Τό νέο ἔτος 2025, πού μόλις ἄρχισε τήν πορεία του στόν ἱστορικό χρόνο, εἶναι ἕνα ἔτος μέ ἰδιαίτερη σημασία. Συμπληρώνονται 1.700 χρόνια ἀπό τή σύγκληση τῆς πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου, πού ἔγινε στίς 20 Μαΐου τοῦ 325 μ.Χ. στή Νίκαια τῆς Βιθυνίας. Εὔστοχα ἡ Ἐκκλησία ἔχει ἀφιερώσει τό ἔτος στό πολύ σημαντικό αὐτό γεγονός, πού σφράγισε πολλαπλῶς τή ζωή καί τή συνείδηση τῶν ὀρθοδόξων χριστιανῶν. Τά χρόνια πού μεσολάβησαν ὄχι μόνο δέν ξεθώριασαν, ἀλλά ἀντιθέτως τόνισαν ἀκόμη περισσότερο τήν ἀξία ἐκείνης τῆς Συνόδου.
Ἡ πρώτη Οἰκουμενική Σύνοδος ἦταν ἔκφραση καί ἀπαύγασμα τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας καί ἡ συνέχεια τῆς πρώτης συνόδου τῶν μαθητῶν τοῦ Κυρίου, πού περιγράφει ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς στό 15ο κεφάλαιο τῶν Πράξεων τῶν Ἀποστόλων. Αὐθόρμητα καί αὐτονόητα συνάχθηκαν τότε οἱ ἀπόστολοι προκειμένου νά ἀξιολογήσουν τά νέα δεδομένα, πού εἶχαν δημιουργηθεῖ στήν Ἐκκλησία μέ τήν εἴσοδο τῶν ἐθνικῶν. Ὅλοι μαζί, σέ μία φυσιολογική ἔκφραση τοῦ βαθιά δημοκρατικοῦ πνεύματος πού διέπει τά μέλη τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ἰσοτιμίας μεταξύ τους, πῆραν θεόπνευστες ἀποφάσεις, οἱ ὁποῖες ἔγιναν αἰτία νά ἐξαπλωθεῖ ἡ Ἐκκλησία σέ ὁλόκληρο τόν κόσμο ὑπέρ τοῦ ὁποίου προσφέρθηκε ἡ λυτρωτική θυσία τοῦ Κυρίου.
Ἡ Σύνοδος τῆς Νικαίας δέν ἦταν ἀσφαλῶς ἡ πρώτη σύναξη γιά τήν ἀντιμετώπιση ζητημάτων πού ἀπασχολοῦσαν τήν Ἐκκλησία. Προηγήθηκαν πολλές, τοπικοῦ χαρακτήρα. Αὐτή ἦταν ἡ πρώτη ἐκκλησιαστική Σύνοδος τήν ὁποία ἔθετε ὑπό τήν αἰγίδα του ὁ ἴδιος ὁ ρωμαῖος αὐτοκράτορας γιά πρώτη φορά στήν ἱστορία. Ὁ ἴδιος προσκάλεσε ἐπισκόπους ἀπό ὅλες τίς ἐκκλησιαστικές ἐπαρχίες τῆς αὐτοκρατορίας, ἀνατολικῆς καί δυτικῆς. Μάλιστα αὐτή ἡ Σύνοδος ἦταν ἡ πρώτη ἀμέσως μετά τήν ταραγμένη περίοδο τῶν διωγμῶν, πού γιά σχεδόν τρεῖς αἰῶνες γέμιζαν τά ἐκκλησιαστικά μαρτυρολόγια. Περιγράφοντας ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος τή σύνθεση τῆς Συνόδου ἀναφέρει ὅτι πολλοί ἀπό τούς πατέρες πού ἔλαβαν μέρος ἔφεραν ἐπάνω τους ἐμφανῆ τά σημάδια τῶν βασανιστηρίων πού εἶχαν ὑποστεῖ κατά τούς δύο τελευταίους σκληρούς διωγμούς τοῦ Διοκλητιανοῦ καί τοῦ Γαλερίου: «Ἄλλοι εἶχαν νά ἐπιδείξουν τά καταπληγωμένα πλευρά τους, ἄλλοι τά σπασμένα νῶτα τους, ἄλλοι τά βγαλμένα μάτια τους, ἄλλοι ἄλλο μέρος τοῦ σώματός τους, πού τούς τά εἶχαν ἀφαιρέσει ἐξαιτίας τῆς πίστεώς τους στόν Χριστό... ἀπό ὅλους αὐτούς τούς ἀθλητές συγκροτήθηκε τότε ἡ σύνοδος ἐκείνη» (Κατὰ Ἰουδαίων 3,3).
Ἀφορμή σύγκλησης τῆς πρώτης Οἰκουμενικῆς Συνόδου ἦταν ἡ ἀντιμετώπιση δύο σοβαρῶν θεμάτων, πού ἀφοροῦσαν στήν πίστη καί στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας: ἡ ἐπιμονή τοῦ Ἀρείου, ἑνός κληρικοῦ ἀπό τήν Ἀλεξάνδρεια τῆς Αἰγύπτου, νά πιστεύει ὅτι ὁ Χριστός ἦταν τό πρῶτο κτίσμα τοῦ Δημιουργοῦ θρυμματίζοντας ἔτσι τήν ἑνότητα τῆς Ἁγίας Τριάδος, στό ὄνομα τῆς ὁποίας βαπτίζονταν ὅλοι οἱ χριστιανοί ἀπό τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς· καί ἡ ἀταξία νά ἑορτάζεται τό Πάσχα σέ διαφορετικές ἡμερομηνίες στίς τοπικές ἐκκλησίες ἀνά τόν κόσμο. Μέ τήν καθοδήγηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος οἱ 318 Πατέρες ἀποφάσισαν γιά τό μέν πρῶτο θέμα νά ἀποκόψουν τόν Ἄρειο ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, λόγῳ τῆς πεισματικῆς του ἄρνησης νά ὁμολογήσει ἀπό κοινοῦ μαζί μέ τά ὑπόλοιπα μέλη τῆς Ἐκκλησίας τήν πίστη στή θεότητα τοῦ Χριστοῦ. Καί γιά τό δεύτερο νά ὁρίσουν μία συγκεκριμένη ἡμερομηνία, ὥστε ὅλοι μαζί οἱ χριστιανοί νά δίνουν κοινή μαρτυρία γιά τή μεγαλύτερη γιορτή τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ τόν τρόπο αὐτό οἱ Πατέρες πρῶτα ἀπ’ ὅλα ἔδειξαν ὅτι δόγμα καί ἦθος, ἡ πίστη καί ἡ ζωή, εἶναι στενά συνδεδεμένα μεταξύ τους. Δέν διαχωρίζονται, οὔτε διαβαθμίζονται σέ περισσότερο καί λιγότερο σημαντικό. Ἔχουν τήν ἴδια ἀξία καί εἶναι ἐξίσου ἀπαραίτητα γιά τήν πνευματική ζωή. Ἔκπτωση σέ ὁποιοδήποτε ἀπό τά δύο δέν ἀφήνει ἀλώβητο τό ἄλλο καί θέτει σέ κίνδυνο ὁλόκληρο τόν πνευματικό ὀργανισμό τοῦ ἀνθρώπου.
Ἔπειτα, ἔγινε κατανοητό ὅτι στήν ἐκκλησιαστική ζωή κανείς δέν ἔχει περιθώρια νά αὐθαιρετεῖ, οὔτε νά αὐτονομεῖται κατά ὁποιονδήποτε τρόπο ἀπό τά ὑπόλοιπα μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Δέν δικαιοῦται νά αὐτοπροσδιορίζεται καί νά αὐτοπρογραμματίζεται μέ ὁποιαδήποτε αἰτιολογία, εἴτε ὡς πρός τό δόγμα εἴτε ὡς πρός τή ζωή. Τήν προσωπική ἀδυναμία κάποιου νά πειθαρχήσει τόν ἑαυτό του ἀνέλαβε νά θεραπεύσει θεσμικά ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία μέ τήν κοινή συνοδική ἔκφραση τῆς πίστης καί τῆς ζωῆς της, στήν ὁποία ὅλοι ἑκουσίως συμμορφώνονται ἤ ἀκουσίως ἀποκόπτονται.
Τό πιό σημαντικό ὅμως ἦταν ὅτι ἀναδείχθηκε ἡ ἑνότητα τῶν χριστιανῶν ὡς τό κύριο γνώρισμα τῆς Ἐκκλησίας, πού δικαιώνει τό ὄνομά της. Ἡ Σύνοδος ἔδειξε ὅτι οἱ χριστιανοί εἶναι «κατηρτισμένοι ἐν τῷ αὐτῷ νοῒ καὶ ἐν τῇ αὐτῇ γνώμῃ» (Α´ Κο 1,10), διαφυλάσσοντας τήν ἑνότητα πού τούς χάρισε τό ἅγιο Πνεῦμα (Ἐφ 4,3). Ἑνότητα ὄχι μόνο στόν χῶρο, στή μία, ἁγία, καθολική Ἐκκλησία ὅπου γῆς, ἀλλά καί στόν χρόνο, ἐφόσον οἱ πατέρες φρόντισαν νά εὐθυγραμμιστοῦν μέ τούς προηγουμένους καί νά ἀφήσουν σαφῆ παρακαταθήκη γιά τούς ἑπομένους. Ἐπάνω σέ αὐτήν ἔχτισαν καί οἱ ἑπόμενες Σύνοδοι δημιουργώντας μία συνεχῆ γραμμή, στήν ὁποία θά στοιχίζονται μέ ἀσφάλεια οἱ μαθητές τοῦ Χριστοῦ ἀνά τούς αἰῶνες. Εἶναι ἡ ἀδιάκοπη ἀποστολική διαδοχή τῆς Ὀρθόδοξης ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως, τήν ὁποία χαράσσει καί ἀσφαλίζει ὁ Παράκλητος πού ὁδηγεῖ τήν Ἐκκλησία του «εἰς πᾶσαν τὴν ἀλήθειαν» (Ἰω 16,13).
Ἀθανάσιος Γ. Παπαρνάκης
῾῾Ἀπολύτρωσις῾῾,
Τεῦχος Ἰανουαρίου 2025