50 χρόνια θύμηση

  ampeliaΟἱ νοσταλγικές θύμησες σταματοῦν ἐκεῖ πού ἀρχίζει ὁ ἐφιάλτης... Ὅ,τι γλυ­κό μᾶς πονάει, ἄλλοτε ὑποκύπτουμε στή γλύκα του κι ἄλλοτε τό ἀποδιώχνουμε ἀρνούμενοι τή θύμησή του. Μά ἡ ἄρ­νη­ση αὐτή πονάει πιό πολύ ἀπό ὅποια ὀδυνηρή θύμηση.
  Ὁ Γιωρκής εἶχε παιδικά ψυχικά τραύ­ματα, ὄχι γιατί τόν μάλωναν οἱ γονεῖς του ἤ γιατί τόν ἔδειρε κάποιες φορές ὁ δάσκαλός του. Ὁ Γιωρκής εἶχε παιδικά ψυχικά τραύματα, γιατί εἶδε τόν θάνατο μέ τά μάτια του, εἶδε τό αἷμα νά ρέει ποτάμι στούς δρόμους ὅπου ἔπαιζε ἀνέμελο ἑ­φτάχρονο παιδί. Τόν ἔζησε πές τόν θάνα­το, ἀφοῦ τόν φό­βο του τόν βίωσε.
  Πῶς τό θυμᾶται ἐκεῖνο τό πανηγύρι τοῦ προφήτη Ἠλία! Κανείς δέν μποροῦ­σε νά τούς συμμαζέψει ἀπό τό κρυφτό καί τό κυνηγητό ἀνάμεσα στά πεῦκα τοῦ ξωκ­κλησιοῦ πού πανηγύριζε. Ὅλο τό χω­ριό ἦταν στόν Ἑσπερινό καί ὁ παπα-Τηλέμαχος τούς παίνεψε, πού ἄφησαν τό ἁλώνισμα στήν καλύτερη ὥρα μέ τή δροσιά καί πήγανε στόν Ἑσπερινό. Ὅλα τά θυμᾶται ὁ Γιωρκής. Θυμᾶται τόν πατέρα του, πού ἦρθε νωρίς ἀπό τό ἁλώνι καί λούστηκε καί φόρεσε τά καλά του γιά τό πανηγύρι. Θυμᾶται πού στόν γυρισμό τοῦ ἀγόρασε ἕνα μεγάλο νεροπί­στο­λο, γιά νά παίξει τήν ἄλλη μέρα νερο­­πόλεμο μέ τούς φίλους του. Θυμᾶται ὅτι τά κατάφεραν νά τούς μαζέψουν ἀπό τό παιχνίδι μέ τήν ὑπόσχεση ὅτι κι αὔριο μέρα εἶναι καί θά ἀνέβαιναν ξανά στόν Ἁη-Λιά γιά τή Λειτουργία.
  Κι ἀπό δῶ κι ὕστερα ἄρχισε ὁ ἐφιάλτης, πού ὁ Γιωρκής πενήντα ὁλόκληρα χρόνια θέλει νά ξεχάσει μά δέν μπορεῖ. Τόν ἀ­γουρο­ξύ­πνησαν τό πρωί κι εἶδε τά μάτια τῆς μάνας του κλαμένα καί τρομαγμένα. Εἶδε ὅλους τούς μεγάλους ἀνάστατους καί τούς μικρούς ἀπορημένους.
  -Οἱ Τοῦρκοι, πρόλαβε καί τοῦ εἶπε ἡ μεγάλη του ἀδελφή, οἱ Τοῦρκοι μᾶς βομβαρδίζουν!
  -Σήκω, γιέ μου, νά πᾶμε νά κρυ­φτοῦ­με κάτω ἀπό τίς πορτοκαλιές, τοῦ εἶπε τρυφερά ἡ μάνα του, γιά νά μήν τόν τρομάξει περισσότερο. Κι ἐκεῖ κάτω ἀπό τά δέντρα ἔτρεξε ὅλο τό χωριό. Ὄχι δέν θέλει ὁ Γιωρκής νά θυμᾶται τά βουητά ἀπό τά ἀεροπλάνα καί τούς κρότους πού ἔβγαιναν ἀπό τίς βόμβες πού ἔσκαγαν λίγο πιό πέρα ἀπό αὐτούς. Δέν θέ­λει, μά οἱ ἦχοι αὐτοί βουίζουν πενήντα ὁλό­κληρα χρόνια μέσα του.
  Ὕστερα θυμᾶται πού τούς μάζεψαν στήν αὐλή τοῦ δασκάλου τους κάτω ἀπό τήν κληματαριά μέ τά βέρικα σταφύλια. Ὁ Γιωρκής, κρυμμένος μέσα στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας του, κλαίει ἀπαρηγόρητος.
  -Μήν κλαῖς, τοῦ ψιθύρισε ἐκείνη φιλώντας τον στό κεφάλι. Θά νομίσουν οἱ Τοῦρκοι ὅτι τούς φοβόμαστε!
  Σήκωσε τά μάτια ὁ Γιωρκής καί κοίταξε τούς στρατιῶτες πού εἶχαν γυρισμένα τά ὅπλα ἐπάνω τους. Φοβήθηκε, μά δέν ξανακρύφτηκε στήν ἀγκαλιά τῆς μάνας του κι οὔτε ἔ­κλαψε ἄλλο.
  -Ἐπειδή ἐμεῖς εἴμαστε δίκαιοι ἄν­θρω­ποι, εἶπε ἕνας Τουρκοκύπριος μέ πιστόλι στό χέρι, θά σᾶς δικάσουμε πρῶ­τα. Λοιπόν; Τί εἶστε Τοῦρκοι ἤ Ἕλληνες;
  -Ἕλληνες! ἀκούστηκε μέ μία φωνή ἡ ἀπάντηση ὁλονῶν.
  -Τέλος ἡ δίκη, θά πεθάνετε ὅλοι, ἀπό τόν μικρότερο ὥς τόν μεγαλύτερο!
  Θυμᾶται τόν δάσκαλό του τόν κύριο Τεῦκρο ὁ Γιωρκής, πού σηκώθηκε ὄρ­θι­ος, ἀψηφώντας τήν κάννη πού ἦταν στραμμένη ἐπάνω του.
  -Ἀδέλφια μου, μή φοβάστε! Ἄς πα­ρα­καλέσουμε τόν Θεό νά μᾶς συγχωρέσει καί νά μᾶς δεχτεῖ κοντά Του κι ἄς συγχω­ρεθοῦμε καί μεταξύ μας.
  Ὁ τοῦρκος ἀξιωματικός πού μπῆκε ἐκείνη τή στιγμή κοίταξε ἄγρια τόν δάσκαλο.
  -Εἶναι ὁ δάσκαλος τοῦ χωριοῦ, ἐξήγη­σε μέ δουλοπρέπεια ὁ Τουρκοκύπρι­ος.
  Τόν ἔσπρωξε μέ τό ὅπλο του νά καθίσει κάτω ὁ ἀξιωματικός καί ἄρχισε νά γελᾶ κοροϊδευτικά, σάν ἄκουσε τά κλάματα τῶν παιδιῶν καί τό μοιρολόι τῶν μανάδων.   Τοῦ ἦρθε ἄγρια διάθεση νά παρατείνει τήν ἀγωνία τους.
  -Κόψε μου ἕνα τσαμπί σταφύλι, διέταξε τόν Τουρκοκύπριο ὁ τοῦρκος ἀξιω­μα­τικός κι ἐκεῖνος τοῦ τό πρόσφερε μέ χαρά. Κοίταζε μιά τούς μελλοθάνατους καί μιά τό τσαμπί.
  -Ἄλλος πότισε κι ἄλλος θά τά φάει, εἶπε κι ἔφερε τό σταφύλι κοντά στό στόμα του.
  -Μή, γιέ μου! Μήν τό φᾶς! Ἡ φωνή τοῦ δασκάλου, γεμάτη ἀγωνία καί ἀποφασιστικότητα, ἔκανε τόν ἀξιωματικό νά τόν κοιτάξει ἀγριεμένος ἀλλά καί ἔκ­πληκτος.
  -Πῶς τολμᾶς; ρώτησε καί τά μάτια του βγάζανε σπίθες.
  - Αὐτό τό σπίτι εἶναι δικό μου, κι αὐ­τή ἡ αὐλή εἶναι δική μου, κι αὐτή τήν κληματαριά τή φύτεψε ὁ πατέρας μου. Χθές τό ἀπόγευμα τή ράντισα μέ δυνατό δηλητήριο. Ἄν φᾶς, αὔριο δέν θά ζεῖς οὔτε ἐσύ! εἶπε ὁ δάσκαλος κι ὁ τοῦρκος ἀξιωματικός αὐθόρμητα πέταξε τό τσαμπί πού κρατοῦσε στό χέρι του.
  - Καί γιατί δέν μέ ἄφησες νά τό φάω, γιατί δέν ἐκδικήθηκες τόν θάνατό σας μέ τόν δικό μου θάνατο; ρώτησε ἔχοντάς τα χαμένα ὁ ἀξιωματικός.
  Σηκώθηκε σάν παλληκάρι ὁ δάσκαλος καί πῆγε κοντά του καί τόν κοίταξε ἴσα στά μάτια.
  -Ἄ, γιέ μου, ἐμεῖς εἴμαστε χριστιανοί! Σέ λίγο θά βρεθῶ μπροστά στόν Κριτή μου. Πῶς θά σταθῶ ἐκεῖ, κουβαλώντας πάνω μου τόν θάνατο ἑνός ἀνθρώπου ἐξαιτίας μου;
  Τόν κοίταξε μέ θαυμασμό ὁ Τοῦρκος κι ἔκανε μερικά βήματα πάνω-κάτω, γιά νά κρύψει τή συγκίνησή του.
  -Ἄν ἔβρισκα ἕναν τέτοιο Τοῦρκο, θά ἔδινα καί τή ζωή μου ἀκόμα, εἶπε ἀπευθυνόμενος στούς στρατιῶτες του. Μα­ζέ­ψτε τά ὅπλα κι ἀφῆστε τους ἐλεύ­θερους.
  Αὐτή ἡ θύμηση πῶς εἶναι δυνατόν νά σβήσει ποτέ ἀπό τή μνήμη καί τήν καρδιά τοῦ Γιωρκῆ, πού ἐδῶ καί τριάντα σχεδόν χρόνια, σάν κύριος Γιῶργος πιά, προσπαθεῖ νά φυτέψει στήν καρδιά τῶν μικρῶν μαθητῶν του τά ἰδανικά πού δέν πρόλαβε στό σχολεῖο νά τοῦ διδάξει ὁ δικός του ὁ δάσκαλος, μά πού σέ μιά καί μόνο στιγμή, πού μέτρησε στά παιδικά του μάτια αἰ­ω­νιότητα, τοῦ τά δίδαξε μιά γιά πάντα! Δέν τό ξεχνᾶ ὁ μικρός Γιωρκής, οὔτε πενήντα μά οὔτε κι ἑκατό χρόνια νά περάσουν. Θά θυμᾶται πάντα μέ εὐγνωμοσύνη τόν κύριο Τεῦκρο, πού καί τή ζωή του γλύτωσε μά καί πού τήν πορεία αὐτῆς τῆς ζωῆς τοῦ χάραξε.
Νά, γιατί εἶναι ἀδύνατο νά ἀρνηθεῖ αὐ­τή τή θύμηση πού ὅσο καί νά πονάει ἄλλο τόσο τόν γλυκαίνει…

Ἑλένη Βασιλείου

"Ἀπολύτρωσις"

Τεῡχος Ἰουνίου-'Ιουλίου 2024