Ὁ μοναδικός ἐπιζῶν

 zafeiriou Σάν βρεθεῖς στή Λευκωσία τῆς Κύ­πρου, ἀξίζει νά ἐπισκεφθεῖς ἕναν τό­πο θυσίας, τόν τύμβο τῆς Μακεδο­νίτισσας ἤ τό στρα­­­τιωτικό κοι­μητήριο Μακεδονί­τισσας.

  Μπροστά σου θωρεῖς ἕνα μνη­μεῖο μέ ἀπέραντους τάφους-κε­νοτάφια καί μέ σταυρούς, πού πάνω τους εἶναι γραμ­μένα ὀνόματα ἑλ­λαδιτῶν καί ἑλ­λη­νοκυπρίων ἀξιω­ματικῶν καί στρα­τι­ω­τῶν, πού ἔπε­σαν ἡρωικά κατά τήν τουρ­κική εἰσ­βολή στή μεγαλό­νη­σο τό 1974.

  Στό ἱερό αὐτό προσκύνημα συ­ντρί­­φτηκε, 22 Ἰουλίου 1974, ἀπό φί­λια πυ­ρά τό μεταγωγικό ἀεροσκά­φος Noratlas 4. Πρόκειται γιά τήν ἐπιχεί­ρη­ση αὐτο­κτονίας «Νίκη», πού μετέφερε τήν Α´ Μοίρα Καταδρο­μῶν τῶν Ἑλ­ληνικῶν Ἐ­νό­πλων Δυ­νάμεων. Δεκαπέντε εὐέλικτα ἀερο­­πλάνα πετοῦν, γιά νά ὑπερα­σπι­στοῦν τήν πο­λύπαθη Κύπρο ἀπό τίς θηριωδίες τοῦ «Ἀττίλα».

  Ἡ Ἀθήνα στέλνει σῆμα στήν κυπρι­ακή ἐ­θνοφρουρά ὅτι καταφθάνουν «τά πορτο­κά­λια». Εἶναι ἡ κωδική ὀνομασία τῶν ἑλλη­νικῶν ἀεροπλάνων μέ τούς κα­ταδρομεῖς. Δυ­στυ­χῶς, ἡ διοίκηση τῆς κυπριακῆς ἐθνο­φρουρᾶς δέν ἔλαβε τέ­τοιο σῆμα. Γι’ αὐτό, μόλις βλέ­πουν ἀε­ροπλάνα μές στή νύχτα οἱ κύπριοι πυ­ρο­βολητές, τά χτυποῦν, πιστεύ­οντας πώς εἶναι τουρκικά.

  Τό ἑλληνικό ἀεροπλάνο «Νίκη 4» καταρ­ρίπτεται κατά λάθος πάνω ἀπό τή Λευκωσία ἀπό κυπριακό ἀντιαερο­πορι­κό. Παίρνει φωτιά καί οἱ τριαντατρεῖς καταδρομεῖς του καίγονται ζωντανοί. Ἕνας μόνο παλεύει ἀκόμη νά ζή­σει. Τήν ὥρα πού ἡ πύρινη λαίλαπα ἔχει τυλί­ξει τόν εἰκοσά­χρονο κομάντος Θανάση Ζα­φει­- ρίου, αὐτός, προτοῦ τό ἀεροπλάνο συντριβεῖ, ἀνοίγει τήν πόρτα καί κάνει ἅλμα στό κενό ἀπό ὕψος 75 μέτρων. Ὕστερα τό ἀεροπλάνο ἀνατινάσσεται καί χάνουν τή ζωή τους 4 ἀεροπόροι καί 29 καταδρομεῖς.

  «Οἱ χειριστές ἦταν νεκροί καί τό ἀε­ρο­πλά­νο ἀκυβέρνητο δεχόταν πυρά. Εἶ­χαν πάρει φωτιά τά κασόνια μέ τίς χειροβομ­βίδες δίπλα μου καί ἔνιωθα νά καίγομαι. Κοίταξα γιά ἀλε­ξίπτωτο, ἀλλά δέν βρῆκα πουθενά. Ἄνοι­ξα τήν πόρτα τοῦἀεροσκά­φους καί πήδηξα στό κενό. Θυμᾶμαι τό κενό τοῦ ἀέρος. Ἔπε­φτα σάν μολύβι στό χῶμα. Πήδηξα ἀπό τόν θά­να­το στή ζωή. Οἱ γονεῖς μου ἔκαναν τήν κηδεία μου καί τά ἐννιάμερα, ἐνῶἤμουν ζω­ντανός. Ἀπό τό σόκ ὁ πατέρας μου ὑπέστη καρδιακή προσβολή καί μερικούς μῆνες μετά πέθανε», διηγεῖται ὁ Ζαφειρίου, ὁ μοναδικός ἐπιζῶν ἀπό τή μοιραία πτήση τοῦ «Νίκη 4».

  Μετά ἀπό εἰκοσιτέσσερις ὧρες μέσα στά αἵματα καί σέ φρικτούς πόνους τόν ἐντοπίζει ἕνας κύπριος ἔφεδρος τῆς 185ης Μοί­ρας Πυροβολικοῦ καί καλεῖ τό ἀσ­θε­νο­φό­ρο. Σέ συνέντευξή του ἀ­ναφέρει: «Μᾶς ἄνα­βαν τούς προβολεῖς, γιά νά μᾶς ποῦν πώς εἶναι ἑλληνικά, νά μήν χτυπᾶ­με. Μᾶς εἶπαν μέ τηλεβόα πώς εἶναι ἑλ­λη­νικά. Τότε παγώσαμε, σταμα­τήσαμε καί τρέ­ξα­με μήπως ἔχει ζωντα­νούς. Βρῆκα τόν Ζα­φειρίου, μέ ἔπιασε ἀπό τό χέρι καί μοῦ εἶπε "λίγο νερό, ρέ πατρίδα"».

  Κι ἀρχίζει ἡ ὀδύσσειά του. «Γιά ἑφτά μῆνες δέν εἶχα τίς αἰσθήσεις μου καί δέν θυμᾶμαι παρά ἐλάχιστα ἀπό τή νοση­λεία μου στό Στρατιωτικό Νοσοκομεῖο 401. Τότε εἶχαν πεῖ οἱ γιατροί πώς ἔ­πρεπε νά μοῦ κόψουν τό πόδι. Δέν τούς ἄφησα. Σήμερα στέκομαι ὄρθιος, ἄν καί κουτσαί­νω λίγο, καθώς περπατῶ», ἐξι­στορεῖὁἴ­διος. Νοσηλεύτηκε μέ σοβαρά προ­βλήματα ὑγείας καί στό 424 Στρα­τιωτικό Νο­σοκομεῖο Θεσσαλονίκης.

  Ὄχι μόνο σώθηκε ἀπό θαῦμα, ἀλλά ἐκεῖ στόν τύμβο τῆς Μακεδονίτισσας, στό μνημεῖο πεσόντων, ἀφήνει πάντα λί­γα λουλούδια στούς ἀγαπημένους του κο­μάντος.

  Σέ μιά ἀπό τίς ἐπισκέψεις του στόν τόπο αὐτό τῆς θυσίας ζεῖ μιά συγ­κλο­νι­στική ἐμπειρία. Προγραμματίζει συνά­ντηση μέ τόν κύπριο στρατιώτη τότε Γ. Βασιλείου, πού κατέρριψε ἄθελά του τό ἀεροπλάνο τους. Τόν ἀσπάζεται καί τοῦἀπευθύνει λόγια ἀνεξικακίας: «Ἀδελφέ, ἐμᾶς μᾶς ἑνώνει κάτι. Πέρασαν 28 χρό­νια. Δέν σοῦ κρατάω καθόλου κακία. Αὐ­τοί οἱ Τοῦρκοι φταίγανε γιά τήν κα­τάντια ὅλη. Καί τέλος - τέλος κάποιοι ἄν­θρωποι φταίγανε καί στήν Κύπρο καί στήν Ἑλ­λάδα πού δέν πλήρωσαν. Πλη­ρώνεις ἐσύ, πληρώνω κι ἐγώ».

  Ὁ κύπριος πατέρας θλιμμένος τοῦἐκμυστηρεύεται τόν βαθύ πόνο του: «Νιώ­θω ἕνας προδομένος πολεμιστής τή νύχτα τῆς 21ης πρός τήν 22α Ἰουλίου. Αὐ­τά εἶναι τά συναισθήματά μου».

  Μέ ἠρεμία ὁ Ζαφειρίου συνεχίζει: «Δέν φταῖς, φίλε μου καλέ, καθόλου ἐ­σύ. Ἄλλοι φταίγανε. Ἐσύ εἶσαι περή­φανος πολεμιστής. Καλά ἔκανες, σέ διέ­­ταξαν. Ἐγώ σέ ἀγαπῶ καί δέν θέλω νά νιώσεις καθόλου τύψεις ἀπό τόν φίλο σου τόν Θανάση. Ἐσύ ἔκανες ἁπλῶς τό δικό σου καθῆκον».

  Στρέφεται μετά στά τρία δακρύ­βρε­χτα παιδιά τοῦ Κύπριου καί τούς τονίζει: «Νά εἴσαστε περήφανοι γιά τόν πατέρα σας. Ἔκανε τό καθῆκον του».

  Ἀλλά ποιός εἶναι ἄραγε ἐκεῖνος πού τόν βρῆκε σέ ἐλεεινή κατάσταση μετά τήν ἄγρια πτώση του ἀπό τό ἀεροπλάνο καί τοῦ παρεῖχε τίς πρῶτες φροντίδες; Χρόνια τόν βασάνιζε ὁ καημός νά γνω­ρί­σει τόν εὐεργέτη του. Σαράντα χρόνια τόν ψάχνει. Μετά ἀπό ἐπίμονες προ­σπάθειες βρίσκει ἐπιτέλους τόν ἔφεδρο τότε Γιῶργο Παστοῦ, πού ἐκτελοῦσε χρέη ἀνθυ­πο­λοχαγοῦ στή διάρκεια τῆς εἰσβολῆς καί εἶχε δώσει διαταγή νά ρίξουν τό ἀερο­πλάνο. Ἀνταμώνει ἡ εὐγνω­μοσύνη μέ τήν εὐεργεσία! Ἀγκα­λιάζο­νται, κλαῖνε. «Σήμερα δέν κλαῖμε, γε­λᾶμε. Οἱ κομά­ντος δέν κλαῖνε. Σήμερα γελᾶμε. Εἶ­μαι πανευτυχισμένος. Δόξα τῷ Θεῷ! Κι ἐ­σύ νά χαίρεσαι ὅλη τήν οἰ­κογένειά σου κι ὅλος ὁ κόσμος», τοῦ λέει ξέχειλος ἀπό χαρά ὁ Ζαφειρίου.

  Κι ὁἀμνησίκακος αὐτός πατριώτης ἀναχωρεῖ γιά τήν αἰωνιότητα στίς 2-9-2016.

Τ  ό παράπονο τῆς ζωῆς του εἶναι γραμ­μένο στή μαρμάρινη πλάκα τοῦ τά­φου του, στό Φίλυρο Θεσσαλονίκης:

«Δέν φοβήθηκα τόν θάνατο.

Λυπᾶμαι μόνο πού δέν πρόλαβα

νά δῶ τήν Κύπρο ἐλεύθερη».

Ἑλληνίς

"Ἀπολύτρωσις"

Τεῡχος Ἰουνίου-Ἰουλίου 2024