Οἱ περισσότερες κοινωνίες σέ ὁλόκληρο τόν ἀρχαῖο κόσμο ζοῦσαν κυρίως στήν ὕπαιθρο μακριά ἀπό συγκροτημένες πόλεις καί ἦταν ὀργανωμένες σέ φυλές. Κάθε φυλή ἀποτελοῦνταν ἀπό ὅλες τίς συγγενικές μεταξύ τους οἰκογένειες μέ κεντρικό πρόσωπο ἐκεῖνο τοῦ ἀρχηγοῦ τῆς οἰκογένειας, τοῦ πατέρα ἤ πατριάρχη. Γύρω του συγκεντρώνονταν ἐκτός ἀπό τά παιδιά του μέ τίς οἰκογένειές τους καί ἄλλα πρόσωπα ἀπό τόν δεύτερο καί τρίτο συγγενικό κύκλο, καθώς καί ὅλα τά πρόσωπα πού βρίσκονταν στήν ὑπηρεσία του. Ὁ πατριάρχης ἦταν ὁ ἀπόλυτος κύριος τῆς οἰκογένειάς του, αὐτός καθόριζε τήν ἰδιαίτερη ταυτότητά της, τήν ἐκπροσωποῦσε στόν δημόσιο χῶρο, ἐξασφάλιζε τήν ἑνότητα καί τήν εὐημερία της, διαχειριζόταν τά οἰκονομικά καί ἰδιοκτησιακά της δικαιώματα, φρόντιζε γιά τή συνέχιση τῆς διαδοχῆς ἀπό τίς προηγούμενες γενεές καί τήν ἐξασφάλιζε γιά τίς ἑπόμενες μέσῳ τῶν οἰκογενειακῶν παραδόσεων καί τῆς κληρονομικῆς περιουσίας. Ἡ ἐξουσία του εἶχε συχνά καί θρησκευτικό χαρακτήρα, ἐνῶ οἱ συμβουλές καί ὑποθῆκες πού ἄφηνε κυρίως στό τέλος τῆς ζωῆς του ἦταν ἡ παρακαταθήκη, ἡ ὁποία καθόριζε σέ μεγάλο βαθμό τή ζωή τῆς οἰκογένειας στό μέλλον.
Ὅλα αὐτά τά στοιχεῖα, πού συναντᾶ κανείς σέ ὅλη τήν ἀρχαία Μέση Ἀνατολή, τά βρίσκει καί στίς διηγήσεις τοῦ βιβλίου τῆς Γενέσεως γιά τή ζωή τῶν πατριαρχῶν τοῦ Ἰσραήλ, Ἀβραάμ, Ἰσαάκ καί Ἰακώβ. Αὐτοί ὅμως, πέραν τῶν παραπάνω, διαθέτουν καί ἕνα ἐπιπλέον γνώρισμα: Εἶναι φορεῖς τῶν εὐλογιῶν καί τῶν ὑποσχέσεων τοῦ Θεοῦ κατ’ ἀρχάς γιά τήν οἰκογένειά τους καί κατ’ ἐπέκταση γιά ὁλόκληρο τόν κόσμο. Ἔτσι, ἀπό ἁπλοί πατριάρχες μιᾶς ἀκόμη φυλῆς αὐτοῦ τοῦ κόσμου, γίνονται καί ὄργανα τῆς θείας χάριτος, συνεργάτες τοῦ Θεοῦ γιά τήν πραγματοποίηση τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας, τό ὁποῖο ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ εἶχε καταστρώσει γιά τή σωτηρία ὁλόκληρου τοῦ ἀνθρώπινου γένους πρό καταβολῆς κόσμου.
Οἱ εὐλογίες τοῦ Θεοῦ στίς πατριαρχικές οἰκογένειες τοῦ Ἰσραήλ ἀναφέρονται κυρίως στήν αὔξησή τους μέ πολλούς ἀπογόνους μέχρι τή δημιουργία ἑνός λαοῦ πολυάριθμου σάν τήν ἄμμο τῆς θάλασσας καί τά ἀστέρια τοῦ οὐρανοῦ, διά τοῦ ὁποίου θά εὐλογηθοῦν ὅλα τά ἔθνη (βλ. Γέ 22,17-18). Αὐτή ἡ εὐλογία τῶν ἐθνῶν ἀνανεώνει τήν ἀρχαία ὑπόσχεση τοῦ Θεοῦ στούς πρωτοπλάστους γιά τήν ἀποστολή ἑνός ἀπογόνου τῆς Εὔας, ὁ ὁποῖος θά συντρίψει τό κεφάλι τοῦ φιδιοῦ καί θά ἀπελευθερώσει τούς ἀνθρώπους ἀπό τήν τυραννική ἐξουσία τοῦ θανάτου (βλ. Γέ 3,15). Ἡ ὑπόσχεση αὐτή μεταφέρεται μέσα στούς αἰῶνες ἀπό ἕναν κάθε φορά, πού ἐπιλέγεται ἀνάμεσα ἀπό πολλούς. Ἔτσι ἀπό τόν κορμό τοῦ Ἀδάμ ξεχωρίζεται ὁ κλάδος τοῦ Ἀβραάμ νά πάρει τή σκυτάλη τῆς ἐπαγγελίας, ἡ ὁποία διά τοῦ Ἰσαάκ φθάνει στόν ἐγγονό του Ἰακώβ. Αὐτός, παρά τήν ἐπιθυμία του νά τή δώσει στόν Ἰωσήφ, τόν ἀγαπημένο του πρωτότοκο γιό τῆς Ραχήλ (βλ. Γέ 48,20), καθοδηγεῖται ἀπό τό ἅγιο Πνεῦμα νά ἐπιλέξει ἀπό τά δώδεκα παιδιά του τόν Ἰούδα, τόν γιό τῆς Λείας, ἐκπληρώνοντας πρωτίστως τήν προφητική παρά τήν πατριαρχική του ἀποστολή.
Εὑρισκόμενος, σύμφωνα μέ τή διήγηση (βλ. Γέ κεφ. 49), στήν ἐπιθανάτια κλίνη του ὁ γέροντας πατριάρχης εὐλογεῖ τά παιδιά του ἕνα-ἕνα ἀνάλογα μέ τήν ἀξία του, ἀποδίδοντας στό καθένα ἰδιαίτερο ρόλο στήν ἱστορία ἕως καί «ἐπ᾿ ἐσχάτων τῶν ἡμερῶν» (49,1). Φθάνοντας στόν Ἰούδα προβλέπει τόν ρόλο του ὡς πηγή τῶν βασιλέων τοῦ Ἰσραήλ καί μέ τό βλέμμα του ἀντικρίζει προφητικά στό τέλος τῆς γραμμῆς, στό βάθος τῆς ἱστορίας, τόν ἕναν καί μοναδικό ἐκεῖνον Βασιλιά: «Οὐκ ἐκλείψει ἄρχων ἐξ ᾿Ιούδα καὶ ἡγούμενος ἐκ τῶν μηρῶν αὐτοῦ, ἕως ἐὰν ἔλθῃ τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ, καὶ αὐτὸς προσδοκία ἐθνῶν» (49,10). Συγκλονιστικά ἁπλή καί περιεκτική ἡ περιγραφή του: Εἶναι ἡ «προσδοκία» ὅλων τῶν ἐθνῶν καί ὄχι μόνο τοῦ Ἰσραήλ· ἀναλαμβάνει «τὰ ἀποκείμενα αὐτῷ», δηλαδή τό παγκόσμιο ἔργο τῆς σωτηρίας τῶν ἀνθρώπων, πού τοῦ ἔχει ἀναθέσει προαιωνίως ἡ ἀγαθή βουλή τοῦ Θεοῦ.
Ἀναζητοῦν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μας μέσα στήν ἱστορία κάποιον βασιλιά τοῦ Ἰσραήλ πού ἀνταποκρίθηκε σέ αὐτές τίς προδιαγραφές, ἀλλά εἶναι ἀδύνατον νά τόν ἐντοπίσουν. Ἀντίθετα διαπιστώνουν ὅτι ἀπό τότε πού γεννήθηκε ὁ Ἰησοῦς ὡς ἀπόγονος τῆς βασιλικῆς γενιᾶς τοῦ Ἰούδα καί εἰσῆλθε στό παλάτι του, τό σπήλαιο τῆς Βηθλεέμ, καί κάθισε ἐπάνω στόν θρόνο του, τόν σταυρό τῆς ἀπολυτρωτικῆς θυσίας του, καταλύθηκε ὁ Ναός τῆς θρησκείας τοῦ Ἰουδαϊσμοῦ, καταργήθηκε ὁ βασιλικός θρόνος τῆς Ἰερουσαλήμ καί ἔκλεισε ὁριστικά τό κεφά- λαιο τῆς παλαιᾶς διαθήκης. Τά ἔθνη συνάντησαν τήν «προσδοκία» τους καί εἰσῆλθαν στή βασιλεία του, τήν Ἐκκλησία, ὅπου ἀπολαμβάνουν αἰωνίως τήν παρουσία τοῦ Μεσσία Χριστοῦ ὡς «τὴν ἐπὶ γῆς εἰρήνη».
Ἀθανάσιος Παπαρνάκης
Περιοδικό "Ἀπολύτρωσις",
Τεῡχος Δεκεμβρίου 2024