Ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς. Μόλις ἐπιστρέψαμε στό σπίτι ἀπό τή θεία Λειτουργία κι ἐνῶ συνήθως τό πρῶτο πού κάνω εἶναι νά τακτοποιῶ τήν πρωινή ἀταξία πού ἐπικρατεῖ στό σπίτι, κάθισα μέ τόν καφέ μου στήν κουζίνα. «Ἄ, ὅλα κι ὅλα!», σκέφτομαι. «Ἡ σημερινή ἡμέρα εἶναι ἀφιερωμένη στή μητέρα, ἄς ἀφιερώσω κι ἐγώ λίγα λεπτά ἠρεμίας στή μανούλα τοῦ σπιτιοῦ, δηλαδή, στόν ἑαυτό μου!». Μετά ἀπό λίγο, δειλά-δειλά καί λίγο ντροπαλά καταφτάνουν ζωγραφιές, καρτοῦλες, χάρτινες κατασκευές μέ λουλούδια καί καρδιές. Τά «χρόνια πολλά», οἱ ἀγκαλιές καί τά «σ᾽ ἀγαπῶ» δίνουν καί παίρνουν, ἐνῶ τά ματάκια μέ κοιτοῦν διερευνητικά καί μέ μιά προσμονή: «Ἄραγε ἄρεσε στή μαμά ἡ δικιά μου ζωγραφιά; Πόσα μπράβο θά μοῦ πεῖ, μέ πόσα φιλιά θά μέ γλυκάνει, πόσα χαμόγελα θά μοῦ χαρίσει;».
...Λίγα χρόνια ἔχουν περάσει ἀπό τό παραπάνω περιστατικό. Ἡμέρα τῆς Ὑπαπαντῆς καί σήμερα. Μόνο πού ἀντί γιά ὄμορφες καρτοῦλες εἰσέπραξα γιά δῶρο ἕνα ἠχηρό «δέ μᾶς παρατᾶς, ρέ μαμά» ἀπό τόν ἔφηβο γιό μου κι ἕνα ἄηχο ἀλλά δολοφονικό βλέμμα ἀπό τήν ἔφηβη κόρη μου γιά νά κλειστοῦν στή συνέχεια καί οἱ δύο στό δωμάτιό τους.
Κάθισα καί πάλι νά πιῶ τόν καφέ μου στή συνηθισμένη μου γωνιά στήν κουζίνα. Ἔμαθα νά μή συνερίζομαι τά ἐφηβικά ξεσπάσματα, ὅμως δέν θά πῶ ψέματα: Νοστάλγησα ἐκεῖνες τίς παιδικές πολύχρωμες ζωγραφιές καί τίς καρτοῦλες μέ τά δυσανάγνωστα «χρόνια πολλά, μαμά» καί «σ’ ἀγαπῶ, μαμά».
Ἔστρεψα, σάν μικρό παιδί κι ἐγώ, μέ προσμονή καί μ᾽ ἕνα μικρό παράπονο τό βλέμμα μου στή μεγάλη Μητέρα. Ἀναζήτησα παρηγοριά καί ἐνθάρρυνση στήν εἰκόνα τῆς Παναγιᾶς. Ἔνιωσα ἡ μορφή της νά μέ στηρίζει καί νά μοῦ θυμίζει πώς μέ τίς πρεσβεῖες της θά συνεχίσει νά στέκει δίπλα μου. Γαλήνεψα καί εὐχήθηκα μέ τόν ἀγώνα μου νά τῆς χαρίζω ὄχι μιά χάρτινη ἀλλά μιά εὐγνώμονη καρδιά.
Σ.Τ.
Περιοδικό "Ἀπολύτρωσις",
Τεῦχος Φεβρουαρίου 2025