Ἔμπαινε στήν Ἰερουσαλήμ πού σειόταν. Τά πλήθη γύρω τόν ἐπευφημοῦσαν σάν βασιλιά, σάν τόν προσδοκώμενο Μεσσία πού ἐπιτέλους ἐμφανίστηκε. Πόσες ἑκατοντάδες χρόνια σκλαβιᾶς καί πόνου περίμεναν αὐτό τό γεγονός! Ὁ βασιλιάς πού θά ’ρθει καί θ’ ἀναστήσει τήν ἀρχαία τους δόξα· πού θ’ ἀναδείξει καί πάλι μέγα τόν Ἰσραήλ καί θά τόν ὑψώσει ἀνάμεσα στά ἔθνη πανίσχυρο!...
Τοῦ ἔστρωναν τά ροῦχα τους νά περάσει, κράδαιναν μ’ ἐνθουσιασμό βάγια σάν νά ἐπρόκειτο γιά θρίαμβο ρωμαίου αὐτοκράτορα, ζητωκραύγαζαν μέ συγκλονισμό: «Ὡσαννὰ τῷ υἱῷ Δαυΐδ· εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου» (Μθ 21,9), καί μεθοῦσαν ἀπ’ τίς ἴδιες τους τίς κραυγές!...
Καί ὁ Ἰησοῦς;… Ὁ Ἰησοῦς, ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ, ὁ ἔνσαρκος Θεός, ἔβλεπε ξεκάθαρα πίσω καί πέρα ἀπό τόν παροξυσμό τῆς χαρᾶς κάτι ἄλλο, μιάν ἀλήθεια σκληρή, πού κανείς ἀπό τούς πανηγυριστές δέν διανοοῦνταν ἐκεῖνες τίς στιγμές. Ἔβλεπε ὅτι ἡ πικρή ἐκείνη «ὥρα» (Ἰω 7,30), γιά τήν ὁποία ἦρθε στή γῆ καί γιά τήν ὁποία εἶχε μιλήσει στούς μαθητές του ἐπανειλημμένα, εἶχε ἤδη φτάσει.
Δέν ἐπρόκειτο φυσικά γιά τήν ὥρα μιᾶς ψευδεπίγραφης βασιλείας πού ὀνειρευόταν ὁ συνεπαρμένος ὄχλος.
Ἐπρόκειτο γιά τήν ὥρα πού θά ἔσβηνε ἀπότομα τούτη τήν ἔξαρση καί θά μετέτρεπε αὐτόν τόν λαό, πού τώρα τόν λατρεύει, σέ λύκους ἕτοιμους νά τόν κατασπαράξουν.
* Ἡ ὥρα πού ξαφνικά θά ἔμενε μόνος· πού ὅλοι, καί οἱ πιό πιστοί του, θά τόν ἐγκατέλειπαν ἀπό δειλία καί φόβο στά δολοφονικά χέρια τῶν ἐχθρῶν του.
* Ἡ ὥρα πού θ’ ἀντιμετώπιζε τήν καταρράκωση, τόν ἐξευτελισμό, τή χλεύη, τά χαχανητά, τίς βρισιές, τά γιουχαΐσματα, τά φτυσίματα, τά χτυπήματα, τά χαστούκια, τίς φραγγελλώσεις…
* Ἡ ὥρα, τέλος, τῆς ἔσχατης ταπείνωσης καί τοῦ θανάτου πάνω στόν σταυρό, ἡ ὥρα τοῦ πιό πηχτοῦ σκότους· τότε πού ὁ Σατανᾶς θά ζητοῦσε τήν ἴδια του τή ζωή. Πού καί αὐτός, ὁ Κύριος τοῦ παντός, θά βυθιζόταν ὡς ἄνθρωπος στό ἔρεβος τοῦ τάφου…
Ὅλα αὐτά, ὅσο ἀδιανόητο κι ἄν ἀκούγεται, ρίζωναν στήν ἴδια τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ Θεός ἔπλασε τόν ἄνθρωπο ἐλεύθερο. Τόσο ἐλεύθερο ὥστε νά ἔχει τό δικαίωμα νά στραφεῖ ἐναντίον Του καί νά Τόν ἀρνηθεῖ. Καί ὁ Ἀδάμ, δελεασμένος ἀπό τήν ἰδέα τῆς αὐτοθέωσης πού τοῦ ὑπέβαλε ὁ Διάβολος, ἔκανε αὐτό ἀκριβῶς: Παρέβη τήν ἐντολή τοῦ Κυρίου καί ἔγινε προδότης τοῦ ἴδιου τοῦ δημιουργοῦ του.
Τότε, ἐκείνη τήν ὀλέθρια ἡμέρα τῆς πτώσης μας στήν Ἐδέμ, ἄρχισε ἡ μεγάλη ὀδυνηρή περιπέτεια ὄχι μόνο γιά τόν ἄνθρωπο, ἀλλά καί γιά τόν Θεό. Μᾶς διαφεύγει αὐτό συνήθως, ἀλλά εἶναι ἀλήθεια: Ἡ ἁμαρτία τοῦ Ἀδάμ, πού τόν ἔστειλε στή φθορά καί στόν θάνατο, ἔστειλε στόν θάνατο καί τόν ἀθάνατο Θεό. Ὅπως πολύ ἐμπνευσμένα ἀποδίδει τό γεγονός ἕνα ἐγκώμιο τοῦ Ἐπιταφίου: «Ἐπὶ γῆς κατῆλθες, ἵνα σώσῃς Ἀδάμ, καὶ ἐν γῇ μὴ εὑρηκὼς τοῦτον, Δέσποτα, μέχρις ᾅδου κατελήλυθας ζητῶν». Διότι πῶς ἀλλιῶς θά μποροῦσε νά σώσει ὁ οὐράνιος Πατέρας τό ἀγαπημένο του πλάσμα; Ὡς παντοδύναμος βέβαια θά μποροῦσε νά ἀλλάξει τά πράγματα μέ μόνο ἕναν λόγο του. Ὅμως στήν περίπτωση αὐτή ὁ ἄνθρωπος θά ἔπαυε νά εἶναι ἄνθρωπος. Δέν θά ἦταν πλέον ἐλεύθερος καί θά μετέπιπτε σ’ ἕνα ἔλλογο ἄβουλο ρυμουλκούμενο.
Γι’ αὐτόν τόν λόγο ὁ Υἱός ἐκτελώντας τό θέλημα τοῦ Πατρός εἰσέρχεται στόν κόσμο μέ σῶμα, ὡς ἄνθρωπος (βλ. Ἑβ 10,5-10), καί πάει καταπάνω στόν θάνατο. Τόσο καταπάνω, ὥστε τήν τελευταία ἑβδομάδα τῆς ζωῆς του νά τόν προκαλεῖ καθημερινά. Ἐξάλλου, τί ἄλλο εἶναι αὐτή ἡ ἔκρηξη ἐνθουσιασμοῦ πού ζεῖ ἡ Ἰερουσαλήμ καθώς τόν ὑποδέχεται; Καί πῶς ὁ Πρᾶος καί Ταπεινός τήν ἀνέχεται; Τό κάνει διότι πρέπει. Πρέπει οἱ ἐχθροί του νά ἀποκαλύψουν πιά τίς προθέσεις τους καί νά κάνουν πράξη τά ἐγκληματικά τους σχέδια. Καί πράγματι, ἡ θρησκευτική ἡγεσία τοῦ λαοῦ ἀποθηριώνεται ἐναντίον του. Τούς ταράζει πού ὁ κόσμος τόν ἀγκαλιάζει καί τόν δοξάζει. Τούς ἐξοργίζει ἀνυπόφορα καί τούς σπρώχνει νά ρίξουν τίς τελευταῖες ἀποφασιστικές τσεκουριές στόν σταυρό πού τοῦ ἑτοιμάζουν ἐδῶ καί καιρό.
Ὅμως ὁ Κύριος δέν βλέπει μπροστά του μόνο τόν θάνατο. Δέν βλέπει μόνο τήν αἰσχύνη καί τό ὄνειδος πού τόν περιμένει. Βλέπει καί τή χαρά πού θ’ ἀπολαύσει ἔπειτα, τό ὅτι θά ἀναστηθεῖ καί θά ὑψώσει τήν ἀνθρωπότητά του στά δεξιά τοῦ θρόνου τοῦ Θεοῦ (βλ. Ἑβ 12,2). Ἔτσι, ἡ σκληρή, αἱματηρή ὥρα πού πλησιάζει
* θά μεταβληθεῖ σέ ὥρα σωτηρίας, καθώς ὁ ἄνθρωπος, τό παιδί του, θά μπορέσει νά οἰκειωθεῖ ἐλεύθερα μέσῳ τῆς ἀνάστασης τοῦ ἀνθρώπου Ἰησοῦ τό δῶρο τῆς αἰωνιότητας·
* θά γίνει πηγή χαρισμάτων, τό θεμέλιο τῆς Ἐκκλησίας, ὥστε νά προγεύεται κανείς τήν αἰώνια ζωή ἀπό τοῦτο τόν κόσμο. Νά μήν εἶναι μόνο μιά ὑπόσχεση γιά τό μέλλον·
* θά ἀποκαλύψει στόν κόσμο τόν ἀληθινό Θεό καί συγχρόνως τή φοβερή παγίδα κάθε θρησκείας καί φιλοσοφίας.
Ὅλα αὐτά εἶναι ἀπόλαυση γιά τόν Κύριο, διότι εἶναι πηγή ἀπόλαυσης γιά μᾶς, τούς ἀνθρώπους. Γιά μᾶς ἔρχεται νά πάθει καί νά πεθάνει, γιά νά μᾶς τά προσφέρει. Ἀντιλαμβανόμαστε τό μέγεθος τῆς εὐεργεσίας; Ἀφουγκραζόμαστε τόν ὁλόστοργο παλμό τῆς καρδιᾶς του πού χτυπᾶ ἀποκλειστικά γιά τήν εὐτυχία μας; Καί τί τοῦ ἀντιπροσφέρουμε ἄραγε;…
Καλήν ἀνάσταση!
Εὐ. Ἀλ. Δάκας
"Ἀπολύτρωσις", Άπρίλιος 2024