Ἀπό τόν προφήτη Ἰεζεκιήλ

Iezekiil Πόθος βαθύς κι ἀνάγκη ἀδήριτη τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά καί τοῦ Θε­οῦ ἐπιθυ­μία καί σχέδιο καί ἔργο, ἡ σωτη­ρία. Κι ὅμως, τό διαπι­στώνουμε καθημερι­νά, πολλοί ταλαιπωροῦνται χωρίς καμία ἐλπίδα, μακριά ἀπό τήν σωτηρία. Για­τί;

 Τήν ἀπάντηση τῆς ἁγίας Γραφῆς, ὅ­πως διατυπώνεται ἤδη στήν Πα­λαιά Διαθήκη, μᾶς με­ταφέρει ἕνας ἀ­πό τούς τέσσερις μεγάλους προ­φῆτες, πού ἔδρασε στίς ἀρχές τοῦ 6ου αἰ. π.Χ., ὁ Ἰεζεκιήλ (23/7). Καταγόμενος ἀ­πό ὑψηλή κοι­νωνική τάξη, γιός ἱε­ρέ­ως, ἔζησε τήν βαβυλώνια αἰχμαλωσία μα­ζί μέ ἄλλους συμπα­τρι­ῶτες του. Εἶ­ναι ἀπό τίς πιό παρά­δοξες προσω­πι­κότητες τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης καί τό ὄνομά του ση­μαίνει «ὁ Θεός εἶναι ἰ­σχυρός ἤ ὁ Θεός ἐνισχύει».

 Τήν προστασία καί βοήθεια τοῦ Θε­οῦ τήν θεωροῦσαν κεκτημένο δικαί­ω­μά τους οἱ Ἰσρα­η­λῖτες, ὡς πε­ρι­ούσιος λαός τοῦ Γιαχβέ. Ὡστόσο, μετά ἀπό τήν θρησκευτική, ἠθική καί κοινωνική κατάρρευση τοῦ ἰουδαϊκοῦ κράτους, ἡ βαβυλώνια αἰχμαλωσία σήμανε ἤδη καί τήν ἐθνική κατάλυσή του. Στήν φοβερή αὐτή δοκι­μασία ὁ προ­φή­της βλέπει τήν κάθαρση τοῦ λαοῦ, τήν ὁ­ποία θά ἐπιφέρει ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ ὡς μία προτύπωση τῆς εὐλογίας καί τῆς δόξας τῆς μεσσιανικῆς ἐποχῆς.

 Γιά νά συγ­κρο­τηθεῖ καί πάλι ἡ δια­λυμένη ἐ­θνική καί θρη­σκευτική ὑ­πό­σταση τοῦ Ἰσραήλ ἀπαιτεῖται τό και­νούργιωμα τῆς καρδιᾶς τῶν Ἰσραη­λιτῶν, ἡ ἀλλαγή τῆς νοο­τρο­πίας τους. Ὁ Ἰεζεκιήλ μεταφέρει τό ἐ­ρώτημα τοῦ Θεοῦ· «Μή θελήσει θελή­σω τόν θάνα­τον τοῦ ἀνόμου, λέ­γει Κύ­ριος, ὡς τό ἀ­πο­στρέψαι αὐτόν ἐκ τῆς ὁδοῦ τῆς πονη­ρᾶς καί ζῆν αὐ­τόν;» (Ἰζ 18,23). Μή­πως θέλω ἐγώ νά πεθαίνει ὁ ἄ­νο­μος χωρίς νά με­τα­νο­ή­σει καί νά ἐγ­κατα­λείψει τήν πονηρή ὁ­δό ὥστε νά χαρεῖ τήν ζωή; Ὄχι, βέβαια! Ἐπει­δή, λοιπόν, δέν ὑπάρχει ἄνθρω­πος μή ἄ­νο­μος, ἀναμάρτητος, ἡ ἀγά­πη τοῦ Θε­οῦ ἄνοιξε ἕναν σίγουρο δρόμο γιά τήν σωτηρία, τήν μετάνοια. Κα­νείς δέν σώ­ζεται, ἄν ὁ ἴ­διος δέν τό θελήσει, ἄν δέν ἐκφράσει τήν ἐλεύ­θε­ρη θέ­λη­σή του μέ τήν με­τά­νοια.

 Χα­ρά μεγάλη γίνεται στόν οὐρανό «ἐπί ἑνί ἁμαρ­τωλῷ μετανοοῦντι» (Λκ 15,7). Χαίρεται ἡ ἁγία Τριάδα, ὅ­ταν στήν γῆ κάποιος ἁμαρτω­λός μετα­νοεῖ, παύει τήν συνεργασία μέ τόν πονηρό καί ἐπι­στρέφει στήν χαρά τοῦ Κυρίου. Ἡ ἁγία Ἐκκλησία μας, ἡ ἀνοιχτή ἀγ­καλιά τοῦ Χριστοῦ, φιλάνθρωπα δέχε­ται τοῦ καθενός τήν μετάνοια καί τόν ἀπαλλάσσει ἀπό τό βάρος τῶν ἁμαρ­τιῶν του. Ἀλλά τήν πρωτοβουλία γι᾽ αὐ­τή τήν ἐπιστροφή τήν ἔχει ἐξ ὁλο­κλή­ρου ὁ ἄνθρωπος.

 Ἀδελφέ μου, ὁ Θεός θέλει τήν  σω­τηρία σου. Ἐσύ τήν θέλεις;

 

Στέργιος Σάκκος

Ἀπολύτρωσις 66 (2011) 195