Φοιτητής τῆς Φιλοσοφικῆς ὁ Θανάσης, εἶχε δρασκελίσει ἤδη τό τρίτο ἔτος. Χρόνο ἐλεύθερο δέν εἶχε γιά νά ζήσει «φοιτητική ζωή», γιατί οἱ φτωχοί γονεῖς του δέν μποροῦσαν νά τόν στηρίξουν οἰκονομικά στίς σπουδές του. Γι᾽ αὐτό τά ἀπογεύματα δούλευε σέ ἕνα φαρμακεῖο καί τά Σαββατοκύριακα ἔπαιρνε ρόλο σερβιτόρου στό ἑστιατόριο τοῦ θείου του.
Ἐκείνη τήν Κυριακή τῆς Σαρακοστῆς μιά ὁμάδα ἀπό Θεσσαλονίκη εἶχε κανονίσει νά γευματίσει στό ἑστιατόριο τοῦ θείου. Τοῦ ἔκανε ἐντύπωση τοῦ Θανάση πού ὅλες οἱ παραγγελίες ἦταν νηστήσιμες καί μία ἀδιόρατη περιέργεια τόν κυρίευσε νά γνωρίσει καί νά ἐξυπηρετήσει αὐτό τό γκρούπ.
«Αὐτές θά εἶναι», σκέφτηκε σάν μᾶς εἶδε, ἕνα σύνολο νεαρῶν κυριῶν νά παίρνουμε θέση στά τραπέζια. «Μοιάζουν μέ τήν Κατηχήτρια πού εἶχα μαθητής στό Δημοτικό».
Σηκωθήκαμε ὅλες μαζί γιά νά κάνουμε τήν προσευχή στό τραπέζι καί ἕνας περαστικός ἱερέας εὐλόγησε τό φαγητό.
-Πάτερ, τήν εὐχή σας! τοῦ ἀπευθύνθηκε ἡ ὑπεύθυνη. Σᾶς εὐχαριστοῦμε πού εὐλογήσατε τό γεῦμα. Μά πῶς βρεθήκατε σήμερα ἐδῶ κοντά μας;
-Εἶμαι καθηγητής τοῦ Κολλεγίου Ἀθηνῶν καί συνοδεύω τήν ἐκδρομή τῶν μαθητῶν. Σᾶς εἶδα κι ἔνιωσα μιά συγγένεια! «Βρῆκα χριστιανούς», συλλογίστηκα. Ἦρθα κάτι νά πάρω... Εἶναι δύσκολη ἡ ἐποχή μας, μά ὅταν συναντιόμαστε, νιώθουμε τήν ἀνάγκη νά ἐπικοινωνήσουμε, νά ἀλληλοστηριχτοῦμε. Ἐσεῖς πῶς ἐργάζεστε στά σχολεῖα;... Νά μέ ἔχετε στήν προσευχή σας!
Τά πιάτα σιγά-σιγά ἄρχισαν νά ἀδειάζουν καί μία μελωδική κιθάρα ξεκίνησε τραγούδι κατασκηνωτικό: «Τό γαλανό, τό καθαρό ἔβαλα στόχο μυστικό...». Μέ ἔκπληξη ὅλες παρατηρήσαμε τόν Θανάση νά σιγοτραγουδᾶ μαζεύοντας τά πιάτα.
-Εἶμαι κι ἐγώ κατασκηνωτής καί ὁμαδάρχης στίς κατασκηνώσεις τοῦ Ἁγίου Λαυρεντίου Βόλου!
-Ποιό τραγούδι θέλεις νά σοῦ ἀφιερώσουμε;
-«Ὥρα πολέμου...», ἀπάντησε μέ ἐνθουσιασμό καί γλυκές ἀναμνήσεις κυριάρχησαν στή σκέψη του... Σάν νά μεταφέρθηκε στήν τραπεζαρία τῆς δικῆς του κατασκήνωσης…
Μά πρίν προλάβει νά τελειώσει τό τραγούδι, ξεπρόβαλε ὁ Δημήτρης! Μαθητής στή Β´ Λυκείου αὐτός, σέ Λύκειο τῆς πρωτεύουσας, ἦρθε τριήμερη ἐκδρομή μέ τό σχολεῖο του στόν Βόλο. Νά ᾽ταν τυχαῖο; Ἐκείνη τή στιγμή ἄνοιξε ἡ πόρτα τοῦ λεωφορείου καί τούς ἄφησαν γιά λίγο ἐλεύθερους νά περπατήσουν στήν παραλία. Μά ὁ ἀγέρας ἀκούμπησε γνώριμους ἤχους στά αὐτιά του. «Αὐτά τά τραγούδια εἶναι δικά μου», φώναξε στόν φίλο του καί ἔβαλε φτερά στά πόδια, γιά νά φτάσει στήν πηγή πού τοῦ ἄλλαξε τή διάθεση! Τό πρόσωπό του ἔλαμπε! Μέ συστολή, μά καί μέ ἔκδηλη εὐφροσύνη ξεφώνισε:
-Μά τί ἦταν αὐτό; Ποῦ βρίσκομαι; Μοῦ θυμίσατε ὑπέροχες στιγμές ἀπό τό κατηχητικό τῆς Εὐαγγελίστριας καί ἀπό τήν κατασκήνωση!
-«Τί κι ἄν οἱ ἄλλοι εἶναι πολλοί κι ἐμεῖς εἴμαστε λίγοι; Ὅλος ὁ κόσμος ἄς γελᾶ, ἄς κοροϊδεύει, ἄς ὑβρίζει. Εἶναι ὁ Χριστός μου δίπλα μου καί μέ στηρίζει!» καί «Ξεκινᾶμε γοργοί στίς ἐπάλξεις τῆς πίστης…».
-Σᾶς εὐχαριστῶ πάρα πολύ! Δέν μπορεῖτε νά φανταστεῖτε πόσο χάρηκα!
-Εἶδες, Δημήτρη, τόν ἐνθάρρυνε ἡ ὑπεύθυνή μας, δέν εἴμαστε μόνοι. Μή φοβᾶσαι ὅ,τι καί νά συναντήσεις στή ζωή σου! Νά θυμᾶσαι πώς κι ἄλλα παιδιά ἀγωνίζονται γιά τόν Χριστό. Νά τήν κρατήσεις τήν πίστη!
-Θά προσπαθήσω μέ τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ νά τήν κρατήσω!
Μά τό κατασκηνωτικό ἀντάμωμα δέν τελείωσε ἐδῶ. Ἕνα πλοῖο ἀπό τή Σκιάθο προσορμίστηκε στό λιμάνι. Ἀνάμεσα στούς πολλούς ἄγνωστους μεταξύ τους ἐπιβάτες, κατέβαινε κι ὁ Χρῆστος μέ τή βαλίτσα του. Τό πατρικό του ἦταν σέ ἕνα χωριό τοῦ Βόλου, ἀλλά πήγαινε γιά δουλειά τά Σαββατοκύριακα στό νησί. Ἦταν ἕτοιμος νά καλέσει τόν πατέρα του στό κινητό, νά τοῦ πεῖ ὅτι ἔφτασε, μά… τά βήματά του τόν ὁδήγησαν ἀσυναίσθητα στό ἑστιατόριο πού λεγόταν «Παραγάδι». Ὄχι γιά νά φάει, ἀλλά γιά νά ἀκούσει… Ἕνα χαμόγελο νοσταλγικό ζωγραφίστηκε στό νεανικό πρόσωπό του.
-Ἴδια τραγούδια ἔχουμε κι ἐμεῖς! Ἐσεῖς ἀπό ποῦ εἶστε;
-Ἀπό τή «Χριστιανική Ἐλπίδα» ἀπό τή Θεσσαλονίκη!
-Ἐγώ πάω κατηχητικό ἀπό πέντε χρονῶν καί εἶμαι κατασκηνωτής καί πλέον ὁμαδάρχης στίς κατασκηνώσεις τῆς Γ.Ε.Χ.Α. Βόλου.
-Θά ἀφιερώσουμε, λοιπόν, καί σέ σένα κάτι: «Ὅταν τ’ ἀδέλφια μου γελοῦν κι εἶναι κοντά μου ὅλα κι εἶναι ὁ Χριστός μές στήν καρδιά, τότε τά ἔχω ὅλα». Ποιό τραγούδι σοῦ ἀρέσει;
-«Ἕνα ποτάμι...».
-«…ἕνα τραπέζι, μία ἡ χαρά κι ὅλοι ἀδέλφια στή θεία ἀγκαλιά».
Ὁ ἥλιος πῆρε νά δύει κι ἐμεῖς πήραμε τόν δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς. Ἀποχαιρετώντας τόν ὄμορφο Βόλο δέν ξέρω τί περισσότερο χαράχτηκε μέσα μας: ἡ ὀμορφιά τοῦ τοπίου, τά εὐλαβικά προσκυνήματα ἤ τό συναπάντημα τόσων νέων παιδιῶν πού ἀγωνίζονται;
Στό παραγάδι σου, Χριστέ μου, μᾶς συνάντησες ὅλους τούς δικούς Σου. Μέσα στοῦ κόσμου τήν τρικυμισμένη θάλασσα μᾶς χάρισες τή γαλήνη τῆς κοινωνίας μαζί Σου καί μέ τούς ἀδελφούς. Ἐσύ πού ὅλα τά παρακολουθεῖς καί τά κρατᾶς στά χέρια Σου χάρισες στόν καθένα ὅ,τι χρειαζόταν: στόν πατέρα Φίλιππο στηριγμό, στόν Θανάση ξεκούραση, στόν Δημήτρη χαρά, στόν Χρῆστο ἐνίσχυση, σέ μᾶς ἐλπίδα, σέ ὅλους τή γλυκιά παρουσία Σου! Σέ εὐχαριστοῦμε!
Ἀντωνίνα
"Ἀπούτρωσις"
Τεῡχος Ἰουνίου-Ἰουλίου 2024