Ἀπό τά σπανιότερα χαρίσματα στόν ἄνθρωπο εἶναι αὐτό τοῦ ἰδεώδη ἀκροατῆ. Ὅλοι ἑστιάζουμε στόν λόγο, ἀλλά δέν ἐξασκούμαστε στήν προσεκτική ἀκρόαση τοῦ συνομιλητῆ μας. Ψάχνουμε καθημερινά κάποιον νά ἀκούσει τό πρόβλημά μας, ν’ ἀφουγκραστεῖ τόν πόνο μας ἀλλά καί νά προσέξει μέ ἐνδιαφέρον τά νέα μας, νά παρακολουθήσει μέ προσήλωση τά μελλοντικά μας σχέδια.
Συνήθως δέν βρίσκουμε αὐτό ἀκριβῶς πού ἀναζητᾶμε. Οἱ περισσότεροι -καί μάλιστα στήν ἑλληνική κοινωνία- θέλουμε μόνο νά μιλᾶμε. Ἀδημονοῦμε πότε θά ἔρθει ἡ σειρά νά ἐπικεντρωθεῖ ἡ ὁμήγυρη στά δικά μας σημαντικότατα νέα, ἐνῶ προσπερνοῦμε ἀδιάφορα ἤ ἔστω ἀκούγοντας τυπικά τούς ὑπόλοιπους. Καιροφυλακτοῦμε πότε θά βάλει ὁ ὁμιλῶν τελεία, γιά νά ἁρπάξουμε ἀμέσως τόν λόγο. Σάν νά πάσχει ἡ ἐποχή μας ἀπό ἐσκεμμένη ἀνηκοΐα.
Ἡ ἀκρόαση τοῦ ἄλλου, ἡ προσοχή στά λόγια τοῦ πλησίον, ὁ σεβασμός στή συζήτηση μέ τόν ἀδελφό μου ἀποτελεῖ σπουδαῖο κεφάλαιο στίς διαπροσωπικές μας σχέσεις γενικά, ἀλλά καί στήν πνευματική μας ἐπικοινωνία εἰδικότερα.
Φυσικά, δέν ἀπαιτεῖται καμία χαρισματική ἀκουστική ὀξύτητα ἀλλά μᾶλλον περισσότερη καλλιέργεια «ἑτεροκεντρικότητας» καί εἰλικρινοῦς εὐαισθησίας μέσα σέ ἕναν κόσμο φίλαυτο καί φλύαρο. Μία τέτοια πνευματική πρόσληψη τοῦ μηνύματος τοῦ ἑκάστοτε πομποῦ ἀπαιτεῖ ἀπό τόν δέκτη πέρα ἀπό ὑπομονή καί καθαρή ἀγάπη. Δέν δίνω ἁπλά λίγο ἀπό τόν χρόνο μου στόν διπλανό μου πού θέλει κάπου νά ἀκουμπήσει τίς ἐκκρεμότητές του. Δίνω τά μάτια μου πού παρακολουθοῦν ἀνυπόκριτα τή ροή σκέψης τοῦ συνομιλητῆ. Δίνω τήν καρδιά μου γιά νά φιλοξενήσει τόν κόσμο τοῦ ἄλλου, τήν ἕτερη ὑπόθεση πού ξετυλίγεται ἐνώπιόν μου, καί συμπάσχω μέ ὅση ἐνσυναίσθηση διαθέτω.
Ἴσως νά μήν εἶναι ἀπαραίτητη καμία ἀπάντηση ἀπό μέρους μου. Μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος πού στάθηκε πλάι μου -συγγενής, γνωστός, συνάδελφος- νά ἔχει ἀνάγκη ἁπλῶς ἀπό ἕναν ἀληθινό ἀκροατή. Ἐνίοτε τό σιωπηλό χαμόγελο εἶναι ὅ,τι πιό εὔγλωττο, ὅ,τι πιό ἀναγκαῖο γιά τήν περίσταση. Εἰδικά, ἄν πρόκειται γιά μία δοκιμασία πού κουβαλᾶ μέσα της χρόνιο πόνο, τότε τά λόγια περιττεύουν.
Ἐξάλλου, ὅλοι νιώσαμε κάποια στιγμή στή ζωή μας πώς δέν ἀρκοῦν οἱ ἀνθρώπινες νουθεσίες. Ἐνδέχεται καί νά μᾶς κούρασαν οἱ ποικίλες ἀπόπειρες λεκτικῆς παρηγοριᾶς ἤ νά μᾶς ἄφησαν ἕνα αἴσθημα κενοῦ οἱ ἀκατάσχετοι βερμπαλισμοί. Ἡ ἀνθρώπινη συμπαράσταση -ἀκόμη καί ἡ πιό φιλότιμη- ἔχει πεπερασμένα ὅρια. Ἀνακουφίζει, ἀλλά δέν σώζει.
Ὑπάρχει, ὡστόσο, γιά ὅλους μας ὁ τέλειος Ἀκροατής. Δέν χρειάζεται νά κλείσουμε ραντεβού μῆνες πρίν, γιά νά ἐπικοινωνήσουμε μαζί Του, οὔτε νά ἐπιδιώξουμε κάπως νά τραβήξουμε τήν προσοχή Του. Εἶναι ὅλος σκυμμένος ἀπό πάνω μας καί καρτερεῖ πότε θά Τόν ζητήσουμε σέ ἀκρόαση. Εἶναι ὁ «Ἀεὶ Εἰσακούων», ὁ Κύριος ἡμῶν Ἰησοῦς Χριστός.
Ἐδῶ ἀντιστρέφονται οἱ ὅροι ὡς πρός τήν ποιότητα πομποῦ καί δέκτη. Κραυγάζω «κλῖνον, Κύριε, τὸ οὖς σου καὶ ἐπάκουσόν μου», ὄχι γιατί ἀμφιβάλλω γιά τόν ἄπειρο Θεό. Εἶναι ὅμως μεγάλη ἡ ἀθλιότητα ἐμοῦ πού ψελλίζω λογικούς φθόγγους ἐνώπιον τοῦ Παντοκράτορος. Ὅταν ἱκετεύω ἀνθρωπομορφικά νά «ἐνωτίσει» ὁ Θεός τήν προσευχή μου, ἐκφράζω τή δική μου τεταμένη προσπάθεια νά συνομιλήσω μέ τόν πανάγαθο Πατέρα μου καί ἐν τέλει νά ἀνοίξουν τά δικά μου αὐτιά καί νά βάλω μέσα μου τή φωνή Του.
Οἱ συνεχεῖς ἐπικλήσεις βοηθοῦν ἐμένα σέ αὐτή τήν ἐπικοινωνία, ὥστε νά αὐξήσω τήν ἔνταση τῆς ἐσωτερικῆς μου φωνῆς, νά παιδευτῶ ἔτη καί ἔτη, νά παλέψω ἔτι καί ἔτι, γιά νά ἀξιοποιήσω πρωταρχικά τόν θεϊκό λόγο «ὁ ἔχων ὦτα ἀκούειν ἀκουέτω» καί ἀκολούθως νά προσμένω τή λύτρωση μέσα ἀπό τήν εὐκταία Του προτροπή: «Εἴσελθε στή χαρά τοῦ Κυρίου Σου!». Αὐτή ἡ ὑπέρ-ἠχητική συνομιλία μέ τόν ἐνωτίζοντα Κύριο ἐξασφαλίζει γεύση καί βίωμα μέσα σέ μία ἀτμόσφαιρα πνευματικῆς συναισθησίας ὅπου «ἀκούγεται τό Ἅλας» καί νοστιμίζει κατ’ ἐπέκταση κάθε προσευχητικό καί ἀδελφικό διάλογο.
Ὁ «Ἀεὶ Εἰσακούων» δέχεται ἀγαπητικά τούς πάντες. Ὁ Κύριος τῶν κυριευόντων καί Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων συγκαταβαίνει καί βρίσκεται σέ μία διαρκῆ ἀκρόαση τῶν ἐλαχίστων λόγων μου, ἐμοῦ τοῦ παλαιοῦ ἀνθρώπου ἐξ ὁλοκλήρου. Ἐγγίζει ὁ τέλειος ἀκροατής, Αὐτός πού «νεοποιεῖ τοὺς γηγενεῖς». Σκύβει στοργικά ἀπό πάνω μου, γιά νά μέ ἀκούσει Αὐτός πού ξεπερνᾶ κάθε κατάφαση καί ἀπόφαση.
Ὅπως κάποτε ὁ ἐλεήμων καρδιογνώστης βεβαίωσε τήν ἀνήσυχη Σαμαρείτιδα γιά τόν Μεσσία μέ τό «ἐγώ εἰμι ὁ λαλῶν σοι», ἔτσι κάθεται ἁπλά κι ἀνυπόκριτα σέ ἕνα πηγάδι, σ’ ἕνα περβάζι, σ’ ἕνα πέρασμα τῆς ζωῆς τοῦ καθενός καί μᾶς περιμένει γιά τήν πιό ὑπέροχη συνομιλία, τόν πιό κρίσιμο διάλογο σέ «ὥρα δεκάτη». Σέ αὐτή τήν κοινωνία ἀνοίγω ἄφοβα τόν ἔσω ἄνθρωπο καί ἐκχέω ἀπερίφραστα τά κρύφια τῆς καρδίας. Αὐτός ἀκούει καί εἰσακούει μύχιους πόθους, εὐσεβῆ αἰτήματα, ἱκεσίες μετάνοιας, ὕμνους δοξολογίας. Παραλαμβάνει λόγους καί ἀναστεναγμούς, ρητά καί ἄρρητα, ἐκπεφρασμένα καί ἀνέκφραστα καί ἀπαντᾶ πάντα. Σέ μένα μένει νά ἀκούω καί νά ὑπακούω, νά ἐπιμένω ἀμετάπτωτα στήν πιό καίρια ἀ- κρόαση καί νά ἀφήνομαι προσευχητικά στήν καλή ἀλλοίωση τοῦ ἀναλλοίωτου Ἐμμανουήλ.
Α.Τ.
"Ἀπολύτρωσις", Ὀκτ. 2023