Ἡ Ἐθνεγερσία τοῦ 1821 βρίσκεται σέ κρίσιμη καμπή. Ὁ Ἰμπραήμ πασάς τῆς Αἰγύπτου μέ τήν περίφημη στρατιά του ἐξορμᾶ ἀπό τήν Πελοπόννησο, τόν Φεβρουάριο τοῦ 1825, ἐγκαθιστᾶ ἰσχυρό προγεφύρωμα στή Μεθώνη τῆς Μεσσηνίας κι ἀρχίζει τό καταστροφικό του ἔργο. Στό μεταξύ ὁ θριαμβευτής τοῦ Βαλτετσίου, τῆς Τριπολιτσᾶς καί τῶν Δερβενακίων, «ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ», ἔχει πέσει θύμα τῆς διχόνοιας καί βρίσκεται φυλακισμένος στό μοναστήρι τοῦ Προφήτη Ἠλία στήν Ὕδρα. Σ’ αὐτή τή δεινή συγκυρία οἱ ὁπλαρχηγοί χρειάζονται τή στρατιωτική του δεινότητα, τή στρατηγική του εὐφυΐα.
Ὁ ἐχθρός εἶναι σαρωτικός. Ἐρημώνει τήν Πελοπόννησο, σφάζει ἀμάχους, καίει περιουσίες, σκλαβώνει τούς Ἕλληνες. Ἡ Ἐπανάσταση ἀρχίζει νά φυλλορροεῖ κι ἡ κατακραυγή τῶν Ἑλλήνων ἐναντίον τῆς κυβέρνησης εἶναι πάνδημη.
Μπροστά στόν ὁρατό κίνδυνο ἡ κυβέρνηση Κουντουριώτη, Κωλέττη, Μαυροκορδάτου ἀντιλαμβάνεται ὅτι δέν ὑπάρχει ἱκανότερος στρατηγός, γιά ν’ ἀντιμετωπίσει τόν αἰγύπτιο στρατηλάτη ἐκτός ἀπό τόν Κολοκοτρώνη. Γι’ αὐτό τοῦ χορηγεῖ γενική ἀμνηστία καί τόν διορίζει γενικό ἀρχιστράτηγο. Στόν Ἅγιο Νικόλαο τοῦ Ναυπλίου γίνεται Δοξολογία. Ἐνώπιον τοῦ πλήθους ὁ στρατιωτικός ἡγέτης μιλᾶ ἀνεξίκακα: «Ἕλληνες! Πρίν βγῶ στ᾽ Ἀνάπλι, ἔριξα στή θάλασσα τά πικρά τά περασμένα. Κάντε καί σεῖς τό ἴδιο. Στό δρόμο πού περνάγαμε γιά νά ᾽ρθοῦμε στήν ἐκκλησιά, εἶδα νά σκάβουν κάποιοι ἄνθρωποι. Ρώτησα καί μοῦ εἶπαν πώς σκάβουν νά βροῦνε κρυμμένο θησαυρό. Ἐκεῖ στό λάκκο μέσα ρίξτε καί τά μίση τά δικά σας. Ἔτσι θά βρεθεῖ κι ὁ χαμένος θησαυρός!».
Ὁ πολιτικός Σπυρίδων Τρικούπης ἐκφωνεῖ ἀπό τόν ἄμβωνα τῆς ἐκκλησίας μνημειώδη πανηγυρικό λόγο: «Κινδυνεύει ἡ Πατρίς. Καί δέν κινδυνεύει βέβαια διότι δέν ἔχει στρατεύματα φιλοκίνδυνα καί ἐμπειροπόλεμα, καί δέν κινδυνεύει διότι δέν ἔχει χρηματικούς πόρους. Κινδυνεύει ἡ Πατρίς ἀπό ἡμᾶς τούς ἰδίους, οἱ ὁποῖοι ἀποκαταστήσαμεν τό δυστυχισμένον Ἔθνος παίγνιον τῶν παθῶν μας... Διότι ἡ φιλαρχία πολιορκεῖ τόν νοῦ μας, ὁ φθόνος καί τό ἐμφύλιον μῖσος κατατρώγει τά σπλάχνα μας, ἡ ἰδιοτέλεια ὁδηγεῖ τά ἔργα μας, αἱ σκευωρίαι καί τά διαβούλια εἶναι ἡ πολιτική μας...».
Τό σχέδιο τοῦ αἰγύπτιου εἰσβολέα νά ὑποτάξει τούς ἑλληνικούς πληθυσμούς ἀρχίζει νά συντρίβεται. Διαρκῶς οἱ Ἕλληνες προκαλοῦν φθορές στόν στρατό του μέ τήν τακτική τοῦ κλεφτοπολέμου. Ἡττᾶται ὁ Ἰμπραήμ στή Βέργα Μεσσηνίας. Οἱ ἀτρόμητες Μανιάτισσες μέ μοναδικό ὅπλο τό δρεπάνι τοῦ θερισμοῦ ταπεινώνουν στό ἀκρογιάλι τοῦ Διροῦ τά ἀήττητα μέχρι τότε στρατεύματα τοῦ Ἰμπραήμ καί τά ὑποχρεώνουν σέ ὑποχώρηση.
Τή χαριστική βολή δίνουν οἱ Μανιάτες στήν περιοχή Πολυάραβος τοῦ Ταΰγετου. Στίς 28 Αὐγούστου 1826, μέ τή σθεναρή τους ἀντίσταση κρατοῦν ἄπαρτα, ἀδούλωτα τά πάτρια ἐδάφη, ἀναπτερώνουν τό ἠθικό τῶν Ἑλλήνων κι ἀποδεικνύουν περίτρανα πώς ὁ Ἰμπραήμ δέν μπόρεσε νά ἐξαλείψει τήν Ἐπανάσταση.
Παρά τήν πλήρη ἀποτυχία του παίζει ἄλλο χαρτί. Ἐφαρμόζει τήν τακτική «τῆς καμένης γῆς», γιά νά κάμψει τό ἀντάρτικο τοῦ Κολοκοτρώνη. Σκορπᾶ παντοῦ φόβο καί τρόμο. Ξεριζώνει δένδρα, σκοτώνει ζῶα, πυρπολεῖ χωριά, κατατρέχει τούς ἀμάχους, ὁδηγεῖ στά σκλαβοπάζαρα γυναῖκες μέ τά παιδιά τους.
Τότε ὁ Κολοκοτρώνης τοῦ στέλνει γράμμα, πού ἀποπνέει μήνυμα ἀπόλυτης ἀδιαλλαξίας: «Ὄχι τά κλαριά νά μᾶς κόψεις, ὄχι τά δένδρα, ὄχι τά σπίτια πού μᾶς ἔκαψες, μόνον πέτρα ἀπάνω στήν πέτρα νά μή μείνει, ἡμεῖς δέν προσκυνοῦμεν... Μόνον ἕνας Ἕλληνας νά μείνει θά πολεμοῦμε καί μήν ἐλπίζεις πώς τήν γῆν μας θά τήν κάμεις δική σου, βγάλτο ἀπό τό νοῦ σου».
Κι αὐτή ἡ ἐπιχείρηση τοῦ ἐχθροῦ ἀπέτυχε. Ἀλλά τήν ἄνοιξη τοῦ 1827 ἐμφανίζεται ἕνας μεγάλος κίνδυνος γιά τόν Ἀγώνα τῆς Ἀνεξαρτησίας τῶν Ἑλλήνων, τό «προσκύνημα». Εἶναι τό τελευταῖο ὕπουλο χαρτί τοῦ Ἰμπραήμ. Ὑπόσχεται στούς Ἕλληνες πώς παύει τό καταστροφικό του ἔργο, ἄν τόν «προσκυνήσουν», ἄν σταματήσουν νά συμμετέχουν στήν Ἐπανάσταση καί ἐπανέλθουν στήν «ὀθωμανική νομιμότητα». Εἶναι μία προσπάθεια διαλλακτικῆς προσέγγισης τῶν Ἑλλήνων. Πραγματικά, ὁ Ἰμπραήμ τηρεῖ τήν ὑπόσχεσή του, συμπεριφέρεται ἤπια στά «προσκυνημένα» χωριά καί διατάζει τόν στρατό του νά μήν πειράξει τούς κατοίκους τους. Ἀντίθετα, πολλά χωριά πού δέν τόν «προσκύνησαν» γεύονται τήν τρομοκρατία του.
Ὁ Κολοκοτρώνης διαβλέπει πώς οἱ «προσκυνημένοι» θέτουν σέ ἄμεσο κίνδυνο τόν ἐθνικοαπελευθερωτικό Ἀγώνα. «Εἰς τόν καιρό τοῦ προσκυνήματος ἐφοβήθηκα μόνο διά τήν πατρίδα μου, ὄχι ἄλλη φορά», γράφει στά «Ἀπομνημονεύματά» του. Στήν τρομοκρατία τοῦ Ἰμπραήμ προβάλλει «ὁ Γέρος τοῦ Μοριᾶ» τή δική του λυσσαλέα ἀντίσταση μέ τό περιβόητο σύνθημα: «Τσεκούρι καί φωτιά εἰς τούς προσκυνημένους». Ἀναγκάζεται νά πάρει σκληρά μέτρα, γιά νά ἀποτρέψει τόν λαό τῆς Πελοποννήσου ἀπό τήν προδοτική -ὁδηγούμενη ἀπό τήν ἀπελπισία- ἀπόφαση. Πολλοί ἀπό τούς κατοίκους τῶν «προσκυνημένων» χωριῶν ἐπιστρέφουν στά χωριά τους, γιά νά μήν καταστραφεῖ ἡ περιουσία τους ἀπό τούς ἄνδρες τοῦ Κολοκοτρώνη. Ὁ στρατηγός τότε διατάζει νά τούς πάρουν τά «προσκυνοχάρτια» καί νά τούς χορηγήσουν ἔγγραφα, πού τούς συγχωροῦσαν καί τούς θεωροῦσαν Ἕλληνες.
Ὁ «Γέρος τοῦ Μοριᾶ» μέ τήν ἀμείλικτη καί μεθοδική δράση, μέ τή χαλύβδινη ψυχική ἀντοχή, πετυχαίνει νά κρατήσει ὄρθιο τό φρόνημα τῶν ἀγωνιστῶν, νά ξαναζωντανέψει τήν «ἑτοιμοθάνατη» Ἐπανάσταση καί νά ἀναζωπυρώσει τή φλόγα της. Στά σχέδιά του ὁ πανίσχυρος Ἰμπραήμ δέν λογάριασε μέ ποιόν θά ἀντιμαχόταν. Προσέκρουσε σ’ ἕναν «βράχο ἀπό γρανίτη», πού λέγεται Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, καί ἡττήθηκε παταγωδῶς.
Ἑλληνίς
"Ἀπολύτρωσις", Μάρ. 2024