"Ὥσπερ κριός ἐπίσημος"
Ὅταν ὁ Πολύκαρπος ἔμπαινε στό στάδιο, ἀκούσθηκε φωνή ἀπό τόν οὐρανό· «Ἴσχυε, Πολύκαρπε, καί ἀνδρίζου». Κανείς δέν εἶδε ἐκεῖνον πού μίλησε, ἀλλά τή φωνή τήν ἄκουσαν ὅσοι ἀπό τούς δικούς μας ἦταν ἐκεῖ... Ὅταν τόν ἔφεραν μπροστά στόν ἀνθύπατο, ἐκεῖνος τόν ρωτοῦσε ἄν αὐτός εἶναι ὁ Πολύκαρπος. Κι ὅταν τό ὁμολόγησε, προσπαθοῦσε νά τόν πείσει νά ἀρνηθεῖ τήν πίστη του, λέγοντας: «Σεβάσου τήν ἡλικία σου», κι ἄλλα παρόμοια, πού συνηθίζουν αὐτοί νά λένε. «Ὁρκίσου στήν τύχη τοῦ καίσαρα, ἄλλαξε μυαλά, πές νά χαθοῦν οἱ ἄθεοι».
Ὁ Πολύκαρπος τότε μέ σοβαρό πρόσωπο κύτταξε σέ ὅλο τόν ὄχλο τῶν ἀνόμων εἰδωλολατρῶν πού ἦταν στό στάδιο καί κινώντας πρός αὐτούς τό χέρι ἀναστέναξε, στράφηκε στόν οὐρανό καί εἶπε:
- Νά λείψουν οἱ ἄθεοι.
Καί καθώς ὁ ἀνθύπατος ἐπέμενε καί τοῦ ἔλεγε «Ὁρκίσου καί σέ ἐλευθερώνω. Βλαστήμησε τό Χριστό», ἀπάντησε ὁ Πολύκαρπος:
- Ὀγδονταέξι χρόνια τόν δουλεύω καί σέ τίποτα δέν μέ ἀδίκησε καί πῶς μπορῶ νά βλαστημήσω τόν βασιλιά μου πού μ’ ἔσωσε;
Ἀλλά ἐπειδή αὐτός πάλι ἐπέμενε καί ἔλεγε «Ὁρκίσου στήν τύχη τοῦ καίσαρα», ἀποκρίθηκε ὁ Πολύκαρπος:
- Ἄν ἔχεις τήν κενοδοξία νά ὁρκιστῶ στήν τύχη τοῦ καίσαρα, ὅπως μοῦ λές, καί κάνεις πώς δέν μέ ξέρεις ποιός εἶμαι, ἄκουσέ το χωρίς φόβο. Εἶμαι χριστιανός. Κι ἄν θέλεις νά μάθεις τή διδασκαλία τοῦ Χριστιανισμοῦ, δός μου καιρό καί ἄκουσε...
Ὁ ἀνθύπατος εἶπε:
- Ἔχω θηρία, σ’ αὐτά θά σέ ρίξω ἄν δέν μετανοήσεις.
Κι αὐτός εἶπε:
- Κάλεσέ τα. Δέν ἐπιτρέπεται σέ μᾶς νά ἀλλάζουμε γνώμη ἀπό τά καλύτερα στά χειρότερα. Καλό εἶναι ν’ ἀλλάζουμε ἀπό τά ἄσχημα στά δίκαια.
Ἐκεῖνος τοῦ ξαναεῖπε:
- Ἄν περιφρονεῖς τά θηρία, θά σέ κάνω νά λειώσεις στή φωτιά, ἄν δέν ἀλλάξεις γνώμη.
Κι ὁ Πολύκαρπος ἀπάντησε:
- Μέ ἀπειλεῖς μέ τή φωτιά, πού γιά λίγο καίει καί μετά ἀπό λίγο σβήνει, γιατί ἀγνοεῖς τή φωτιά πού φυλάγεται γιά τούς ἀσεβεῖς στή μέλλουσα κρίση καί τήν αἰώνια κόλαση. Ἀλλά τί ἀργεῖς; Κάνε ὅ,τι θέλεις.
Αὐτά καί ἄλλα περισσότερα λέγοντας, γέμισε θάρρος καί χαρά καί τό πρόσωπό του ἦταν γεμάτο χάρη, ὥστε ὄχι μόνον δέν συνοφρυώθηκε ταραγμένος ἀπό ὅσα τοῦ ἔλεγαν, ἀλλά ἀντίθετα σάστισε ὁ ἀνθύπατος καί ἔστειλε τόν κήρυκά του στό κέντρο τοῦ σταδίου, γιά νά φωνάξει τρεῖς φορές. «Ὁ Πολύκαρπος ὁμολόγησε ὅτι εἶναι χριστιανός». Μόλις τό εἶπε αὐτό ὁ κήρυκας, ὅλο τό πλῆθος τῶν εἰδωλολατρῶν καί τῶν Ἰουδαίων, πού κατοικοῦσαν στή Σμύρνη, μέ ἀσυγκράτητο θυμό καί μέ δυνατή φωνή, φώναξε: «Αὐτός εἶναι ὁ δάσκαλος τῆς Ἀσίας, ὁ Πατέρας τῶν χριστιανῶν, ὁ χαλαστής τῶν θεῶν μας, αὐτός πού πολλούς δασκάλευε νά μή θυσιάζουν οὔτε νά προσκυνοῦν». Καί λέγοντας αὐτά φώναζαν καί ζητοῦσαν ἀπό τόν ἀσιάρχη Φίλιππο νά ἐξαπολύσει λιοντάρι ἐναντίον τοῦ Πολυκάρπου. Ἀλλά ἐκεῖνος ἀπάντησε ὅτι δέν ἔχει τό δικαίωμα, γιατί εἶχαν πλέον συμπληρωθεῖ οἱ θηριομαχίες. Τότε ὅλοι μαζί φώναζαν νά κάψουν ζωντανό τόν Πολύκαρπο...
Αὐτός ἔφερε πίσω τά χέρια του καί δέθηκε σάν κριάρι ἀπό μεγάλο κοπάδι, γιά νά προσφερθεῖ ὁλοκαύτωμα εὐάρεστο στό Θεό, στράφηκε πρός τόν οὐρανό καί εἶπε: «Κύριε ὁ Θεός ὁ Παντοκράτωρ..., σέ δοξάζω πού μέ ἀξίωσες αὐτή τήν ὥρα νά συγκαταλεγῶ ἀνάμεσα στούς μάρτυρες...».
Ἀλλά ἡ φωτιά κάνοντας ἕνα εἶδος καμάρας... περιτείχισε κυκλικά τό σῶμα τοῦ μάρτυρος... Ὅταν εἶδαν λοιπόν οἱ ἄνομοι ὅτι δέν μπορεῖ τό σῶμα του νά λειώσει ἀπό τή φωτιά, διέταξαν ἕνα δήμιο νά τόν πλησιάσει καί νά τοῦ βυθίσει τό ξῖφος.
Μετάφρασι Ο.
Ἀπολύτρωσις 38 (1983) 21