Ἅγιος Ἀντώνιος ὁ νεομάρτυς

 agios neomartys antonios o athinaios Ἑστίες παραμυθητικές στῆς ζωῆς τή δίνη οἱ μνῆμες τῶν ἁγίων. Στά δεινά πού μᾶς μαστίζουν ὁ βίος τους γίνεται ἐνθάρρυνση. Δέν εἴμαστε μόνοι! Στούς πειρασμούς μᾶς κυκλώνει ἐνισχυτικά τό δικό τους νέφος. Πόσα μηνύματα σκύβουν καί ψιθυρίζουν στίς ἀνήσυχες ἀπό τίς μέριμνες τοῦ βίου καρδιές μας τοῦτες οἱ εὐλογημένες ὑπάρξεις, πού ἡ πίστη τίς πλούτισε μέ αὐτάρκεια καί στό πέρασμά τους ἀπό τή γῆ ἕνα μονάχα λαχτάρησαν, νά φτάσουν γρήγορα στόν οὐρανό!
  Μιά τέτοια καρδιά κρύβει κάτω ἀπό τά φτωχικά του ροῦχα καί τό δωδεκάχρονο ἀγόρι πού βρίσκει δουλειά σέ κάποιον Ἀρβανίτη Τοῦρκο στήν Ἀθήνα τοῦ 1770.
  Μπρός σέ τοῦτο τό παλληκάρι μέ τήν ἀδούλωτη καρδιά θά σταθεῖ μέ θαυμασμό καί ὁ τοῦρκος δικαστής, ὅταν μέ ψεύτικες κατηγορίες θά βρεθεῖ μπροστά του ὁ Ἀντώνιος. Ἀπορεῖ ὁ κριτής: ποιά εἶναι αὐτά τά φτωχοντυμένα παιδιά τῆς Ἑλλάδας πού ἔχουν φορεσιά τους ἀκριβή τή λεβεντιά, πού ᾿ναι σκλάβοι κι ὅμως μένουν ἀδούλωτοι, πού νικοῦν τούς κατακτητές τους; Ἀπορεῖ, διότι ἀγνοεῖ πώς εἶναι ἡ κολυμβήθρα τῆς Ὀρθοδοξίας ἡ μήτρα πού γεννᾶ τέτοιες ὑπέροχες ὑπάρξεις.
  Ὁ Ἀντώνιος ἀνδρώθηκε περνώντας μέσα ἀπό πολλές περιπέτειες. Πέντε φορές πουλήθηκε δοῦλος σέ ἀγαρηνούς ἐμίρηδες. Ἄλλαζε ἀφεντικά, μά δέν ἄλλαζε τόν Κύριό του. Μέσα στή μακαριότητα τῆς φλογερῆς ἀγάπης γιά τόν Χριστό φάνταζαν φτωχικά μπρός του τά πλούτη τῶν κυρίων του. Κι ἄς μήν τά ᾿χε ξαναδεῖ, δέν τά λιμπίστηκε ποτέ του. Τά ἀφεντικά του κάθε φορά μέ δελεάσματα προσπαθοῦν νά τόν ἀλλαξοπιστήσουν. Ἡ γενναία του ἄρνηση συναντᾶ τή δική τους σκληρότητα. Πόσα τά παθήματα, οἱ κακουχίες καί οἱ ἐξευτελισμοί πού δέχθηκε ὁ μικρός μαρτυρικός μας ἀδελφός! Μά τό πόσο ἀντέχουν στίς μπόρες καί στήν παγωνιά τά λουλούδια τοῦ Χριστοῦ τό μαρτυρεῖ μιά θαυμαστή ἱστορία αἰώνων. Μέσα στήν ἀσέβεια καί τή διαφθορά τοῦ ἀλλόθρησκου περιβάλλοντος, τό παλληκάρι τοῦ Χριστοῦ φύλαγε ἁγνό τόν ἑαυτό του καί ἀνῆκε, ὅπως τό εἶπε ὁ Κύριος, στούς «καθαρούς τῇ καρδίᾳ» πού τά μάτια τους ἀτενίζουν τό πρόσωπο τοῦ Θεοῦ.
  Οἱ μαρτυρίες ἀναφέρουν πώς σάν τόν ἔρριξαν στή φυλακή, ὁ ἅγιος ἦταν θαυμαστά χαρούμενος, μιλοῦσε γιά τόν ἀγαπημένο του Ἰησοῦ, δίδασκε τήν ὑπομονή καί φώναζε πώς δέν ὑπάρχει στόν κόσμο πιό γλυκειά χαρά ἀπό τό νά πεθαίνει κανείς γιά τόν Χριστό. Χαρακτηριστικά σημειώνει ὁ ἅγιος Νικόδημος στό συναξάριό του τήν ἀντίδραση τοῦ ἁγίου, ὅταν πληροφορήθηκε τή θανατική του καταδίκη: «Τότε ὁ τοῦ Χριστοῦ ἀληθής μάρτυς Ἀντώνιος, εὐφρανθείς εἰς τό πρᾶγμα καθώς χαίρουσιν οἱ εὑρίσκοντες θησαυρόν, ἐδέθη ὀπίσω τάς χεῖρας, καί μέ χαροποιόν πρόσωπον ἔτρεχεν εἰς τόν θάνατον ὡσάν εἰς πανήγυριν...».
  Συνεχιστής τῶν πρώτων μαρτύρων τοῦτος ὁ νεαρός βλαστός τῆς Ἐκκλησίας μας μέ τά λόγια τῶν παλιῶν ἁγίων κλείνει τό σύντομο πέρασμά του ἀπό τοῦτο τόν κόσμο: «Κύριε, εἰς χεῖρας σου παρατίθημι τό πνεῦμα μου». Εἶναι 5 Φεβρουαρίου 1774. Τρεῖς φορές τόν χτυπᾶ στόν τράχηλο μέ τό σπαθί ὁ τοῦρκος τζελάτος, μήπως καί τήν τελευταία στιγμή τόν κάνει νά δειλιάσει. Σάν ἀρνίο ἄκακο λαμβάνει τό στεφάνι τοῦ μαρτυρίου. «Σφαγείς ὁ Ἀντώνιος ὥσπερ ἡ ὄις (= πρόβατο) Χριστῷ παρέστη ἀκολουθῶν ὡς ὄις». Τό σῶμα του, πού τόσες φορές εἶχε ἀγοραστεῖ καί πουληθεῖ ὅσο ζοῦσε, τώρα ἔχει ἀτίμητη ἀξία. Μέ σέβας καί τιμές τό ἐνταφιάζουν οἱ χριστιανοί. Ἡ μνήμη του στερεώνει τήν ἐλπίδα μας στόν οὐρανό. Στόν αἰώνα μας, μέ τά πολλά φῶτα ἀλλά καί τίς πάμπολλες σκιές, φωτίζει μέ φῶς ἱλαρό τίς ψυχές μας, γιά νά μήν τίς σκιάζει ἡ ὀλιγοπιστία, γιά νά προσμένουν ἀνέφελες τή χαραυγή τῆς αἰωνιότητας.

 

Ἰχνηλάτης

Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 40