Τί γυρεύω ξανά σέ τοῦτο τό ἀκρογιάλι; Ἐδῶ εἶχα κλείσει παλιά ἕναν μεγάλο λογαριασμό μαζί Σου. Τότε πού νόμιζα ὅτι μποροῦμε νά εἴμαστε μόνο ἐγώ καί Σύ καί φτάνει, δέν θέλουμε κανέναν ἄλλον ἀνάμεσά μας σ᾽ αὐτήν τή μεγάλη ἀγάπη. Ἦταν ὅλα τόσο ὡραῖα σέ κείνη τή θάλασσα τῶν ὀνείρων μου, ἀλλά καί τόσο εὔθραυστα καί φευγαλέα, γιατί Σέ ἔχανα τόσο εὔκολα. Μοῦ εἶχες δώσει, λοιπόν, τότε νά καταλάβω ὅτι ἀνάμεσα σέ μᾶς τούς δύο πρέπει νά μπεῖ σάν ἐγγύηση, σάν σφραγίδα ἕνας τρίτος: οἱ πατέρες μου, αὐτοί πού μοῦ γνώρισαν τό ὄνομά Σου, ἔτσι ὥστε κοιτώντας στά μάτια τους νά ξαναβρίσκω γρήγορα τό βλέμμα Σου.
Ἄρχισα νά Σέ ψάχνω ξανά στό ἀκρογιάλι. Εἶχα σχεδόν ἕτοιμη καί τήν ἀπάντηση πού θά ἔδινα στήν ἐρώτησή Σου: «Ναί, Κύριε, προσπάθησα πολύ καί Σύ ξέρεις πόσο πολύ θέλω νά Σέ ἀγαπῶ».
Ὅμως δέν μέ ρώτησες τίποτε. Ἤσουν ὅλος μέσα στό φῶς, ἀλλά ἀκόμη καί μέσα στό τόσο φῶς δέν χάθηκε ὁ τύπος τῶν ἥλων ἐπάνω Σου. «Μείζονα ταύτης ἀγάπην οὐδεὶς ἔχει, ἵνα τὶς τὴν ψυχὴν αὐτοῦ θῇ ὑπὲρ τῶν φίλων αὐτοῦ» (Ἰω 15,13). «Μέ ἀγαπᾶς; Ποίμαινε τά πρόβατά μου. Πήγαινε καί στήριζε τούς ἀδελφούς μου» (βλ. Ἰω 21,16· Λκ 22,32).
Αὐτή τή φορά ἔχει μιά πίκρα γιά μένα τό βλέμμα Σου. Ἀδιόρατη, ἀλλά τήν καταλαβαίνω. Ὁ ἔνοχος πάντα καταλαβαίνει ὅ,τι τόν ἀφορᾶ.
Ἐσύ μέσα στό φῶς τῆς Ἀναστάσεως μοῦ δείχνεις τόν τύπο τῶν ἥλων. Τί ἔχω νά καταθέσω ἐγώ; Πρῶτα-πρῶτα μιά συλλογή: φιλίες, κοινωνικές γνωριμίες καί δημόσιες σχέσεις. Ὕστερα ἕνα συναίσθημα: πικρία. Γιά τήν ἀπάτη, τήν ἀδικία καί τήν ἀγνωμοσύνη εἰς βάρος μου. Πικρία γιά ὅσα ἔδωσα καί γιά ὅσα δέν πῆρα. Γιά ὅσα μοῦ ἄξιζαν καί γιά ὅσα δέν ἄξιζαν στούς ἄλλους. Ἐπίσης μιά στάση: τήν καταφρόνια ἐσώτερη, ἐσώτατη γιά ὅλους τούς ἐλαχίστους πού μέ περιτριγυρίζουν καί τέλος ἕνα μέτρο μέ τό ὁποῖο μετράω: ξεκάθαρα δικανικό. Ἔφταιξαν καί γι᾽ αὐτό τιμωροῦνται. Ὅπου ὑπάρχει εὐθύνη, ὑπάρχουν συνέπειες.
Ἄρχισε νά προχωράει σιωπηλός πρός τήν ἀνθρακιά. Τά εἶχε καί πάλι ὅλα ἕτοιμα γιά νά φάω. Ξανακοίτταξα τά χέρια Του.
Δέν ξέρω, ἀλλά αὐτή ἡ συνάντηση μαζί Του δέν μοῦ θύμισε ἐκείνη τήν πρώτη εὐδαιμονία τῆς Τιβεριάδος. Πουθενά δέν ἀκούω τά ἥσυχα νερά. Ὅλη ἡ ἀτμόσφαιρα μεταξύ μας, ὁ ἴδιος ὁ ἀγέρας σάν νά ἔφερνε ἤχους καί σκόνη ἀπό κεῖνο τό κυνηγητό στή Δαμασκό. Προσπάθησα νά ξεχωρίσω τόν ἀντίλαλο. Ἔλεγε κάτι σάν «Γιατί μέ διώκεις;»... «στό πρόσωπο τῶν ἀδελφῶν μου... ἐγώ καί οἱ ἀδελφοί μου εἴμαστε ἕνα».
Καί μεῖς -καί ἐξαιτίας μας καί ὁ κόσμος- μένουμε ἀκόμα στή σκιά τοῦ θανάτου, γιατί δέν ἀγαποῦμε. Τή μεγαλύτερη μαρτυρία τῆς Ἀναστάσεως μᾶς τή φανέρωσε ὁ ἐπιστήθιος μαθητής του: «Ἡμεῖς οἴδαμεν ὅτι μεταβεβήκαμεν ἐκ τοῦ θανάτου εἰς τὴν ζωήν ὅτι ἀγαπῶμεν τοὺς ἀδελφούς» (Α´ Ἰω 3,14).
Τότε θά ἀκούσουμε ξανά τά νερά τῆς Τιβεριάδος νά σπᾶνε ἁπαλά στό ἀκρογιάλι τῶν ὀνείρων μας.
Ζ.Γ.
"Ἀπολύτρωσις", Μάϊος 2024