Τά σύννεφα τοῦ πολέμου κυκλώνουν τούς ἑλληνικούς αἰθέρες. 28η Ὀκτωβρίου 1940. Ἰσχυρές ἰταλικές στρατιωτικές δυνάμεις εἰσβάλλουν στήν Ἑλλάδα ἀπό τά ἑλληνοαλβανικά σύνορα. Μέ σθένος ὁ ἑλληνικός στρατός ἀποκρούει τήν περιβόητη ἰταλική μεραρχία ἀλπινιστῶν «Τζούλια». Οἱ Ἰταλοί ὀπισθοχωροῦν καί τότε ξεκινᾶ ἡ θυελλώδης ἀντεπίθεση τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ κατά τῶν ἰταλῶν εἰσβολέων.
Ὁ διάσημος ἀμερικανός ἀνταποκριτής τοῦ ἑλληνοϊταλικοῦ πολέμου καί αὐτόπτης μάρτυρας τοῦ βορειοηπειρωτικοῦ μετώπου Λέλαντ Στόου, σέ ἀνταπόκρισή του γράφει μεταξύ ἄλλων: «Ποτέ δέν εἶδα στρατιῶτες, οἱ ὁποῖοι νά "γλεντοῦν" τόν πόλεμο καί τίς κακουχίες του, ὅσο αὐτοί οἱ μικροκαμωμένοι ζωηροί Ἕλληνες... Ὅπου καί ἄν πηγαίναμε, συναντούσαμε λασπωμένους, γελαστούς ἄνδρες». Καί γιά τήν ἡγεσία τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ ἐπισημαίνει: «Ὅταν ἔλθετε σέ στενή ἐπαφή μέ τίς μαχόμενες δυνάμεις, σχηματίζετε τήν ἐντύπωση ὅτι ὅλη ἡ δράση ἀπό τό ἕνα ἄκρο τοῦ μετώπου στό ἄλλο διευθύνεται μέ βάση συγκεκριμένο σχέδιο καί ὅτι ἡ μεγάλη στρατηγική ἱκανότητα τοῦ στρατηγοῦ Μεταξᾶ δεσπόζει σέ ὅλες τίς φάσεις τῶν ἐπιχειρήσεων».
Στίς ἀμυντικές καί ἐπιθετικές ἐπιχειρήσεις τοῦ ἑλληνικοῦ στρατοῦ συμμετέχει ἐνεργά ὡς ἔφεδρος ὁπλίτης πυροβολητής καί ὁ Βουβούτσης Γεώργιος. Εἶναι ἕλληνας μικρασιάτης πρόσφυγας ἀπό τό Λυθρί καί ζεῖ μέ τήν οἰκογένειά του στή Νέα Ἐρυθραία, στήν Ἀθήνα. Ξυλουργός στό ἐπάγγελμα, ἔκανε τό στρατιωτικό του στά ἑλληνοβουλγαρικά σύνορα. Δούλεψε στά ἔργα κατασκευῆς τῶν ὀχυρῶν Ροῦπελ, γνωστά ὡς «Γραμμή Μεταξᾶ». Μέ τήν ἔκρηξη τοῦ πολέμου, τό 1940, καλεῖται νά ὑπηρετήσει τήν πατρίδα. Πολεμᾶ γενναῖα μαζί μέ συντοπίτες του στήν πρώτη γραμμή. Εἶναι ὁ μόνος ἀπό τή συντροφιά του πού ἔχει παιδιά κι ἐπιθυμεῖ νά τά ξαναδεῖ.
Μεγάλο ἐμπόδιο ὀρθώνεται μπροστά στούς Ἕλληνες τό στρατηγικῆς σημασίας πέρασμα τῆς Κλεισούρας στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Ἀώου. Σφηνωμένη σέ βαθιά χαράδρα ἡ Κλεισούρα περιστοιχίζεται ἀπό ἀπόκρημνες βουνοκορφές ὀχυρωμένες καλά ἀπό τούς Ἰταλούς. Διεξάγονται φοβερές αἱματηρές μάχες. Οἱ Ἕλληνες καταλαμβάνουν τά πρῶτα ὀχυρά καί ἡ ἰταλική ἄμυνα ἀρχίζει νά ἐξασθενεῖ. Γι᾽ αὐτό ὁ ἐχθρός βομβαρδίζει καί πολυβολεῖ μέ ἀεροπορικές δυνάμεις τίς ἑλληνικές θέσεις.
Σέ μιά ἀνάπαυλα, ὁ Βουβούτσης γράφοντας στή σύζυγό του Σοφία τήν ἐνημερώνει γιά τό μέτωπο καί τῆς ζητᾶ νά τοῦ στείλει μία οἰκογενειακή φωτογραφία. Νοσταλγεῖ τά τρία του βλασταράκια, τή Μαρίτσα, τήν Ὑπατία καί τόν Γιαννάκη.
Τό πρωινό τῆς 27ης Δεκεμβρίου 1940 ἐμφανίζεται ἕνα σμῆνος ἰταλικῶν ἀεροσκαφῶν. Βομβαρδίζουν ἀνελέητα. Ἀπό τήν ἀντίθετη κατεύθυνση κάνουν τήν ἐμφάνισή τους ἄλλα τέσσερα ἐχθρικά ἀεροπλάνα. Ἕνα ἀπ᾽ αὐτά πολυβολεῖ. Συμπολεμιστές τοῦ Βουβούτση φωνάζουν: «Πέσε κάτω, Γιῶργο! Πρηνηδόν, Γιῶργο!». Μιά ὀβίδα ὅμως τόν τραυματίζει θανάσιμα, κατά τή μαρτυρία συμπολεμιστῆ του. Μόλις 30 χρονῶν, πέφτει ἡρωικά μαχόμενος γιά τήν κατάληψη τῆς Κλεισούρας.
Τό ἴδιο βράδυ, σ᾽ ἕναν ὁμαδικό τάφο θάβεται πρόχειρα, δίχως ὄνομα, μαζί μέ ἄλλους δέκα ἥρωες. Κατατάσσονται ὅλοι στόν μακρύ κατάλογο τοῦ Ἄγνωστου Στρατιώτη τοῦ 1940. Πόσων ἄλλων ἡρώων τά κόκκαλα παραμένουν μέχρι σήμερα διάσπαρτα στό θρυλικό Ὕψωμα 731, στήν Κορυτσά, στή Χειμάρρα, στό Ἀργυρόκαστρο, στούς Ἁγίους Σαράντα...! Κι εἶναι κάπου 7.200 οἱ ἕλληνες ἀγνοούμενοι τῆς Βορείου Ἠπείρου.
Τήν ἴδια χρονική στιγμή πού ὁ Βουβούτσης πέφτει νεκρός, στό σπίτι του συμβαίνει κάτι ἀνεξήγητο. Στό μεσημεριανό τραπέζι ὁ μικρός Γιαννάκης διακόπτει ξαφνικά τό φαγητό του καί λέει μέ σοβαρότητα: «Μαμά, ὁ πατέρας σκοτώθηκε!». Συγκλονισμένη ἡ κυρα-Σοφία ἀπό τήν παιδική διαίσθηση, τοῦ λέει: «Χριστός καί Παναγία! Τί εἶναι αὐτά πού λές, παιδάκι μου;».
Ἡ τραγική εἰρωνεία εἶναι πώς, λίγες μέρες ἀργότερα, ἡ κυρία Σοφία παίρνει τό γράμμα πού τῆς ἔστειλε ὁ σύζυγός της ἀπό τό μέτωπο. Σπεύδει νά πραγματοποιήσει τήν ἐπιθυμία του, ἀγνοώντας ὅτι εἶναι ἤδη νεκρός. Ταχυδρομεῖ τήν οἰκογενειακή τους φωτογραφία, προσμένοντας μέ τή σειρά της νέα του.
Ἑκατοντάδες γράμματα ἔρχονται ἀπό τό μέτωπο. Κανένα γιά τήν οἰκογένεια τοῦ Βουβούτση. Ἡ ἑξάχρονη Μαρίτσα ἀναρωτιέται γιατί δέν σταματᾶ καί στό δικό τους σπίτι ὁ ταχυδρόμος. Ἀλλά ὁ ταχυδρόμος ἀποφεύγει συστηματικά τό σπίτι της κι ἀδυνατεῖ νά ἐπιστρέψει τό γράμμα τῆς μητέρας της πού δέν εἶχε παραλήπτη, γιά νά μή γίνει ἀγγελιοφόρος πικρῶν εἰδήσεων.
Μετά ὅμως ἀπό τήν κατάληψη τῆς Κλεισούρας, στίς 5 Ἰανουαρίου 1941, ἀνακοινώνεται ἐπίσημα στήν οἰκογένεια τό θλιβερό γεγονός. Σύντομα ἡ ἀπορφανισμένη οἰκογένεια θά πάρει πολεμική σύνταξη. Σέ μιά σεμνή τελετή τῆς ἀπονέμεται «Δίπλωμα Εὐγνωμοσύνης» γιά τόν ὑπέρ πατρίδος ἡρωικῶς πεσόντα.
Ὁ στρατός καλεῖ τόν γιό τοῦ ἥρωα νά πάρει μέρος στό πρόγραμμα ἐντοπισμοῦ τῶν ἀνώνυμων ἡρώων τοῦ ᾽40. Ἀνταποκρίνεται ἀπό τούς πρώτους, γιά νά δώσει δεῖγμα DNA.
«Τό ὄνειρό μου εἶναι νά ταυτοποιηθεῖ ὁ τάφος τοῦ πατέρα μου, γιά νά μπορέσω ν᾽ ἀνάψω ἕνα κερί στή μνήμη του», λέει μέ πόνο ὁ Γιάννης Βουβούτσης. Ἕνα πικρό παράπονο ζωγραφίζεται στό πρόσωπό του, γιατί τελικά δέν μπόρεσε νά πεῖ τήν τρυφερή προσφώνηση «πατέρα!».
Ἑλληνίς
"Άπολύτρωσις",
Τεύχος Ὀκτωβρίου 2024