Μυροβόλο λουλούδι

 Ἡ ἄνοιξη ἔβαφε τή γῆ μέ τά φωτεινά της χρώματα κι ἡ θάλασσα παιχνίδιζε ἀνέμελα. Σέ τοῦτο τό γιορτάσι τῆς φύσης γινόταν πιό φοβερή ἡ σκλαβιά, πιό βαρύς ὁ ζυγός πού χρόνια τώρα πολλά πίεζε τόν τράχηλο τῶν φτωχῶν ραγιάδων.
  Ἦταν τό τέλος τοῦ 18ου αἰώνα. Οἱ Κρητικοί ζοῦσαν πικρή τήν ἀπογοήτευση ἀπό τήν ἀποτυχία τοῦ ὀρλωφικοῦ κινήματος, στό ὁποῖο συμμετεῖχαν μέ ὅλο τόν ἐνθουσιασμό τῆς ἀνυπότακτης καρδιᾶς τους. Μά τοῦτο τό νεαρό βλαστάρι τῆς λεβεντογέννας κρητικῆς γῆς κράταγε μέσα του μιά σπίθα ἀπ᾿ τή φωτιά τῆς Πεντηκοστῆς, μιά ἀχτίδα ἀπό τό φῶς τῆς φυλῆς. Οἱ εὐσεβεῖς γονεῖς του τοῦ ἔδωσαν τό ὄνομα Μύρων καί ὁ Θεός τοῦ χάρισε -μύρο ξεχωριστό- μία χάρη καί γλυκύτητα, μιά σύνεση ἀσυνήθιστη πού τόν ἔκαναν σέ ὅλους ἀγαπητό.
 Στεκόταν στό λιμάνι τοῦ Χάνδακα (Ἡρακλείου), ἀγνάντευε πέρα μακριά κι ἀγκάλιαζε θαρρεῖς ὁλάκερη τήν Ἑλλάδα. Ὅλα σκοτεινά γύρω του κι αὐτός ἔκανε ὄνειρα. Τόν ἀγαποῦσε βαθιά τοῦτο τόν τόπο. «Ποιός θά φέρει τήν ποθητή λευτεριά;», συζητοῦσαν ἐναγώνια οἱ συμπατριῶτες του. Ὁ Μύρων πίστευε πώς μονάχα Ἐκεῖνος πού καί φέτος μές στήν ἀφάνεια καί τή σιωπή τοῦ χειμώνα προετοίμασε τό θαῦμα τῆς ἀνθοφορίας, ὁ παντοδύναμος Θεός, πού πλημμύριζε καί τούτη τήν ἄνοιξη μέ πλέρια ὀμορφιά. Ὁ Μύρων ζοῦσε τήν ἄνοιξη τῶν εἴκοσι χρόνων του καί νά, πλησίαζε καί φέτος ἡ τρανή γιορτή τοῦ Εὐαγγελισμοῦ. Προσευχόταν θερμά, ζητοῦσε τό θαῦμα ἀπό Κεῖνον πού, σάν θέλει, μπορεῖ τά ἀκατόρθωτα. Κι ἔκανε τάμα ἱερό, μυστικό, ἀνομολόγητο: Ἄς δεχόταν ὁ Κύριος θυσία ζωντανή καί τή ζωή του ἀκόμη κι ἄς χάριζε στήν πατρίδα τήν ποθητή λευτεριά!
 Ἡ ἄδικη συκοφαντία κάποιων Τούρκων, πού φθονοῦσαν τή σταθερή σοβαρότητα καί τή φωτεινή ἁγνότητα τοῦ Μύρωνα, τόν ὁδήγησε στό δικαστήριο. Ἡ ὥρα τῆς θυσίας γιά τήν ψυχή πού τήν εἶχε λαβώσει ἡ ἀγάπη τοῦ Νυμφίου εἶχε φτάσει. Στό φοβερό δίλημμα νά σώσει τή ζωή του ἀρνούμενος τήν πίστη, ὁ Μύρων στέκεται ἀκλόνητος, ὁμολογώντας τόν Ἰησοῦ Χριστό μ᾿ ὅλη τή φλόγα τῆς νιότης του.
 Εἶναι 20 Μαρτίου τοῦ 1793. Στόν τόπο τοῦ μαρτυρίου, ὅπου ἔχει στηθεῖ ἡ ἀγχόνη, ἐκτυλίσσονται συγκλονιστικές σκηνές πού ζωντανεύουν τή γενναιότητα τῶν πρώτων χριστιανῶν. Ὁ κρητικός λεβέντης ζητᾶ ταπεινά συγγνώμη ἀπό τούς συγχωριανούς του πού τοῦ συμπαραστέκονται. Πλησιάζει μέ δάκρυα καί τόν πατέρα του, ἀσπάζεται τό χέρι του καί παίρνει τήν πατρική εὐχή. Πόσο ἀτρόμητη ἀλλά καί τρυφερή συνάμα εἶναι ἡ καρδιά τῶν μαρτύρων!
  Ὁ ἀθλοθέτης Κύριος στεφανώνει τόν χαριτωμένο ἀγωνιστή τῆς πίστης μέ τό αἰώνιο φῶς πού ἀγάπησε. Τή λάμψη πού περιβάλλει τό ἄψυχο κορμί του τήν ἀντικρύζουν ὅλοι. Τήν ἀντικρύζουν οἱ Τοῦρκοι καί τρομάζουν· οἱ χριστιανοί καί δοξάζουν. Ἡ συνείδηση τοῦ εὐσεβοῦς λαοῦ κρατάει τή μνήμη τοῦ νεαροῦ μάρτυρα. Τό ὄνομά του ἀναφέρεται στό νέο μαρτυρολόγιο τῆς Ἐνετίας τοῦ 1799, ἕξι μόλις χρόνια μετά τόν μαρτυρικό του θάνατο: «Μύρον νοητόν, δόξα Κρήτης καί κλέος». Μυροβόλο λουλούδι μές στήν παγωνιά καί τήν ξηρασία ὁ νεομάρτυρας Μύρων, σεμνός κι ἀφανής ἥρωας τῆς λευτεριᾶς, μυρώνει τίς ψυχές μας μέ εὐωδία Χριστοῦ, μᾶς συγκινεῖ καί μᾶς ἐμπνέει!
 

Ἰχνηλάτης