Πρίν κλείσει τόν κύκλο τῶν ἡμερῶν του ὁ Ἰούνιος, προβάλλει τή μορφή τοῦ κορυφαίου ἀποστόλου Παύλου. Ἀπό τή γιγάντια προσωπικότητα αὐτοῦ τοῦ ἀνθρώπου, τοῦ ὁποίου ἡ λαλιά ἀκούστηκε ὅπου φυτρώνει ἡ ἐλιά -δηλαδή σ᾿ ὅλη τήν περιοχή πού βρέχεται ἀπό τή Μεσόγειο- ἕνα μονάχα στοιχεῖο θά σχολιάσουμε, τό ὄνομά του. Τό παραδίδει ἡ ἱστορία μέ τρεῖς μορφές: Σαούλ, Σαῦλος, Παῦλος.
Αὐτά τά τρία ὀνόματα ἀποκαλύπτουν τρία ξεχωριστά προσόντα: τήν ἰουδαϊκή καταγωγή καί θρησκεία, τήν ἑλληνική παιδεία καί διανόηση, τή ρωμαϊκή ὑπηκοότητα. Τοῦτα τά προσόντα μαζί μέ τά ἄλλα ἐξαιρετικά φυσικά χαρίσματα τοῦ Παύλου, τά ὁποῖα ἐπένδυσε τό ἅγιο Πνεῦμα, τοῦ ἐξασφάλισαν τίς προϋποθέσεις γιά νά ἀνταποκριθεῖ στήν κλήση τοῦ Θεοῦ «τέθεικά σε εἰς φῶς ἐθνῶν», νά ὑποτάξει «πᾶν ὕψωμα ἐπαιρόμενον... εἰς τήν ὑπακοήν τοῦ Χριστοῦ».
Ὑψηλότερη βαθμίδα γιά τήν προσέγγιση στόν Θεό, ἀπό ἐκείνη στήν ὁποία ἀνέβαζε τόν ἄνθρωπο ἡ ἰουδαϊκή θρησκεία, δέν ὑπῆρχε. Καί ὁ Σαούλ εἶχε τό προνόμιο νά ἀνήκει στόν περιούσιο, στόν ἐκλεκτό λαό τοῦ Θεοῦ. «Ἑβραῖος ἐξ Ἑβραίων» καί μάλιστα ζηλωτής φαρισαῖος κατεῖχε τήν ἀποδεκτή λατρεία, τίς ὑποσχέσεις τοῦ Θεοῦ καί τίς προφητεῖες γιά τόν ἀναμενόμενο Μεσσία. Ὅλα αὐτά, μάλιστα, τά δίδασκε ὡς ραββίνος.
Λόγιος, κάτοχος τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί παιδείας καθώς εἶχε γεννηθεῖ στήν πολυάνθρωπη καί ἐμπορική Ταρσό τῆς Κιλικίας, ὅπου κυριαρχοῦσε ὁ Ἑλληνισμός, ὁ Σαούλ ἐξελληνίσθηκε. Αὐτό δηλώνει τό ὄνομά του Σαῦλος. Ἡ ἑλληνική γλώσσα ἦταν τότε παγκόσμια καί ἡ ἑλληνική διανόηση εἶχε ἤδη δώσει τά καλύτερα δείγματά της. Μέ τό ἐφόδιο αὐτό ὁ Σαῦλος εἶχε πρόσβαση ὄχι μόνο στούς Ἑβραίους καί στούς προσηλύτους, πού ἔρχονταν στή συναγωγή, ἀλλά καί σ᾿ ὅλο τόν πολιτισμένο κόσμο.
Ὁ τίτλος τοῦ ρωμαίου πολίτη, περιζήτητος γιά τήν ἐποχή, ἔδωσε στόν Παῦλο τή δυνατότητα νά κινεῖται μέ ἄνεση μέσα στήν ἀπέραντη ρωμαϊκή αὐτοκρατορία. Ἐν ὀνόματι τῆς ρωμαϊκῆς του ὑπηκοότητας ἀπολαμβάνει τήν ἰδιαίτερη φροντίδα τοῦ ρωμαίου χιλιάρχου στά Ἰεροσόλυμα καί σώζεται ἀπό τόν ἑβραϊκό φανατισμό στό δικαστήριο τῆς Καισάρειας, ὅπου «Καίσαρα ἐπικαλεῖται». Ἔτσι κατορθώνει νά ἁλιεύσει ψυχές γιά τόν Χριστό ἀκόμη καί ἀπό τήν «Καίσαρος οἰκίαν».
Στά τρία ὀνόματα τοῦ Παύλου τυπικά ἀλλά καί οὐσιαστικά συμφιλιώνονται, ἐξαγνίζονται καί ἀξιοποιοῦνται οἱ τρεῖς μεγάλες δυνάμεις τῆς ἐποχῆς του: Ἰουδαϊσμός, Ἑλληνισμός, ρωμαϊκή ἐξουσία. Ὅ,τι καλό ὑπῆρχε σ᾿ αὐτές τό ἀξιοποίησε καί τό ἔθεσε στήν ὑπηρεσία τῆς ἀνθρωπότητας ὁ ἀπόστολος τῶν ἐθνῶν καί ἡ Ἐκκλησία. Ἄν ἤθελε νά τό θυμηθεῖ καί νά τό προσέξει αὐτό ἡ σύγχρονη Εὐρώπη, θά ἔπρεπε νά ζητήσει συγγνώμη ἀπό τόν πνευματικό της πατέρα. Νά πετάξει τά «σκύβαλα», πού στό πέρασμα τῶν εἴκοσι αἰώνων σώρευσε, καί νά ξαναγυρίσει στήν πίστη ὅπου ἐκεῖνος τήν ὁδήγησε. Αὐτό θά ἦταν τό πιό θετικό βῆμα γιά τήν πραγματική εὐημερία καί τήν ἀληθινή ἑνότητα τῶν λαῶν.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 123