Τήν ξέραμε τήν Ἄνοιξη, τόν ξέραμε τόν τρελό Ἀπρίλη μέ τά χαμόγελά του καί τά δάκρυά του. Ξέραμε πώς παρόλο πού στόν τόπο μας σάν ἔμπαινε ἦταν σάν νά ἔμπαινε σχεδόν τό καλοκαίρι, σέ τίποτα δέν μποροῦσες νά ἐμπιστευτεῖς τήν Ἄνοιξη. Σάν τήν ἐφηβεία, πού δέν ξέρεις πότε θά σοῦ φέρει δάκρυα καί πότε γέλια.
Ἕνα, λοιπόν, ἀπόγευμα τοῦ Ἀπρίλη, πού ὁ θεῖος Ἀνδρέας μαζί μέ τόν ξάδελφό μου τόν Σωτήρη ξανοίχτηκαν στή θάλασσα γιά ψάρεμα, κανένας δέν τούς ἐμπόδισε κι οὔτε τούς εἶπε παράτολμους ἤ ριψοκίνδυνους, γιατί σάν ξεκίνησαν ἡ θάλασσα ἦταν γυαλί κι ὁ οὐρανός ἀσυννέφιαστος. Κι ἐκεῖ πού κανείς δέν τό περίμενε, ἦρθε τό μπουρίνι. Ἀέρας, βροχή, κύματα βουνό. Ὅλοι πιστέψαμε πώς γρήγορα θά περάσει, ὅπως τόσες καί τόσες φορές. Μά ὅσο νύχτωνε, τόσο λυσσομανοῦσε ὁ ἀέρας καί τά κύματα. Στό πρόσωπο τῆς μάνας μου ὁλοένα καί βάθαιναν οἱ ρυτίδες καί τό σταυροκόπημα γρήγορα μετατράπηκε σέ ἐδαφιαία μετάνοια. Σέ μιά στιγμή γύρισε καί μέ κοίταξε.
-Τί κάθεσαι καί μέ κοιτᾶς, κάνε τήν προσευχή σου νά κοπάσει τό κακό καί νά γυρίσουν ὁ θεῖος σου μέ τόν Σωτήρη, μοῦ εἶπε, δίχως νά σταματήσει τίς ἐδαφιαῖες.
Ξεκίνησα κι ἐγώ νά ἀκουμπῶ τό μέτωπό μου στό ἔδαφος καί νά σηκώνομαι ὄρθια μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς Παναγίας καί δίπλα στή μάνα μου.
-Μάνα, μέ τόν θεῖο τόν Ἀνδρέα τώρα μιλᾶτε; Δέν εἶστε πιά μαλωμένοι;
Ξαφνιάστηκε ἡ μάνα μου μέ τήν ἐρώτησή μου. Τό εἶδα τό ξάφνιασμά της, πού τήν ἔκανε νά μείνει μέ τό μέτωπο στό ἔδαφος, δίχως νά μοῦ ἀπαντήσει.
-Μιλᾶτε; τή ρώτησα αὐτή τή φορά πιό δυνατά.
-Ὄχι, μοῦ ἀπάντησε κι ἄρχισε νά κλαίει.
Ὕστερα ἦρθε ὁ παππούς μέ τόν πατέρα μου καί εἶπαν ὅτι τό δικό μας τό καΐκι δέν εἶναι γιά νά βγεῖ στά ἀνοιχτά γιά βοήθεια, μά οὔτε καί κάποιος ἄλλος χωριανός εἶχε τέτοιο σκάφος πού θά μποροῦσε νά ἀψηφήσει τή φουρτουνιασμένη θάλασσα. Ἔνιωσα πώς ὅλοι εἶχαν ἀποδεχτεῖ τή μοίρα τοῦ θείου Ἀνδρέα καί τοῦ Σωτήρη, κι αὐτό μέ ἀναστάτωσε.
-Καί θά τούς ἀφήσουμε ἀβοήθητους νά χαθοῦν στή θάλασσα; τούς φώναξα μέ τόν αὐθορμητισμό τοῦ παιδιοῦ.
Ὁ παππούς κοκκάλωσε κι ὅλοι ξέσπασαν σέ κλάματα κι ἐγώ ἄνοιξα τήν πόρτα καί βγῆκα τρέχοντας στόν δρόμο. Ἡ πόρτα τοῦ παπα-Τηλέμαχου δέν ἦταν μακριά ἀπό τό σπίτι μας. Χτύπησα δυνατά καί ἐπίμονα. Μοῦ ἄνοιξε ἀπορημένη καί λιγάκι τρομαγμένη ἡ παπαδιά.
-Τόν παππούλη, θέλω τόν παππούλη, εἶπα λαχανιασμένα.
Ὁ παπα-Τηλέμαχος, πού δέν εἶχε πάρει εἴδηση ἀκόμα γιά τό κακό πού μᾶς περίμενε, ἔτρωγε ἀμέριμνος τό λιτό σαρακοστιανό φαγητό του.
-Παππούλη, μᾶς εἶπες στούς πρώτους «Χαιρετισμούς» γιά τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο. Ὅ,τι μᾶς εἶπες ἦταν ἀληθινό;
-Τί ἐννοεῖς, παιδάκι μου; Μά καί βέβαια ὅ,τι σᾶς εἶπα ἦταν ἀληθινό.
-Δηλαδή, στ’ ἀλήθεια ἐκεῖ πού ἦταν γαλήνη, ἡ Παναγιά μας τήν ὥρα πού ἔψαλλαν οἱ πιστοί τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο, σήκωσε φουρτούνα μέσα στό λιμάνι τοῦ Κεράτιου κόλπου καί τά καράβια τῶν Ἀβάρων γκρεμοτσακίστηκαν τό ἕνα πάνω στό ἄλλο;
-Ἀλήθεια εἶναι, παιδί μου, κι ἔτσι λύσανε τήν πολιορκία καί φύγανε καί σώθηκε ἡ Πόλη.
-Καί μπορεῖ, παππούλη, ἡ Παναγιά νά κάνει καί τό ἀντίθετο; Μπορεῖ ἅμα τῆς ψάλουμε τόν Ἀκάθιστο Ὕμνο νά σταματήσει τή θαλασσοταραχή καί νά σώσει τόν θεῖο μου τόν Ἀνδρέα καί τόν ξάδελφό μου τόν Σωτήρη;
Ὁ παπα-Τηλέμαχος ἔμεινε νά μέ κοιτᾶ ξαφνιασμένος, προσπαθώντας νά καταλάβει τί τόν ρωτοῦσα.
-Ὁ θεῖος ὁ Ἀνδρέας μαζί μέ τόν Σωτήρη πῆγαν γιά ψάρεμα καί τούς βρῆκε τό κακό μεσοπέλαγα. Μόνον ἄν κάποιος σταματήσει τή θύελλα, μπορεῖ νά σωθοῦν. Πᾶμε στήν ἐκκλησιά, παππούλη μου, νά κτυπήσουμε τήν καμπάνα, γιά νά μαζευτεῖ τό χωριό νά ψάλουμε στήν Παναγιά μας νά σταματήσει τή φουρτούνα.
Σέ λίγο ὅλο τό χωριό ἔψαλλε τό «Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια...» κι ἐγώ, σάν τό γλαράκι πού ἀκουμπᾶ τά νερά καί πάλι ὑψώνεται, ἀκουμποῦσα τό μέτωπό μου στό κρύο μάρμαρο τῆς ἐκκλησιᾶς καί σηκωνόμουν, δίχως νά βλέ-πω πώς τό ἴδιο ἔκαναν ὅλοι γύρω μου, μικροί καί μεγάλοι.
Σάν βγήκαμε ἀπό τόν ναό, δέν πιστεύαμε στά μάτια μας. Ἀπανεμιά κι ἀστροφεγγιά...
Κάτω ἀπό τόν ἔναστρο οὐρανό ψάλαμε ξανά τό «Τῇ Ὑπερμάχῳ...» καί τρέξαμε στόν μῶλο. Σέ λίγο τό καΐκι τοῦ θείου φάνηκε ἀπό μακριά λουσμένο μέσα στό φεγγάρι. Πρώτη εἶδα τή μάνα μου νά τρέχει καί νά φωνάζει: «Ἀδελφέ μου, καλῶς ὅρισες!». Καί ἐγώ πού τό ἄκουσα, εὐχαρίστησα τήν Παναγιά γιά τό δεύτερό της θαῦμα.
Τήν ἄλλη μέρα, Παρασκευή τῶν τελευταίων «Χαιρετισμῶν», δέν ὑπῆρχε ψυχή πού νά ἔλειπε ἀπό τήν ἐκκλησία καί δέν χρειαζόταν πιά κανένα κήρυγμα, γιά νά τούς πείσει ὅτι ἡ Παναγιά καταποντίζει τούς ἐχθρούς καί σώζει «ἐκ παντοίων κινδύνων» τούς πιστούς. Γιατί ὁ θεῖος Ἀνδρέας μαζί μέ τόν Σωτήρη ἦταν ἐκεῖ, μπροστά στό εἰκόνισμα τῆς Παναγίας. Ἐκεῖ ἤμουν κι ἐγώ, καί κάθε φορά πού τό διηγοῦμαι, εὐγνωμονῶ τόν παπα-Τηλέμαχο πού μοῦ δίδαξε τή δύναμη τῆς πίστεως.
Ἑλένη Βασιλείου
"Ἀπολύτρωσις", Τεῡχος Ἀπριλ., 2024