Περίμενε τό τέλος τῆς ζωῆς του ὁ ἅγιος, «ὁ τοῦ Θεοῦ ἄνθρωπος», ὅπως ἀποκαλοῦσαν τόν ᾿Αντώνιο στήν ᾿Αλεξάνδρεια. Εἶχε ἤδη συμπληρώσει τά ἑκατόν πέντε του χρόνια· κι αὐτά ἔφεραν πάνω τους τή σφραγίδα τῆς ἄσκησης, τῆς μυστικῆς ζωῆς, τῆς ἁγιότητας.
«Εἶναι ἡ τελευταία ἐπίσκεψη πού σᾶς κάνω», ἔλεγε τίς μέρες ἐκεῖνες στούς ἀδελφούς του μοναχούς. Στό βλέμμα του ἀντιφέγγιζε ἡ προσμονή τῆς «δικῆς του πόλης», τῆς ἄνω ᾿Ιερουσαλήμ.
῎Εκλαιγαν οἱ μοναχοί, καθώς τόν ἄκουγαν νά τούς ἀποχαιρετᾶ, καί καταφιλοῦσαν τά ἁγιασμένα του χέρια. ᾿Εκεῖνος εἰρηνικός τούς ἔδινε τίς τελευταῖες νουθεσίες·
«Μήν τρομάζετε μπροστά στούς κόπους, μή φοβᾶστε τήν ἄσκηση. Νά ζῆτε καθημερινά περιμένοντας τό θάνατο. Σᾶς τά εἶπα κι ἄλλοτε· ἄγρυπνοι νά φυλάγετε τήν ψυχή σας ἀπό τούς ρυπαρούς λογισμούς. Νά θαυμάζετε, νά ζηλεύετε τούς ἁγίους! Μακριά ἀπό κάθε αἱρετικό! Κρατῆστε τήν παράδοση τῶν πατέρων, τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, ὅπως σᾶς τή δίδαξα μέσα ἀπό τίς ἅγιες Γραφές».
Τίς ἅγιες Γραφές πολύ τίς ἀγαποῦσε ὁ ᾿Αντώνιος. Στίς σελίδες τους ρουφοῦσε ἀχόρταγα τίς ἀλήθειες τῆς πίστεως καί μ’ αὐτές ἄρδευε τόσες ψυχές. Τά θεόπνευστα λόγια τους ἦταν τά ἀκατανίκητα βόλια του κατά τῶν ἐχθρῶν του. Μ’ αὐτά κατατρόπωσε τούς δαίμονες, διέλυσε τίς καλοστημένες τους παγίδες. Γι’ αὐτό, τώρα πού πλησιάζει ἡ ὥρα τῆς ἀποδημίας του, παραδίδει τούς ἀγαπημένους του ἐν Χριστῷ ἀδελφούς, σάν ἄλλος Παῦλος, «τῷ Θεῷ καί τῷ λόγῳ τῆς χάριτος αὐτοῦ» (Πρξ 20,32). Φρόντισε, ἄλλωστε, νά τούς μεταγγίσει τήν ἴδια ἀγάπη. ῞Οταν δεχόταν ἀπό τόν αὐτοκράτορα κάποια ἐπιστολή -ἡ φήμη τοῦ ᾿Αντωνίου εἶχε φτάσει ὥς τό παλάτι-, τούς καλοῦσε καί τούς ἔλεγε· «Μή θαυμάζετε πού μᾶς στέλνει γράμμα ὁ βασιλιάς, διότι εἶναι ἕνας ἄνθρωπος. Νά θαυμάζετε πολύ περισσότερο γιά τό γράμμα πού μᾶς ἔστειλε ὁ Θεός».
Φύλαγαν μέ προσοχή τά λόγια τοῦ ᾿Αντωνίου οἱ μοναχοί, πού κοντά του ἔμαθαν νά γυμνάζουν τήν ψυχή τους καί νά ἀπολαμβάνουν τήν ἐν Χριστῷ πολιτεία. ᾿Ιδιαίτερα τοῦτα τά στερνά λόγια τοῦ πατέρα τους, τήν παρακαταθήκη τοῦ γέροντά τους, μέ συγκίνηση καί εὐλάβεια ἔκλεισαν στήν καρδιά τους.
῎Επειτα ὁ ἅγιος ἀποτραβήχτηκε στήν ἐρημιά τοῦ ὄρους. Οἱ Αἰγύπτιοι εἶχαν μία συνήθεια· νά μή θάβουν τά σώματα σπουδαίων καί ἀγαπημένων τους προσώπων, ἀλλά νά τά τυλίγουν μέ ὀθόνια καί νά τά τοποθετοῦν μέσα σέ «σκιμπόδια» (=εἶδος κλινιδίου ἤ φορείου). Πολλές φορές τούς εἶχε ἐλέγξει αὐστηρά γι᾿ αὐτό ὁ ᾿Αντώνιος. Χαρακτήριζε ἀνόσια μιά τέτοια πράξη, ἀντίθετη πρός τήν παράδοση τῶν πατέρων. «Τί μεγαλύτερο ἤ ἁγιότερο ἀπό τό σῶμα τοῦ Κυρίου; Κι αὐτό τέθηκε σέ μνῆμα», δίδασκε. ῎Επεισε ἔτσι πολλούς νά ἀλλάξουν τή συνήθειά τους. ᾿Επειδή ὅμως φοβόταν τό ἐνδεχόμενο νά μή θαφτεῖ τό σῶμα του, προτίμησε νά προχωρήσει βαθύτερα στήν ἔρημο.
Μετά ἀπό λίγους μῆνες ἀρρώστησε. Στούς δύο μοναχούς πού εἶχε κοντά του, γιά νά τόν βοηθοῦν στά γηρατειά του, ἔδωσε τίς τελευταῖες παραγγελίες. Τούς ζήτησε νά θάψουν τό σῶμα του σ’ ἕναν τόπο πού κανείς νά μήν τόν μάθει· νά τό κρύψουν κάτω ἀπό τή γῆ. «᾿Εγώ κατά τήν ἀνάσταση τῶν νεκρῶν θά τό λάβω πάλι ἀπό τόν Σωτήρα μας ἄφθαρτο», τούς διαβεβαίωσε. Τούς εἶπε, ἐπίσης, νά μοιράσουν τά φτωχικά του ἐνδύματα· τή μία μηλωτή στόν ᾿Αθανάσιο μαζί μέ τό ἱμάτιο πού ἐκεῖνος τοῦ εἶχε χαρίσει, καί τήν ἄλλη στόν ἐπίσκοπο Σαραπίωνα. Στούς δύο ὑποτακτικούς του ἄφησε τό τρίχινο ἔνδυμα.
᾿Αφοῦ τακτοποίησε καί τίς τελευταῖες αὐτές ὑποθέσεις, φαινόταν «περιχαρής», σάν νά περίμενε φίλους νά τόν ἐπισκεφτοῦν· μέ ἱλαρό τό πρόσωπο παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο.
«Τοῦτο τῆς ἐν σώματι ζωῆς ᾿Αντωνίου τό τέλος, κἀκείνη τῆς ἀσκήσεως ἀρχή», σημειώνει ὁ Μέγας ᾿Αθανάσιος. Στό σύγγραμμά του «Βίος καί Πολιτεία τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν ᾿Αντωνίου» περιγράφει μέ δύναμη καί παραστατικότητα τή σκληρή πάλη τοῦ ἁγίου στά χρόνια τῆς νιότης του καί τό λαμπρό ἐπισφράγισμα. Καί εἶναι σάν νά μᾶς λέει· ῞Οσοι ποθοῦν τά τέλη τους νά εἶναι σάν τοῦ ἁγίου, εἶναι ἀνάγκη νά κάνουν ἀνάλογο ξεκίνημα!
Β. ᾿Αντωνίου
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 20-21