Ὁ γέροντας γονάτισε μέ δέος δίπλα στό σκῆνος. Κι ἔτσι ὅπως τό παρατηροῦσε μέ σεβασμό καί ἱερή στοργή, ἔφερε αὐτόματα στό νοῦ του τήν πρώτη φορά πού τήν εἶδε. Εἶχαν περάσει ἀκριβῶς δυό χρόνια ἀπό τότε. Τή συνάντησε ξαφνικά μέσα στήν ἔρημο. Θυμόταν καλά ὅτι τή βρῆκε ὁλομόναχη μέ μόνη συντροφιά τ᾿ ἀγρίμια. Καί ἡ ἴδια, ἄλλωστε, μέ ἀγρίμι ἔμοιαζε πιό πολύ παρά μέ ἄνθρωπο. Κι ἀκόμη λιγότερο μέ γυναίκα. Τή λυπήθηκε, ἔκλαψε γι᾿ αὐτήν. Ἦταν, λές, στηλωμένο κουφάρι, ἕνα πραγματικό σκέλεθρο ἀπό τήν ταλαιπωρία...
Τώρα εἶχε μπροστά του ὅ,τι ἀπέμεινε ἀπό ἐκείνη τή σκιά τῆς παρουσίας της· τά λίγα κόκκαλά της κι ἕνα σημείωμα γραμμένο ἀπό τά χέρια της: «Ἀββᾶ Ζωσιμᾶ, θάψε ἐδῶ τό σῶμα τῆς ἄθλιας Μαρίας. Πέθανα τή μέρα πού κοινώνησα. Νά προσεύχεσαι γιά μένα».
Ἦταν δωδεκάχρονο κορίτσι, ὅταν ἐγκατέλειψε τούς δικούς της γιά τή «μεγάλη ζωή» στήν πόλη τῆς Ἀλεξάνδρειας. Γρήγορα κατάντησε διαβόητη πόρνη. Πουλημένη ἐξολοκλήρου στό πάθος της ἀτιμαζόταν καί ἀτίμαζε. Πήγαινε ὁπουδήποτε θά μποροῦσε νά ἱκανοποιήσει τίς διαστροφές της, πολλές φορές χωρίς νά ζητᾶ χρήματα, μέ μόνο ἀντίτιμο τήν ἡδονή.
Κάποια φορά μέσα στή ζάλη της σκέφθηκε νά ἐκμεταλλευτεῖ τά καραβάνια τῶν προσκυνητῶν, πού ταξίδευαν γιά τήν ἁγία γῆ. Πῆγε, λοιπόν, καί στά Ἰεροσόλυμα. Κι ἔκανε κι ἐκεῖ τά ἴδια. Ὥσπου μιά μέρα πέρασε ἀπό τήν ἐκκλησία καί θέλησε νά μπεῖ μέσα ἀπό περιέργεια. Μέ τό ξυπασμένο της θράσος ἀνέβηκε τά σκαλοπάτια σπρώχνοντας τό πλῆθος κι ἔκανε νά διαβεῖ τό μαρμάρινο κατώφλι. Μά ξαφνικά στάθηκε. Μαρμάρωσε ἡ ἴδια. Δέν μπόρεσε νά κάνει βῆμα παραπέρα. Μιά ἀκατανίκητη δύναμη τήν ἔσπρωχνε ἔξω. Τήν πίεζε ἀσφυκτικά. Κι ἐνῶ ὅλος ὁ κόσμος περνοῦσε στό ναό, αὐτή ἦταν ἀδύνατο νά προχωρήσει.
Κι ἔμεινε ἐκεῖ δίπλα στή μεγάλη πύλη νά κλαίει μέ λυγμούς, αὐτή πού ποτέ της δέν λογάριασε φραγμούς καί ὅρια· πού ποτέ της δέν ἔνιωσε τήν ἀπόρριψη, τήν ἀποστροφή, τήν ἔσχατη ἐξουθένωση.
Τότε, ἀνάμεσα στά κλάματα, «πληγεῖσα τήν καρδίαν», κατάλαβε. Ὁ Θεός τήν ἤθελε καθαρή, στήν πρώτη της παιδιάστικη ἁγνότητα· ὅταν στό πρόσωπό της μποροῦσε νά διακρίνει κανείς κάτι ἀπό τό κρυστάλλινο τοῦ οὐρανοῦ κι ὄχι ὅπως ἦταν τώρα, μέ τά πορνικά βαψίματα καί τούς μαύρους κύκλους τοῦ ξενυχτιοῦ γύρω ἀπό τά μάτια, μ᾿ ἕνα σῶμα καί μιά ψυχή κατασπιλωμένα ἀπό τήν ἁμαρτία. Ἔνιωσε τότε ξαφνικά ὅτι εἶχε ξεπέσει μπροστά Του· ὅτι Τόν εἶχε προδώσει.
Δέν ἀπελπίστηκε. Μάζεψε ὅσο κουράγιο εἶχε κι ἔφυγε τήν ἴδια μέρα στήν ἔρημο, πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη. Κανένας δέν τήν ξαναεῖδε. Ἀλλά καί κανένας δέν ἀναρωτήθηκε ποτέ μέ συμπόνια γι᾿ αὐτήν ἄν ζῆ ἤ ἄν πέθανε.
Γιά σαρανταεπτά ὁλόκληρα χρόνια ἔζησε κατάμονη «μόνῳ Θεῷ προσευχομένη». Πάλεψε ἀσυμβίβαστα μέ ὅ,τι βρώμικο κουβαλοῦσε μέσα της. Οἱ προσευχές της δέν μετριοῦνταν μέ ὧρες ἀλλά μέ ἡμέρες καί νύχτες. Πόσες φορές τά φαράγγια θ᾿ ἀντήχησαν τίς κραυγές τῆς ὀδύνης της! Πόσες φορές τό ξερό χῶμα θά νοτίστηκε ἀπό τά καυτά της δάκρυα! Δέν ζητοῦσε ἀπό τόν Θεό μερίδιο στό ἔλεός του. Ἔνιωθε ἀνάξια γι᾿ αὐτό. Μόνο τά ψίχουλα γύρευε σάν τό «σκυλί», ὅπως ἄλλοτε ἐκείνη ἡ Χαναναία· «καί γάρ τά κυνάρια ἐσθίει ἀπό τῶν ψιχίων τῶν πιπτόντων ἀπό τῆς τραπέζης τῶν κυρίων αὐτῶν...». Ἔλειωνε μέσα στήν ἀγωνία καί στή λαχτάρα της. Κι ἔτσι σιγά-σιγά ἐξαφανίστηκε ἡ φημισμένη ὀμορφιά της, σκέβρωσε τό κορμί της, σκελετώθηκε. Ἀπέμεινε φάντασμα.
Ὥσπου ὁ Κύριος ἀποφάσισε ὅτι ἔληξε ὁ καιρός τῆς δοκιμασίας της καί τῆς χάρισε αὐτό πού ζητοῦσε. Ἔστειλε τόν δοῦλο του Ζωσιμᾶ νά τή βρεῖ. Κι ἐκεῖνος, ἀφοῦ ἄκουσε τήν ἐξομολόγησή της, τήν καταξίωσε νά κοινωνήσει τῶν ἀχράντων μυστηρίων ἕνα χρόνο μετά.
Ἦταν Μ. Πέμπτη, ὅταν δέχτηκε μέσα της τόν οὐράνιο Ἄρτο. Ὁ μαθητής πρόδιδε τόν Διδάσκαλο στούς παρανόμους. Ἅπλωνε τά χέρια στά ἀργύρια καί μαζί μ᾿ αὐτόν τά ἁπλώναμε κι ὅλοι ἐμεῖς, τά τέκνα τοῦ Ἀδάμ, ἐκείνου τοῦ πρώτου προδότη. Διότι τί ἄλλο θά πεῖ ἁμαρτία παρά προδοσία, ξεπούλημα τῆς ἀγάπης τοῦ Θεοῦ πού πάσχει γιά χάρη μας;
Ἰδού ὅμως ὅτι ἡ Μαρία ἡ πόρνη, μία ἀπό ἐμᾶς, ξεπλήρωσε τοῦτο τό χρέος της. Κι ἐνῶ ὁ Ἰούδας ἄνοιγε τήν πόρτα στή νύχτα, αὐτή μετανοώντας ἐγκατέλειπε τό σκοτάδι κι ἔμπαινε στή χαρά τῆς βασιλείας Του «ἐν κροσσωτοῖς χρυσοῖς περιβεβλημένη, πεποικιλμένη». Ἡ Μαρία πού τήν εἴπανε Αἰγυπτία...
Ἰωάννης
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 87-88