Πίσω ἀπό τόν ὑπέροχο Κανόνα τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου διακρίνουμε τή μορφή του. Ὁ Ἰωσήφ ὁ ὑμνογράφος, ὁ ἱερομόναχος, ὁ ὅσιος, ὁλότελα δοσμένος στόν Θεό, ἔγινε σκεῦος ἐκλεκτό τῆς χάριτος.
Βίωμά του βαθύ ἦταν τό σχέδιο τῆς θείας Οἰκονομίας, μελέτημά του ἀγαπητό τά θαυμάσια τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ. Καί τό χέρι του ἔγινε ὄργανο θεϊκό, γιά νά ὑμνήσει τή δόξα τοῦ Θεοῦ, νά ψάλει τῆς Παναγίας Μητέρας τό κάλλος, νά τραγουδήσει τῶν μαρτύρων τά κατορθώματα.
Ἡ καρδιά του ποθεῖ τόν Θεό, νικᾶ τά γήινα καί ὑψώνεται στόν οὐρανό. "Λυτρωτά μου, εὔσπλαγχνε Χριστέ, ὅταν μέλλῃς ἔρχεσθαι ἐν δόξῃ κρῖναι κόσμον τῇ στάσει τῶν ἐκλεκτῶν σου συναρίθμησον κἀμέ". Δέεται κι ἡ προσευχή του συγκινεῖ καί τίς δικές μας καρδιές. Ἡ θεοφιλής ψυχή του ψάλλει εὐγνώμονα καί κατανυκτικά τήν ἐνανθρώπηση τοῦ Θεοῦ· "ἡ Παρθένος σήμερον τόν προαιώνιον Λόγον ἐν σπηλαίῳ ἔρχεται ἀποτεκεῖν ἀπορρήτως". Μέ δογματική ἀκρίβεια ἀλλά καί ποιητικό πλοῦτο οἱ στίχοι αὐτοί ἀντηχοῦν στούς ναούς καί στίς καρδιές μές στούς αἰῶνες. Ποιητής τῶν τροπαρίων τοῦ Κανόνα τοῦ Ἀκαθίστου Ὕμνου βάζει στά χείλη μας τίς ὑπέροχες προσφωνήσεις πρός τή Θεοτόκο, τίς μεστές σέ περιεκτικότητα, πού κρύβουν βαθιά εὐσέβεια καί γνώση τῆς ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Πατέρων· "ρόδον τό ἀμάραντον", "Χριστοῦ βίβλος ἔμψυχος", "ἡδύπνοον κρίνον", "νεφέλη ὁλόφωτος".
Καί τί θαυμαστό, στ᾿ ἀλήθεια! Τούτη ἡ εὐαίσθητη καρδιά τοῦ ποιητῆ εἶναι συγχρόνως ἡ γενναία καρδιά τοῦ ἀγωνιστῆ. Γεννημένος στή Σικελία τό 816 μ.Χ. ὁ Ἰωσήφ γνωρίζει ἀπό μικρό παιδί τόν πόνο τῆς ὀρφάνιας. Κι ὄχι πολύ ἀργότερα γεύεται τήν πίκρα τῆς προσφυγιᾶς, ὅταν τό 827 μ.Χ. οἱ Ἄραβες κυριεύουν τό νησί τους. Ὁ Ἰωσήφ μέ τήν εὐσεβῆ μητέρα του καί ὅλη τήν οἰκογένεια ἀναγκάζονται νά ᾿ρθοῦνε στόν ἑλλαδικό χῶρο. "Ξένο" τόν ὀνομάζουν οἱ βιογράφοι του, γιά νά ἐκφράσουν τῆς πολυκύμαντης ζωῆς του τήν ποικιλία σέ τόπους, συνθῆκες, καταστάσεις.
Βρισκόμαστε στά σκληρά χρόνια τῆς εἰκονομαχίας. Στόν πόλεμο πού ᾿χει ξεσπάσει δέν στέκει ἀμέτοχος ὁ Ἰωσήφ, παρόλο πού ντυμένος τό ράσο τοῦ ἱερομονάχου ἀρχικά ἀναζητᾶ τήν ἡσυχία καί τή μόνωση στή βυζαντινή Θεσσαλονίκη. Ἀργότερα τόν βρίσκουμε στή Βασιλεύουσα νά μαθητεύει δίπλα στόν λόγιο τῆς Ἐκκλησίας μας, Γρηγόριο Δεκαπολίτη. Κι ἔπειτα νά ἑνώνει τή φωνή του μέ τούς ἄλλους εὐθαρσεῖς ἀγωνιστές τῆς Ὀρθοδοξίας ἐνάντια στήν εἰκονομαχική πολιτική τοῦ Λέοντα Ε' τοῦ Ἀρμενίου (813-820).
Ταραγμένη εἶναι καί στή συνέχεια ἡ ζωή του, ὅταν ἀναγκάζεται νά ἐγκαταλείψει τήν Κων/πολη μέ προορισμό τή Ρώμη, ἀλλά καθ᾿ ὁδόν πέφτει θῦμα πειρατῶν καί ὁδηγεῖται στήν Κρήτη. Πῶς νά μή θαυμάσει κανείς τό ψυχικό του μεγαλεῖο, ὅταν τόν ἀντικρύζει καί στίς σκληρές συνθῆκες τῆς αἰχμαλωσίας νά ἐργάζεται γιά τή δόξα τοῦ Θεοῦ καί νά συνθέτει ὕμνους καί ἱερές ἀκολουθίες!
Μετά τήν ἐπιστροφή του στήν Κων/πολη τά ταλέντα του, τήν ἀγωνιστικότητά του, τήν ἐμμονή του στήν Ὀρθοδοξία, ἀναγνωρίζουν καί τιμοῦν ὁ πατριάρχης Γεννάδιος καί ὁ Μ. Φώτιος. Εὐθύς, ἀφιλοκερδής, τίμιος ἀγωνιστής ὁ Ἰωσήφ ἐπιθυμεῖ ἡ Ἐκκλησία νά μένει μακριά ἀπό κοσμικές ἐπιρροές. Ἔτσι πέφτει στή δυσμένεια τοῦ Βάρδα, ἀδελφοῦ τῆς αὐτοκράτειρας Θεοδώρας. Δύο φορές ἐξορίζεται. Στίς 3 Ἀπριλίου τοῦ 886 ἀναπαύεται γιά πάντα στήν ἀγάπη τοῦ Θεοῦ, στήν ὁποία εἶχε ἀποθέσει μέ ἐμπιστοσύνη τή ζωή του ὁλόκληρη.
Ἡ ὀρφάνια καί ἡ προσφυγιά, ἡ αἰχμαλωσία καί ἡ ἐξορία δέν λύγισαν τή γενναία ψυχή του, δέν ἔκαμψαν τό ἀλύγιστο φρόνημά του. Οἱ Ἄραβες, οἱ πειρατές, οἱ εἰκονομάχοι δέν τόν πτόησαν, δέν μάραναν τήν ἁγνότητά του, δέν ἔφθειραν τήν τιμιότητά του. Ὄμορφη καί δροσερή ἡ ψυχή του στολισμένη μέ ἄνθη ἀρετῆς, πλουτισμένη μέ οὐράνιους θησαυρούς, ἐξαγνισμένη στό καμίνι τῶν θλίψεων, μᾶς ἐμπνέει, μᾶς συγκινεῖ, μᾶς διδάσκει νά ὑμνοῦμε τόν Κύριό μας ἐν παντί καιρῷ.
Ἰχνηλάτης