Χαίρων τε καὶ τρέμων ἅμα…

 melizomenos «Χαίρων», «τρέμων»... Δύο μετοχές πού ἐκφρά­ζουν τή ζωή τοῦ μεγάλου μυ­στικοῦ θε­ολόγου καί νηπτικοῦ μονα­χοῦ τῆς Ἐκ­κλησίας μας, τοῦ ἁγίου Συ­μεών τοῦ Νέου Θεολόγου, στή σχέση καί τήν ἐπαφή του μέ τό θεῖο. Ὁ θεοδόξαστος ἅγιος τοῦ Θεοῦ, «πλη­γωμένος ἀπό τό γλυκύ βέλος τῆς ἀ­γάπης Του», ὅπως χαρακτηριστικά ψάλ­λει ἡ Ἐκ­κλησία μας, ἔζησε ἔ­κτακτες οὐ­ράνιες ἐμπειρί­ες. Ἡ θέα τοῦ ἀ­κτί­­στου φωτός, πού ὁ Θεός τόν ἀξί­ωσε νά γευθεῖ ἀπό τή νεανική του ἡλικία, γέννησε μέσα στήν ψυχή του τόν ἀσίγαστο πόθο γιά τόν Θεό συ­γκε­ρα­σμένο μέ τόν φόβο, τή συ­στο­λή, ἐνώ­πι­ον τοῦ θείου μεγαλείου.
Ἡ φράση «χαίρων τε καὶ τρέμων ἅμα» ἀπα­ντᾶ­ται στήν πρό τῆς θείας Μεταλή­ψεως Ἀκολουθία καί ἀποδίδεται στόν θεόσοφο ἅγιο Συ­μεών. Ὄ­ντως, ὁ ἁπλός χριστιανός ζεῖ τόν πό­θο καί τόν φόβο «ἅμα», βαδίζοντας πρός τό ἅγιο Ποτήριο γιά νά μεταλάβει τοῦ Σώματος καί τοῦ Αἵματος, νά κοινωνή­σει τῆς θεότητος καί νά εὐχαριστήσει ἀπό τά τρίσβαθα τῆς ὕ­παρξής του τόν Κύριο γιά τή δω­ρεά αὐτή. Ὅ­πως ἄλ­λο­τε ὁ ἅγιος Ἰωάν­νης ὁ Βαπτιστής βά­- ­πτι­σε τόν Κτίστη «χαίρων τῇ ψυχῇ καὶ τρέ­μων τῇ χειρί», ἔτσι καί ἡ ψυχή τοῦ πι­στοῦ στή συνά­ντησή της μέ τόν Κύ­ριο, βιώνει τόν πόθο καί τόν φόβο συγ­χρό­νως. Μιά ἕλξη καί μιά ἄ­πωση πλημ­μυρίζει τήν ὕπαρξη. Μιά ἕλξη πρός τό κα­θα­ρό, ἀμώμητο καί θεῖο καί μιά ἄ­πω­ση λόγῳ τῆς «ἐρ­ρυπωμένης» κατά­στα­σης τῆς ψυχῆς.
  Στό μυστήριο τῆς θείας Εὐχαρι­στί­ας βι­ώ­νονται στό ἔπακρο τά ἀντικρου­όμε­να αὐτά συναι­σθή­ματα ἀπό τήν ψυ­­χή πού μετανοεῖ. Τό μυστήριο τῆς ἀγά­πης τοῦ Θεοῦ δίνει τή δυνατότητα στόν ἄν­θρωπο, «τό χορτάρι», ὅπως τόν παρομοιάζει ὁ κή­ρυ­κας τῆς Τριάδος ὅλης Συ­μεών, νά πλη­σιά­σει τό πῦρ τῆς θείας παρουσίας καί νά μήν καεῖ ἀλ­λά νά πυ­ρωθεῖ, σάν μιά ἄλλη ἄ­φλε­κτος βάτος, μέσα στό πῦρ τῆς θεό­τητος. Τό μεγα­λεῖο αὐτό τοῦ Μυστηρίου, κατά τόν ἅγιο Συμεών, ἀντι­λαμβάνεται ὁ πιστός μόνο διά τῆς ἐμπειρίας. Γι’ αὐτό καί προσκα­λεῖ τούς πιστούς ὁ ἅγιος πα­τέ­ρας νά μετέχουν τοῦ Μυστηρίου, ὥστε τήν ἡμέ­ρα τῆς κρίσεως τή φρι­κτή τό Σῶμα καί τό Αἷ­μα τοῦ Κυρίου νά «σκε­πά­σει» τίς ἁ­μαρ­τίες τους.
  Ἀλλά καί τήν ἐδῶ ζωή, διδάσκει ὁ Ἅγιος, ἡ σάλπιγξ τῆς θεώσεως, ἡ μετοχή στό Μυστήριο τήν καθιστᾶ «ἑορ­τὴ» καί «ἑορτῆς ἀφορμὴ καὶ Πάσχα», καθώς με­ταβαίνει «ἀπό τά ἐφήμερα στά νοητά καί οὐράνια». Ἔτσι καλεῖ τόν πιστό διά τοῦ Μυστηρίου νά μετατρέπει τήν καθημερινότητά του σέ πανήγυρι. Κι αὐτή ἡ χαρά ὅμως εἶναι συνταιριασμένη μέ τό δέος. Ὁμολογεῖ ὁ ἅγιος Συμεών: «Θά­μπωμα μέ κατέχει κι ἀμηχανία, γιατί αὐ­τόν πού ἔχει τά πάντα στήν παλάμη του, τόν βλέπω νά περιέχεται μές στήν καρδιά μου».
  Ἄς εὐχηθοῦμε, λοιπόν, στήν ἐπίγεια πορεία μας νά γιορτάζουμε κι ἐμεῖς Πά­σχα, ὄχι μόνο μιά φορά τόν χρόνο ἀλλά κάθε φορά πού πλησιάζουμε τό Μυ­στή­ριο τῶν μυστηρίων, μέ πόθο ἀλλά καί μέ τρόμο, ὄχι διότι εἴμαστε ἄξιοι, ἀλλά γιά νά μή γίνουμε «θηριάλωτοι», γιά νά μή μᾶς καταπιεῖ ἡ ἁμαρτία μας. Ἀμήν!

Δ. Καλογεράκη

῾῾Ἀπολύτρωσις῾, Ἀπρίλιος 2024