Μέ τή δύναμη τῆς Ἀναστάσεως

  anastasicΜέ τόν θριαμβευτικό παιάνα πού ψάλλει ἡ Ἐκκλησία μας ἀσταμάτητα δυό χιλιάδες χρόνια τώρα ὅτι ὁ Χριστός εἶναι ὁ «θανάτῳ θάνατον πατήσας», χαιρετίζει τόν ἀρχηγό καί ἱδρυτή της ὡς τήν ἰσχυρότερη δύναμη στόν κόσμο, διότι κατέλυσε τόν διαχρονικά ἰσχυρότερο καί ἀνηλεότερο ἐχθρό τοῦ ἀνθρωπίνου γένους, τόν θάνατο. Ἐκεῖνο πού εἶναι πολύ σημαντικό νά ἀντιληφθοῦμε εἶναι ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν καταθέτει αὐτόν τόν λόγο στόν κόσμο ὡς εὐχή ἤ ὑπόσχεση, ὅπως κάνουν ὅλες οἱ θρησκεῖες, ἀλλά ὡς ὁμολογία ζωντανῆς ἐμπειρίας. Ἡ Ἐκκλησία εἶναι «ὁ ἐπιζῶν μάρτυς τῆς ἀναστάσεως» τοῦ Ἰησοῦ ἀπό τή Ναζαρέτ τῆς Γαλιλαίας. Ἡ ἀνάσταση τοῦ Χριστοῦ δέν εἶναι γιά τήν Ἐκκλησία μία θεωρία περί Θεοῦ ἤ μία φιλοσοφία ζωῆς, ἀλλά μία ζῶσα πραγματικότητα· «ὃ ἀκηκόαμεν, ὃ ἑωράκαμεν τοῖς ὀφθαλμοῖς ἡμῶν, ὃ ἐθεασάμεθα καὶ αἱ χεῖρες ἡμῶν ἐψηλάφησαν» (Α´ Ἰω 1,1).
  Οἱ πολλοί καί ἀνίδεοι περί Ἐκκλησίας θεωροῦν ὅτι λόγῳ τῆς σχέσης αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία διαχειρίζεται τή δύναμή της γιά τό δικό της κοσμικό συμφέρον. Παρασυρόμενοι ἀπό πρόσωπα καί καταστάσεις τῆς στιγμῆς, νομίζουν ὅτι τή χρησιμοποιεῖ κάθε φορά πού διατυπώνει τήν ἄποψή της σέ θέματα τοῦ ἐνδιαφέροντός της, γιά νά αὐξήσει τήν ἐπιρροή της καί νά ἐπιβάλει τό «δικό» της θέλημα στά πράγματα τοῦ κόσμου.
  Μελετώντας ὅμως τήν ἱστορία, παρατηρεῖται τό ἑξῆς παράδοξο: Σέ ὅλες τίς συγκρούσεις της μέ τήν ἀντίθετη κοσμική ἐξουσία οἱασδήποτε μορφῆς, ἡ Ἐκκλησία καταγράφει σχεδόν πάντοτε ἧττες. Καί οἱ περισσότερες ἀπό αὐτές νά εἶναι πο­λύ αἱματηρές! Ὡστόσο, τό φαινόμενο δέν ἀποτελεῖ ἔκπληξη. Ὁ ἴδιος ὁ Κύριος ἐπανειλημμένως προειδοποίησε τούς μαθητές του ὅτι «ἐν τῷ κόσμῳ θλῖψιν ἕξετε» (Ἰω 16,33) καί «ἔσεσθε μισούμενοι ὑπὸ πάντων διὰ τὸ ὄνομά μου» (Μρ 13,13). Καί ὅταν ὁ Πιλᾶτος τόν ρώτησε ἄν εἶναι βασιλιάς, ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι ἄν ἦταν ἐπίγειος βασιλιάς, οἱ ὑπηρέτες του θά ἀγωνίζονταν νά μήν παραδοθεῖ στούς Ἰουδαίους (Ἰω 18,36). Ἐνῶ, ὅταν τόν ἀπείλησε ὅτι ἔχει τήν ἐξουσία νά τόν θανατώσει, ἐκεῖνος τοῦ ἀπάντησε ὅτι δέν ἔχει καμιά ἐξουσία ἐπάνω του, παρά μόνον ἐκείνη πού τοῦ ἔχει παραχωρηθεῖ «ἄνωθεν» (Ἰω 19,11).
  Τά εἴδη δυνάμεων πού ἐνεργοῦν στόν κόσμο εἶναι διάφορα: ἡ δύναμη τῆς ἐπιβολῆς, ἡ δύναμη τῆς ἀλλαγῆς, τῆς ταχύτητας, ἤ τῆς ἀντοχῆς. Σέ ποιό ἀπό αὐτά ἀνήκει ἡ δύναμη τῆς Ἀναστάσεως, πού διαθέτει ἡ Ἐκκλησία;
  Τό ἕνα εἶδος, πού ἀποκάλυψε ὁ ἴδιος ὁ Κύριος στούς μαθητές του, εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀντοχῆς. Ὅταν τούς ἐξηγοῦσε τί εἶναι ἡ Ἐκκλησία, τούς διαβεβαίωσε κατηγορηματικά ὅτι «πύλαι ᾅδου οὐ κατισχύσουσιν αὐτῆς» (Μθ 16,18), δηλαδή καμία ἐγκόσμια ἤ ὑπερκόσμια δύναμη δέν θά εἶναι ποτέ σέ θέση νά νικήσει ὁλοσχερῶς τήν Ἐκκλησία. Ὁ λόγος ἀποδείχθηκε ἀληθινός. Ἡ Ἐκκλησία γεννήθηκε μέσα στήν εἰδωλολατρία. Πέρασε δύσκολες διαδοχικές περιόδους διωγμῶν, ἀπαξίωσης καί περιθωριοποίησης, κατακτήσεις, γενοκτονίες, παιδομαζώματα, ἐξισλαμισμούς, ἐξευτελισμούς, ἀθεϊστικές προπαγάνδες. Κάποιες φορές φάνηκε νά θάβεται καί νά ἐξαφανίζεται ὁλότελα, ὅπως στά πρόσφατα σοβιετικά καθεστῶτα ἤ στήν γείτονα χώρα τοῦ Χότζα. Κάποια ὅμως τσόφλια ἀπό κόκκινα αὐγά, πού σκορπίστηκαν κρυφά, ἔδειξαν ὅτι εἶχαν τελικά τή δύναμη νά συντρίψουν τίς παντοδύναμες ἐκεῖ­νες αὐτοκρατορίες. Στούς ἴδιους τόπους σήμερα ἡ Ἐκκλησία διαμένει καί μεγαλουργεῖ· οἱ διῶκτες της πνίγηκαν στά λύματα τῆς ἱστορίας.
  Ἡ ἱστορία ὅμως ἀνέδειξε καί ἕνα ἄλλο εἶδος δύναμης, στό ὁποῖο ἀνήκει ἡ δύναμη τῆς Ἀναστάσεως. εἶναι ἡ δύναμη τῆς ἀλλαγῆς καί τῆς μεταμόρφωσης. Ἡ ἴδια ἡ ἀνάσταση εἶναι ἀλλαγή τοῦ θνητοῦ σέ ἀθάνατο, τοῦ φθαρτοῦ σέ ἄφθαρτο, τοῦ παροδικοῦ σέ αἰώνιο, τοῦ ὑλικοῦ σέ πνευματικό. Τό εὐαγγέλιο τῆς Ἀναστάσε­ως διαδόθηκε μέ τό σύνθημα τῶν πρώτων χριστιανῶν: «Εἷς πρὸς ἕνα πρὸς Ἰχθῦν». Πῆρε ἕνα-ἕνα τά πρόσωπα καί ἔφτιαξε μία νέα κοινωνία. Μεταμόρφωσε τόν ἀρχαῖο κόσμο, ὁ ὁποῖος βυθιζόταν στά ἀδιέξοδα τῆς ὑλικῆς καί πνευματικῆς εἰδωλολατρί­ας καί διαφθορᾶς, σέ ἕναν νέο κόσμο λάμψης, προόδου, δημιουργίας καί ὀμορφιᾶς, πού φέρει τό ὄνομα Βυζαντινός. Συνεχίζει μέ τήν ἴδια συνέπεια καί ἀποτελεσματικότητα, σταθερά καί ἀταλάντευτα κάτω ἀπό ὅλες τίς συνθῆκες νά ἀλλάζει ἀνθρώπους, νά ἐμφυσᾶ σέ αὐτούς νέα πνοή ζωῆς, νά τούς ἀνασταίνει ἀπό τά μνήματα τῶν ἐπιθυμιῶν καί τῶν παθῶν τους.
  Ἄνθρωποι ἔρχονται καί φεύγουν μέσα στήν ἱστορία, λαοί ἐμφανίζονται καί ἐξαφανίζονται, θρησκεῖες καί ἰδεολογίες γεννιοῦνται καί πεθαίνουν, πνευματικά ρεύματα φυσοῦν καί χάνονται, πολιτικά καθεστῶτα, κοινωνικά σχήματα καί αὐτοκρατορίες ἀνέρχονται καί κατέρχονται. Λάμπουν γιά λίγο καί ἀμέσως μετά ἐξαφα­νί- ζονται μέσα στό σκοτάδι τῆς ἀνυπαρξίας· στήν καλύτερη περίπτωση τῆς μνήμης, στή χειρότερη τῆς λήθης. Ὅλα στό ἀπόγειο τῆς δύναμής τους ζοῦν μέ τήν ψευδαίσθηση ὅτι θά ὑπάρχουν γιά πάντα, ἀλλά γρήγορα διαψεύδονται.
Μόνον ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἐπιβιώνει. Ζεῖ καί θά ζεῖ, σώζει καί θά σώζει. Ἔρχεται ἀπό πολύ μακριά καί πηγαίνει πολύ μακριά μέσα στήν ἱστορία. Διότι ζεῖ καί πορεύεται μέ τή δύναμη τῆς Ἀναστάσεως!

Ἀθανάσιος Γ. Παπαρνάκης

"Ἀπολύτρωσις", Μάιος 2024