Καθιέρωση γιά Ὀρθοδόξους καί Παπικούς κοινῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα;

Σχόλιο στήν ἐπικαιρότητα


  TsotsoniscΤό 2025 συμπληρώνονται 1.700 χρόνια ἀπό τή σύγκληση τῆς Α΄ Οἰκου­μενικῆς Συνόδου στή Νίκαια τῆς Βι­θυ­νίας (τό 325). Ἡ Α´ αὐτή Οἰκου­μενική Σύνοδος καταδίκασε τήν αἵρεση τοῦ Ἀρείου, πού ἀρνοῦνταν τή θεότητα τοῦ Χριστοῦ, καί διατράνωσε τήν πίστη τῆς Ἐκκλησίας ὅτι ὁ Κύριος Ἰ­ησοῦς εἶναι Θε­ός ὁμοού­σιος μέ τόν Πατέρα.
  Ἡ ἱερή αὐτή ἐπέτει­ος, ἡ ὁποία θά ἑορτασθεῖ ἐπίση­μα τόν Μάιο τοῦ 2025, συ­ζητήθηκε, ὅπως ἦταν εὔ­λογο, καί στήν πρό­σφα­τη Ι´ Σύναξη τῆς Ἱε­ραρχίας τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου, πού ἔλαβε χώρα στήν Κωνσταντινούπολη κατά τό διάστημα 1-3/9/2024. Ὡστόσο, ὅπως προ­κύπτει ἀ­πό τό ἀνακοινωθέν τῆς Σύναξης, τό ἐν­διαφέ­ρον τοῦ πο­λυ­μελοῦς ἱεραρχικοῦ σώματος δέν ἑστιά­σθηκε στό μέγα μήνυμα τῆς ἑορτῆς, ὅπως ἴσως θά περίμενε κανείς, ἀλλά ἐ­πικεντρώθηκε στήν ἔκ­φραση ὁμό­θυ­μης(!) εὐχῆς γιά ἑ­ορτασμό τοῦ Πάσχα μέ τούς Παπικούς σέ σταθερά κοινή ἡμε­ρομηνία, προκαλώ­ντας στούς πιστούς ἀναστάτωση καί ἀνησυχία. Ὅ­πως ἀνα­φέρεται στήν κατακλεί­δα τοῦ ἀ­να­κοι­νωθέντος, οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Α΄ Οἰ­κουμενικῆς Συνόδου «μεταξύ ἄλλων, ἠ­σχολήθησαν καί μέ τό ζήτημα τῆς ρυ­θμί­σεως τῆς ἡμερομηνίας ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα… Ἐν τῷ πνεύματι τού­τῳ, ἐκ­­φρά­- ζεται ὁ­μο­θυ­μαδόν ἡ εὐ­χή ὁ κοι­­­­νός ἑορτασμός τοῦ Πάσχα κατά τό ἑ­πόμενον ἔ­τος ὑπό τῆς Ἀνατο­λι­κῆς καί Δυτικῆς Χρι­στια­νο­σύνης (τό 2025 τό Πά­σχα τῶν Ὀρ­θοδόξων συμπίπτει μέ τό Πάσχα τῶν Παπι­κῶν στίς 20 Ἀπριλίου), νά μή ἀποτελέσῃ μίαν εὐτυχῆ ἁπλῶς σύμπτωσιν, ἀλλά τήν ἀπαρχήν τῆς καθι­ερώσεως κοι­νῆς ἡμερομηνίας διά τόν ἑορτασμόν του κατ᾽ ἔτος, συμ­φώ­νως πρός τό Πασχά­λιον τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ὀρ­θοδόξου Ἐκ­κλησίας».
Ἐπειδή δυστυχῶς δέν ἐπαρκεῖ ὁ χῶ­ρος γιά πλήρη σχολιασμό τοῦ σημα­ντι­κοῦ αὐτοῦ γεγονότος, θά ἀναφερθοῦμε σύντομα σέ δύο μόνο κρίσιμα σημεῖα τοῦ ἀνακοινωθέντος:
  1. Γιατί εὐχόμαστε, καί δή ἀπό ἕνα τόσο ἐπίσημο βῆμα, νά συνεορτάζει τό Πάσχα «ἡ Ἀνατολική καί Δυτική Χρι­στια­νοσύνη»; Καί κατ’ ἀρχάς γιατί ἀναφερό­μαστε στή «Χριστιανοσύνη»; Μήπως ὁ Κύριος Ἰησοῦς Χριστός σαρκώθηκε, πέ­θανε καί ἀναστήθηκε γιά νά εἰσηγηθεῖ στόν κόσμο τή «Χριστιανοσύνη», δηλαδή ἕνα ἰδεολογικό μόρφωμα; Ἤ γιά νά οἰ­κο­δομήσει τήν Ἐκκλησία του, δηλαδή τό σῶμα του «ἐν ἑτέρᾳ μορφῇ» (Μρ 16,12); Καί δέν ὁμολογοῦμε οἱ Ὀρθό­δο­ξοι ρη­τῶς, καί μάλιστα κατά τή φρικτή ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας, ὅτι αὐτή ἡ «μία, ἁγία, καθολικὴ καὶ ἀποστολικὴ Ἐκκλησία» του εἴμαστε χάριτι Θεοῦ ἐ­μεῖς; Τό πιστεύ­ου­με πράγματι αὐτό; Ἀλ­λά, ἄν τό πιστεύ­ου­με, τότε γιατί ἐνδιαφερόμαστε νά συνε­­ορτάζουμε μέ Ὁμο­λογίες πού ὑποστηρίζουν ψευδῶς τό ἴδιο;
  Ἐκτός ἐάν δέν ἔχουμε αὐτό τό φρόνημα. Ἐάν δηλαδή ἀναγνωρίζουμε ὅτι ὑπάρχουν καί ἄλλες Ἐκκλησίες τοῦ Χριστοῦ. Καί δυστυχῶς καί νά θέλει κα­νείς νά τό ἀρνηθεῖ αὐτό, ἤδη τό ἀνα­κοι­νω­θέν τῆς Σύναξης κάνει λόγο περί «Ὀρ­θο­δό­ξου καί Ρωμαιοκαθολικῆς Ἐκκλησίας καί περί τῆς συμβολῆς τῆς Ἐκ­κλησίας Κωνσταντινουπόλεως εἰς τό Συμβούλιον Εὐ­ρωπαϊκῶν Ἐκκλησιῶν». Ἐπίσης, δέν πα­ραλείπει νά ὑπογραμ­μί­σει ὅτι ὁ ἐπίσημος ἑορτασμός τῆς ἐπε­τείου θά πραγματο­ποι­ηθεῖ «τῇ αὐτοπροσώπῳ συμμετοχῇ τοῦ Ἁγιωτάτου Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου». Ὡστόσο, πέρα ἀπό ὁτιδήποτε ἄλ­λο καί πέρα ἀπό κάθε σύνθετη δογματική ἤ ἱστορική προσέγγιση, καταλαβαίνουμε ἄραγε ὅτι ἡ ἀναγνώριση πολλῶν Ἐκκλησιῶν συνε­πάγεται αὐτονόητα καί τήν ἀ­ναγνώριση πολλῶν Χριστῶν, δηλαδή πολ­­­- λῶν Θε­ῶν;(!!!) Ἄς μᾶς συγχωρήσουν οἱ σε­βα­στοί πατέρες, ἀλλά δέν πρόκειται γιά τήν ἐθιμοτυπία ἤ τό Πρωτόκολλο κά­ποιου ὀργανισμοῦ τύπου Ο.Η.Ε. Πρό­κει­ται γιά τή σωτηρία τῆς ἀν­θρω­πότητας. Γιά τήν ΑΙΩΝΙΑ σωτηρία τῆς ἀνθρωπότητας! Οἱ Παπικοί εἶναι λυπη­ρό, ἀλλά δείχνουν ἀπό τήν πλευρά τους περισσότερη σοβαρότητα ἀπό μᾶς πά­νω στό θέ­μα αὐτό.
  2. Κατά τό ἀνακοινωθέν τῆς Σύ­ναξης, ζητοῦμε ἀπό τούς Παπικούς νά ἑορτάζουν τό Πάσχα «συμφώνως πρός τό Πασχάλιον τῆς καθ᾽ ἡμᾶς Ὀρθο­δό­ξου Ἐκ­κλησίας».
  Πρόκειται γιά κάτι πού πέρασε μέχρι στιγμῆς ἀπαρατήρητο: Ἡ ἀναφορά αὐ­τή καταρρίπτει παταγωδῶς τήν ἔνσταση πού διατύπωναν ὥς τώρα πολλοί θεο­λό­γοι ὑπέρμαχοι τῆς κοινῆς πασχάλιας ἡ­μερομηνίας, ὅτι αὐτό πού προέχει εἶναι ὁ ὀρθός ἀστρονομικά ὑπολο­γι­σμός τοῦ Πάσχα. Ὅτι πρέπει δηλαδή καί οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅπως οἱ Παπικοί, νά υἱοθετήσουμε τό Γρηγοριανό ἡμερο­λόγιο γιά τόν ὑπολογισμό τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας, ἀφοῦ ἐ­κεῖνο, σέ σχέση μέ τό Ἰουλιανό πού ἀκο­­λου­θοῦμε μέχρι σή­μερα, εἶναι ἐπιστημονικά ὀρθότερο. Ὅ­πως φαίνεται, τό Οἰ­κουμενικό Πατρι­αρχεῖο δέν ἔχει τήν ἴδια ἄποψη…
  Παρατρέχοντας ξανά ποικίλα ζητή­ματα πού δέν μποροῦν νά ἀναπτυχθοῦν ἐδῶ, θά ἐπιμείνουμε σ’ αὐτό πού θεω­ροῦμε πρωτεῦον καί οὐσιωδέστερο: Ἡ Ἐκκλησία δέν δεσμεύεται ἐπ’ οὐδενί ἀπό «ἡμέρας... καὶ μῆνας καὶ καιροὺς καὶ ἐ­νιαυτούς» (Γα 4,10). Αὐτή ἡ καθαρά ἰ­ου­δαϊ­κῆς νοοτροπίας ἀντίληψη ἀκυ­ρώ­­θη­κε ἤ­δη ἀπό τήν Ἀποστολική Σύνοδο. Ἄν ἡ Α´ Οἰκουμενική Σύνοδος θέσπισε τό συ­γκεκριμένο ἀστρονομικό καθορι­σμό τοῦ Πά­σχα, τό ἔκανε διότι ἀπέβλε­πε σαφέστατα σέ δύο στόχους: Ἀφενός μέν στό νά ἀποτελέσει ἡ μεγάλη αὐτή γιορτή ἀ­πα­­ρασάλευτο σημεῖο τῆς ἐκκλησιαστι­κῆς ἑνότητας (πού εἶχε κλο­νίσει ὁ Ἀρειανισμός), καί ἀφετέρου στό νά μή συμπί­πτει τό χριστιανικό Πάσχα μέ τό ἑ­βραϊκό (ἀστρονομικοῦ ἐπίσης ὑπο­λο­γι­σμοῦ). Ὄχι διότι τήν ἐν­διέφερε πό­τε ἀκριβῶς συμβαίνει ἡ ἐαρινή ἰσημερία!...
  Καί γιατί νά μή συμπίπτει τό χρι­στιανικό Πάσχα μέ τό ἑβραϊκό; Εἶναι προφανές: Διότι ὑπῆρχε ὁ κίνδυνος τῆς σύγχυσης ἀνάμεσα στό ἀληθές καί τό κίβδηλο. Διότι ἀπό τή στιγμή πού ὁ παλαιός Ἰσραήλ δέν ὑποτά­χθηκε στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ἀλλά τήν ἀ­πέρριψε, πέρασε ὡς Ἰουδαϊσμός στήν πε­ριοχή τῆς πλάνης. «Τέλος γὰρ νόμου Χριστός» (Ρω 10,4). Δυστυχῶς ὅμως ἡ ἐπίμαχη πρωτοβουλία τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατρι­αρχείου κινεῖται πρός τήν ἀκριβῶς ἀντί­θετη κατεύθυνση. Ἐπιδιώκοντας πάσῃ θυσίᾳ μιά οὐσιαστική συνάντηση μέ τόν Παπισμό, παραβλέπει τίς πλάνες του. Καί λέμε «οὐσια­στική», διότι ἀπό τήν ἐμφάνιση τῆς κίνησης τοῦ Οἰκου­μενι­σμοῦ καί μέχρι τώρα ὅλα συνέβαιναν πίσω ἀπό τίς κλειστές πόρτες τῶν δια­λόγων, τῶν συνεδρίων καί σέ ἐπίπεδο ἀξιωματούχων. Τώρα ἐπιδιώκεται νά προω­θηθεῖ τό κλίμα αὐτῆς τῆς «ἑνώ­σεως» -πού παραθεωρεῖ τήν ἀλήθεια χάριν τῆς «ἀγάπης»- καί στόν λαό τοῦ Θεοῦ· πλαγίως καί σχεδόν ἀνεπαίσθητα.
  Θά τό ἐπαναλάβουμε, ἔστω κι ἄν γι­νό­μαστε φορτικοί: Ἡ ὀρθόδοξη χριστια­νική πίστη δέν ἀποτελεῖ κατ’ ἀρχήν ἠθικό ἤ κοινωνικό ἤ πολιτισμικό μέγε­θος. Εἶναι πάνω ἀπ’ ὅλα ἡ μοναδική ὁδός σωτηρίας, αὐτή πού ὁδηγεῖ τόν ἄνθρωπο στήν ἀθανασία. Ὅποιος συ­νεπῶς τολμᾶ ἔστω νά τήν ἀγνο­εῖ, προ­σβάλλει ἀκριβῶς τήν ἴδια τή ζωή τοῦ ἀνθρώπου καί ἀπεργάζεται τήν κατα­δίκη τοῦ κόσμου στόν αἰώνιο ὄλεθρο. Κι αὐτή εἶ­ναι τελικά ἡ «ἀγάπη» πού προ­βάλλει καί ὑ­πηρετεῖ.

Εὐάγγελος Ἀλ. Δάκας
Δρ. Θεολογίας - Φιλόλογος

Περιοδικό ῾῾Ἀπολύτρωσις῾᾽,

Τεῦχος Δεκεμβρίου, 2024