Σ᾿ ὅλο τό χρόνο ἁπλώνεται ἡ χάρη της. Δεκάδες γιορτές της σημειώνει τό ἑορτολόγιο τῆς Ἐκκλησίας. Ἀλλά ὁ Αὔγουστος εἶναι ὁ κατ᾿ ἐξοχήν δικός της μήνας, ὁ μήνας τῆς Παναγιᾶς. Τ᾿ ἀπομεσήμερα τοῦ Δεκαπενταυγούστου, καθώς καταλαγιάζει ἡ κάψα τῆς ἡμέρας καί μιά ἀνάσα δροσιᾶς πλανᾶται στήν ἀτμόσφαιρα, τρέχουν οἱ ψυχές νά δροσιστοῦν στή χάρη της. Γεμίζουν οἱ ναοί καί τά ξωκκλήσια μας ἀπό πιστούς. Κι ἔτσι, καθώς ὅλοι τήν ἐπικαλοῦνται καί τήν ὑμνολογοῦν, νιώθεις τήν πλάση ὅλη γεμάτη ἀπό τήν παρουσία της.
Ἡ παρουσία της, ἐγγύηση ἀσάλευτη γιά τήν προστασία της στούς ἀνθρώπους, εἶναι ζωντανή ἀπό τότε πού περπάτησε πάνω σ᾿ αὐτή τή γῆ ἡ σεμνή κόρη τῆς Ναζαρέτ· κι ἀκόμη πιό πρίν, ὅταν τό προφητικό βλέμμα διασχίζοντας τούς αἰῶνες ἔβλεπε ὅτι γιά τήν ἐκπλήρωση τοῦ σχεδίου τῆς θείας Οἰκονομίας «ἰδού ἡ παρθένος ἐν γαστρί ἕξει, καί τέξεται υἱόν» (Ἠσ 7,14).
Μοναδική ἡ προσφορά της στό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Μοναδική καί ἡ μορφή καί ἡ ἱστορία της. Ὑμνήθηκε κι ἐγκωμιάσθηκε ἀνά τούς αἰῶνες. Γιά χάρη της συντέθηκαν τά πιό πολλά καί τά πιό ἐκφραστικά ἐγκώμια. Ἀλλά κανένα δέν μπορεῖ νά ἀποδώσει τήν πραγματική της ἀξία. Διότι ἡ ἀξία τῆς Παναγίας ἀπορρέει ἀπό τή δόξα τοῦ Μονογενοῦς Υἱοῦ της, τοῦ Θεανθρώπου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, καί σ᾿ αὐτόν καταλήγει. Ἡ τιμή στό πάναγνο πρόσωπό της ἀνάγεται στόν Κύριο καί Θεό μας, πού τόν κράτησε στά σπάγχνα καί στήν ἀγκαλιά της αὐτή ἡ «εὐλογημένη ἐν γυναιξί».
Τήν ἀλήθεια αὐτή βλέπουμε νά τήν κατανοεῖ καί νά τήν ἐκφράζει μιά ἁπλή Ἰσραηλίτισσα, σύγχρονη τῆς Παναγίας. Μία ἀνώνυμη γυναίκα τοῦ ὄχλου, συνεπαρμένη ἀπό τό κήρυγμα τοῦ γλυκυτάτου διδασκάλου Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἐγκωμιάζει ὄχι τόν ἴδιο ἀλλά τή μάνα πού τόν γέννησε· «Μακαρία ἡ κοιλία ἡ βαστάσασά σε καί μαστοί οὕς ἐθήλασας» (Λκ 11,27). Λίγες δεκαετίες πιό πρίν, ὅταν ἡ πάναγνη κόρη, μυημένη στό μεγάλο μυστήριο, μέ τόν εὐαγγελισμό της, εἶχε ἀφήσει τήν καρδιά της νά ξεσπάσει σ᾿ ἐκείνη τήν ὑπέροχη ὠδή, εἶχε προφητεύσει γιά τόν ἑαυτό της· «Ἰδού γάρ ἀπό τοῦ νῦν μακαριοῦσί με πᾶσαι αἱ γενεαί» (Λκ 1,48). Καί νά, τώρα ἡ προφητεία ἐκπληρώνεται στό ἐγκώμιο πού τῆς πλέκει μία ἀνώνυμη γυναίκα τοῦ λαοῦ.
Ἐκεῖνο τό ἁπλό περιστατικό γίνεται ὁ προάγγελος τῆς ὑπέροχης ἱστορίας πού θά ἀκολουθήσει. Ἀπό τότε καί μέχρι τή συντέλεια, στήν Παλαιστίνη καί στόν κόσμο ὅλο, κάθε ψυχή πού θά σημαδεύεται ἀπό τόν λόγο καί τήν ἀγάπη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, σεβαστικά καί λατρευτικά θ᾿ ἀγκαλιάζει καί τήν Παναγία Μητέρα του. Καί μαζί μέ τόν ἀναστημένο Κύριο, πού ἡ παρουσία του συνέχει καί ρυθμίζει τήν ἱστορία, θά ζοῦν οἱ ἄνθρωποι καί τήν εὐεργετική παρουσία τῆς Κυρίας Θεοτόκου.
Ὅσο ἦταν σ᾿ αὐτή τή γῆ ὁ Κύριος, διακριτικά ἀλλά ἀδιάκοπα ἀκολουθοῦσε τά βήματά του ἡ Κεχαριτωμένη Μητέρα του. Στόν γάμο τῆς Κανᾶ, ὅπου ἡ προνοητική φροντίδα της βγάζει ἀπό τό ἀδιέξοδο τούς οἰκοδεσπότες (Ἰω 2,1-11), ἀλλά καί στό σπίτι του στήν Καπερναούμ (Ἰω 2,12) καί στίς ἱεραποστολικές περιοδεῖες του σημειώνει τήν παρουσία της τό ἅγιο Εὐαγγέλιο.
Στίς ὧρες τοῦ Πάθους παραστέκει σιωπηλά κλείνοντας μέ καρτερία τήν ὀδύνη στή μητρική της καρδιά. Καί μετά τήν Ἀνάσταση, μαζί μέ τίς ἄλλες μαθήτριες τοῦ Κυρίου, ἀνάμεσα στίς ὁποῖες συγκαταλέγεται, ζῆ τό κάθε περιστατικό τῆς πρώτης Ἐκκλησίας· τήν Ἀνάληψη, τήν ἐκλογή τοῦ Ματθία, τήν Πεντηκοστή. Σεμνή καί ἀθόρυβη, ἀλλά πάντοτε παροῦσα στή ζωή τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀργότερα, ἀπό τό σπίτι τοῦ ἠγαπημένου μαθητοῦ, στόν ὁποῖο τήν ἐμπιστεύθηκε ἀπό τόν σταυρό του ὁ Κύριος, περνᾶ στήν ἄλλη διάσταση, στήν αἰωνιότητα. Κι ὅπως «ἐν τῇ γεννήσει τήν παρθενίαν ἐφύλαξε», ἔτσι «ἐν τῇ κοιμήσει» της δέν ἐγκαταλείπει τόν κόσμο. Χωρίς νά τήν βλέπουν τώρα τά φυσικά μάτια, τήν αἰσθάνονται ὅλες οἱ πιστές καρδιές. Ἔτσι, ὅταν οἱ διωγμοί χτυποῦν μέ λύσσα τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τό νιώθουν ὅλοι πώς ἡ ρομφαία διαπερνᾶ τῆς Παρθένου τά σπλάγχνα. Ἡ δική της συμπάθεια καί συμπαράσταση γίνεται θάρρος καί δύναμη ἀντιστάσεως γιά τούς μάρτυρες.
Ὅταν μέσα στή μανία τῶν αἱρέσεων ἡ Ἐκκλησία διασφαλίζει τίς ἀλήθειες τῶν δογμάτων της, τό δικό της πρόσωπο εἶναι καθοριστικό γιά τή διατύπωση τῶν δογματικῶν ὅρων. Ἡ ὀρθόδοξη πίστη τήν ὁμολογεῖ Θεοτόκο καί τήν ἀναγνωρίζει «ἐργαστήριον τῶν δύο φύσεων», καί γίνεται «τῶν δογμάτων Χριστοῦ τό κεφάλαιον» αὐτή πού στάθηκε «τῶν θαυμάτων αὐτοῦ τό προοίμιον».
Στή λαίλαπα τῆς εἰκονομαχίας ἡ ἅγια μορφή της τοποθετεῖται δίπλα στήν «ἄχραντον εἰκόνα» τοῦ ἀγαθοῦ Υἱοῦ της καί προσκυνεῖται μαζί μ᾿ ἐκείνην. Διότι ὅ,τι ἀνθρώπινο μέσα της ἐξαγιάσθηκε καί θεώθηκε. Ἡ μητέρα τοῦ Θεανθρώπου ἔγινε ὁ πρῶτος θεωμένος ἄνθρωπος, ὁ πρῶτος ἀνθρωπόθεος. Ἔτσι ἡ τιμή στό πρόσωπό της μεταβαίνει στόν μόνο ἀπόλυτα προσκυνητό, τόν Υἱό της.
Οἱ μεταγενέστερες αἱρέσεις ἀναγνωρίζονται καί στιγματίζονται ἀπό τή λανθασμένη θέση τους ἔναντι τῆς Θεοτόκου. Οἱ προτεστάντες τήν ἐκτιμοῦν, ἀλλά δέν τήν τιμοῦν. Καί καταντοῦν ἔτσι νά τήν ὑποτιμοῦν καί καταφρονοῦν. Οἱ παπικοί τήν ὑπερτιμοῦν, τήν θεοποιοῦν. Κι εἶναι γι᾿ αὐτό ἔξω καί μακριά ἀπό τήν ἀλήθεια. Ἀνάμεσα στίς δύο παρεκτροπές κρατᾶ ἀπαραχάρακτη τήν ἀλήθεια ἡ Ὀρθοδοξία, ἀποδίδοντας στήν Θεοτόκο τήν τιμή πού ὁ Κύριος τῆς ἀναγνώρισε καί ἡ Παράδοση καθιέρωσε.
Ἀλλά δέν εἶναι μόνο τά δόγματα καί ἡ ἀπόκρουση τῶν αἱρετικῶν, πού κρατοῦν στήν ἐπικαιρότητα τή μορφή τῆς Παναγίας μας. Ἐπίκαιρη καί ζωντανή παραμένει ἡ παρουσία της σέ κάθε ἐποχή καί τόπο. Σέ χρόνους δύσκολους, ὅπου πόλεμοι καί ταραχές σαλεύουν τήν ἀνθρωπότητα καί σέ καιρούς εἰρήνης.
Μέ τ᾿ ὄνομά της στά χείλη ρίχνεται στόν ἀγῶνα ὁ πιστός. Σ᾿ αὐτό βρίσκει ἀσφάλεια στήν ὥρα τή δύσκολη ὁ κάθε ἄνθρωπος. Ἀπ᾿ τή μορφή της ἐμπνέεται ἡ εὐσεβής νεότης καί σ᾿ αὐτήν, τήν «καλήν κουροτρόφο», ἀποζητᾶ προστασία. Στήν ἀγκαλιά της ἀκουμποῦν τούς πόνους καί τά βάρη τους οἱ μάνες ὅλου τοῦ κόσμου. Κι ὅταν ρομφαία ὀδυνηρή τρυπᾶ τήν καρδιά τους, κοντά της στηρίζονται καί μαθαίνουν νά ὑπομένουν τόν πόνο μέ σιωπηλή καρτερία.
Στή σκέπη της προστρέχουν ὅλοι οἱ πονεμένοι κι ἀνακουφίζονται ἀπό τόν πόνο. Μέ τή δική της παραμυθία ἀνθίζει τό χαμόγελο στά πικραμένα χείλη καί στηρίζεται ἡ ἀπελπισμένη καρδιά. Μέ τή δική της ἔμπνευση καί προστασία μένει ἀκατάβλητος ὁ ἀγωνιστής τοῦ καλοῦ. Καί ὁ ξεστρατισμένος ἁμαρτωλός ἀπό τή δική της συμπάθεια ἐνθαρρύνεται γιά ν᾿ ἀποτινάξει τόν ζυγό τῶν κριμάτων του καί νά ἐπιστρέψει στόν οἰκτίρμονα Υἱό της, τόν ὁποῖο καθιστᾶ ἵλεω καί εὐδιάλλακτο ἡ δική της «θερμή πρεσβεία».
Εἶναι γιά ὅλους μας ἡ ἀσφαλής σκέπη, ἡ «πλατυτέρα νεφέλης». Γι᾿ αὐτό αὐθόρμητα τήν ἐμπιστευόμαστε· «Δέσποινα καί Μῆτερ τοῦ Λυτρωτοῦ, δέξαι παρακλήσεις ἀναξίων σῶν οἰκετῶν...».
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 53 (1998) 148-150