν ἐν Κυρίῳ προκοπή ὅλων τῶν ἀδελφῶν.
  Στό παραπάνω ἐρώτημα, συνεπῶς, τό δίλημμα-ἀπάντηση εἶναι ἁπλό καί σα­φές: Στόν «ἀμπελώνα» πού ὁ Κύριος ἔχει τάξει τόν κάθε ἕναν νά ἐργάζεται, ποιό παράδειγμα θά ἐπιλέξουμε;

Ἀθανάσιος Παπαρνάκης

Καθηγητής Θεολογικῆς Σχολῆς Α.Π.Θ.

"Ἀπολύτρωσις", Ὀκτ. 2023