Ὁ νεαρός ἄνδρας, πού βρίσκεται στήν ἀρχή μιᾶς σοβαρῆς ψύχωσης, ξετυλίγει στόν γιατρό τό νῆμα τῆς ζωῆς του: «Ἐγώ, γιατρέ, ξέρετε εἶχα πολύ ὄμορφα παιδικά χρόνια. Μεγάλωσα σέ μιά καλή οἰκογένεια πού ἤμασταν ὅλοι ἀγαπημένοι. Δέν ἄκουγε ὅποιος περνοῦσε ἔξω ἀπ᾽ τό σπίτι μας φωνές καί μαλώματα, συζητούσαμε μεταξύ μας ἤρεμα, συνεννοούμασταν, περιμέναμε ὁ ἕνας τόν ἄλλον στό τραπέζι γιά νά φᾶμε ὅλοι μαζί, κάναμε μαζί Χριστούγεννα».
Ἡ διήγησή του ἦταν ὅλη ψεύτικη, ἦταν ὅμως σπαρακτική γιατί ἦταν ἀκριβῶς ἡ ζωή του, ἀλλά ἀντεστραμμένη. Ὅλα ἦταν μιά ἐπινόηση, μιά ἐσωτερική κίνηση γι᾽ αὐτό πού ἤθελε, ἀλλά δέν εἶχε.
Δέν εἴχαμε οἱ περισσότεροι. Γι᾽ αὐτό, ὅπως εἰπώθηκε, «θά πρέπει νά πάψουμε νά ἐλπίζουμε γιά ἕνα καλύτερο παρελθόν στή ζωή μας».
Ὅμως δέν μποροῦμε, καί γι᾽ αὐτό φορτώσαμε τά Χριστούγεννα μέ τόση προσδοκία καί νοσταλγία. Γι᾽ αὐτό περιμένουμε ἀπ᾽ αὐτά τά πάντα. Εἶναι τεράστια ἡ ψυχική καί συναισθηματική ἐπένδυση τῶν ἀνθρώπων ὅλου τοῦ πλανήτη πάνω σ᾽ αὐτή τή γιορτή. Κι αὐτό τό κατάλαβαν πρῶτα-πρῶτα οἱ ἀγορές, πού αὐτή τήν περίοδο ἔχουν τά μεγαλύτερα κέρδη ὅλης τῆς χρονιᾶς, μεταβάλλοντας εὔκολα αὐτές τίς ἅγιες μέρες σέ «οἶκον ἐμπορίου».
Ἡ μοναξιά καί ἡ παγωνιά πληρώνονται πολύ ἀκριβά. Νά, λοιπόν, μέσα στή μνήμη μας ἡ δική μας ἀντεστραμμένη ζωή, τά Χριστούγεννα πού δέν εἴχαμε:
«...Ἔξω ἔπεφτε χιόνι. Παραμονή λέγαμε ὅλη μέρα μέ τούς φίλους μας τά κάλαντα στίς γειτονιές. Μαλώσαμε κάποια στιγμή στό μέτρημα, ἀλλά τά βρήκαμε πάλι μεταξύ μας. Νύχτα ξυπνήσαμε μέσα στό κρύο καί πήγαμε ὅλοι μαζί στήν ἐκκλησία. Χτυποῦσαν γλυκά οἱ καμπάνες. Τί ζεστασιά ἦταν αὐτή στήν καρδιά! Τό σπίτι στολισμένο μέ ἀγγέλους καί ἀστέρια, χρυσόχαρτα πού κόβαμε μέρες.
Τό χριστουγεννιάτικο τραπέζι κράτησε ὧρες. Ἡ μητέρα πηγαινοερχόταν χαρούμενα. Μοσχομύριζαν οἱ πιατέλες. Ὁ πατέρας κουβαλοῦσε ξύλα, τριζοβολοῦσε ἡ φωτιά στό τζάκι. Ὁ παππούς ἔλεγε παλιές, ὄμορφες ἱστορίες ἀπ᾽ τή σχεδόν ἑκατόχρονη ζωή του. Ἡ γιαγιά κρατοῦσε στήν ἀγκαλιά της τό μικρότερο ἀδελφάκι μας, ἕνα τοσοδά κοριτσάκι πού μόλις εἶχε ἀρχίσει νά μιλάει. Τό κρατοῦσε μπροστά στό παράθυρο κι ἔβλεπαν μαζί τό χιόνι. "Τόνι, Τόνι!", ἄρχισε νά φωνάζει ἔκθαμβο μπροστά στήν τόση ὀμορφιά τοῦ χιονιοῦ.
Ἤμασταν πολλά ἀδέλφια, χορεύαμε τρελά γύρω ἀπ᾽ τό δέντρο φορτωμένο μέ ὅ,τι μπορούσαμε νά βροῦμε μέσα στό σπίτι, κάτι κουρελάκια πού τά φτιάξαμε στολίδια. Τό ἀστέρι λίγο στραβοκομμένο ψηλά νά λάμπει. Ἀνοίξαμε τά δῶρα δίπλα στή φάτνη πού φτιάξαμε. Μέχρι καί ἄχυρα εἴχαμε φέρει νά βάλουμε. Τά δῶρα ἁπλά καί ταπεινά παιχνίδια. Ἄχ! νά εἶχαν τέτοια ὄμορφα δῶρα σήμερα ὅλα τά παιδιά τοῦ κόσμου!
Σέ λίγο χτύπησε τήν πόρτα μας ἕνας ἄγνωστος διαβάτης, ἕνας ξενομερίτης πού ἔχασε τόν δρόμο του μέσα στή σκοτεινιά. Ἔκατσε στό τραπέζι μας. Ἔτσι εἶναι τά Χριστούγεννα. Ὅποιος χτυπήσει σήμερα τήν πόρτα μας εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Χριστός.
Ἔπειτα ἀπό ὧρες χαρᾶς κουρασμένα ὅλα τά παιδιά ἀποκοιμηθήκαμε γλυκά τό καθένα σέ μιά ζεστή ἀγκαλιά.
Ἔξω ἀκόμα χιόνιζε...».
Τά ἔζησα ὅλα αὐτά; Τά ἄκουσα; Τά διάβασα; Τά ὀνειρεύτηκα; Δέν ξέρω.
Τά Χριστούγεννα δέν εἶναι ἡ γιορτή τῶν παιδιῶν, οὔτε ἡ γιορτή τῆς οἰκογένειας. Εἶναι ἡ Γέννηση τοῦ Μεσσία, τοῦ Σωτήρα καί Λυτρωτῆ. Εἶναι ὅμως αὐτά μόνο πού διασώζουν τήν παιδική ἡλικία, τή γιορτινή μαγεία, τή συναισθηματική ἰσορροπία, τήν οἰκογενειακή θαλπωρή.
Κι ἄν διασωθεῖ ἡ οἰκογένεια, θά σωθεῖ ὁ κόσμος. Ἡ ἱστορία δέν μπορεῖ νά ἀλλάξει, ὅσο κι ἄν ἐκβιάζουν οἱ πονηρές μέρες πού ζοῦμε.
Μέσα στόν στάβλο ἦταν μιά γυναίκα Παρθένος καί ἦταν ἡ στοργική μητέρα. Καί δίπλα ἕνας σιωπηλός, συνετός ἄνδρας καί ἦταν ὁ Μνήστωρ προστάτης. Καί κεῖ γεννήθηκε τό βρέφος πού περίμεναν οἱ αἰῶνες. Ἕνα ὁλόφωτο ἀγοράκι. Ἦταν ἡ ἁγία οἰκογένεια!
Καί τώρα πῶς γίνεται νά μᾶς ζητοῦν νά περάσουμε τόν χειμώνα τῆς ζωῆς μας καί τοῦ κόσμου μας χωρίς αὐτή τή χριστουγεννιάτικη ἱστορία;
Ζ.Γ.
Περιοδικό "Ἀπολύτρωσις",
Τεῡχος Δεκεμβρίου 2024