Ἡ Παναγία Μητέρα τοῦ Κυρίου μας, «τό κεφάλαιον ὅλων τῶν θαυμάτων, τό ὕψιστον θαῦμα», δέν εἶναι μία συνηθισμένη, ἔστω ἡ πιό ἁγία, ἀνθρώπινη προσωπικότητα. Εἶναι ὁ ἄνθρωπος πού συνεργάσθηκε μέ τόν Θεό μ᾿ ἕναν μοναδικό κι ἀνεπανάληπτο τρόπο· ἔγινε ἡ Μητέρα του! «Εἰ γάρ ἔστι Θεός ὁ Κύριος ἡμῶν ᾿Ιησοῦς Χριστός, πῶς οὐ Θεοτόκος ἡ τεκοῦσα ἁγία Παρθένος;», ρωτᾶ ὁ ἅγιος Κύριλλος ᾿Αλεξανδρείας. Καί ἡ ᾿Εκκλησία, μαζί μέ τή δογματική κατοχύρωση τοῦ προσώπου τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, καθιερώνει γιά τή Μητέρα του τόν ὅρο «Θεοτόκος».
«Καί διανοίας καί γλώσσης ἀνώτερον», χαρακτηρίζει ὁ ἅγιος Βασίλειος Σελευκείας, «τό μέγα τῆς Θεοτόκου μυστήριον». Ποιός θά μποροῦσε, τάχα, νά μιλήσει γιά τό μεγάλο μυστήριο αὐτῆς τῆς κεχαριτωμένης καί μοναδικά εὐλογημένης μορφῆς; «Τίς ἱκανός τό τοιοῦτον φράσαι μυστήριον; Ποῖον δέ φθέγξασθαι στόμα ἤ ποία γλῶσσα λαλῆσαι περί τῆς μεγαλωνύμου... Θεοτόκου Μαρίας, μητρός τοῦ Κυρίου; Αὕτη γάρ καί τάς τῶν οὐρανῶν δυνάμεις ἐξένισεν», θαυμάζει ὁ ἅγιος ᾿Επιφάνιος, ἐπίσκοπος Κύπρου. Εἶναι ὅμως ἐνδιαφέρον ὅσο καί ἀσφαλές νά μελετοῦμε τή μορφή της μέσα στίς λιγοστές ἀριθμητικά, ὡστόσο πλούσιες καί ἀκένωτες, γλυκύτατες καί διδακτικές μαρτυρίες πού μᾶς παρέχουν τά ἱερά Εὐαγγέλια.
Ἄν ἡ γραφίδα τοῦ εὐαγγελιστῆ Λουκᾶ ἱστορεῖ μέ τόν δικό της ἀνυπέρβλητο τρόπο τό πορτραῖτο τῆς Παναγίας, δέν ὑστεροῦν σέ ἐνδιαφέρον καί σπουδαιότητα καί οἱ πληροφορίες πού μᾶς παρέχει ὁ θεολόγος εὐαγγελιστής, ὁ μαθητής τῆς ἀγάπης ᾿Ιωάννης, ὁ ὁποῖος συνδέθηκε μέ τήν Παναγία μας μ᾿ ἕναν ἐντελῶς ἰδιάζοντα τρόπο· ἔγινε ὁ θετός υἱός της. ῾Ο ᾿Ιωάννης, λοιπόν, διασώζει τρεῖς μαρτυρίες γιά τό πρόσωπο τῆς Θεοτόκου. Οἱ δύο περιέχονται στό Εὐαγγέλιο πού αὐτός ἔγραψε. Παρουσιάζουν τή Μητέρα τοῦ Κυρίου δίπλα στόν Μονογενῆ Υἱό της ἀντίστοιχα στό πρῶτο ἐπεισόδιο τῆς δημόσιας ζωῆς του, στό γάμο τῆς Κανᾶ (᾿Ιω 2,1-11), καί στό τελευταῖο, στό σταυρό τοῦ Γολγοθᾶ (᾿Ιω 19,23-27). ῾Η τρίτη μαρτυρία, στό 12ο κεφάλαιο τῆς ᾿Αποκαλύψεως, ἀποδίδει προφητικά τήν οὐράνια δόξα τῆς Θεοτόκου. ῾Η πρώτη μαρτυρία καθορίζει τή σχέση τῆς Μητέρας τοῦ Κυρίου μέ μᾶς, ἡ δεύτερη ἐπισημαίνει τό δικό μας χρέος ἀπέναντί της. Καί γίνονται ἔτσι οἱ δύο αὐτές μαρτυρίες οἱ χειραγωγοί τῶν χριστιανῶν γιά τή δόξα τοῦ οὐρανοῦ, τήν ὁποία προτυπώνει ἡ Παναγία στήν τρίτη μαρτυρία. Αὐτή ἡ «γυνή ἡ περιβεβλημένη τόν ἥλιον», ὅπως ἑρμηνεύουν οἱ πατέρες, προτυπώνει τή μέλλουσα δόξα, ὅπου πορεύεται ἡ ᾿Εκκλησία καί ὁ κάθε πιστός. ᾿Αξίζει, πράγματι, νά σταθοῦμε στίς τρεῖς μαρτυρίες τοῦ εὐαγγελιστῆ ᾿Ιωάννη.
Α. ῾Η ἐντολή της· Στό γάμο τῆς Κανᾶ καλεσμένη ἡ Παναγία μαζί μέ τόν Υἱό της, προφανῶς καί μέ τούς φίλους ᾿Εκείνου, τούς πρώτους μαθητές, παρεμβαίνει μεταφέροντας στόν Κύριο τήν ἀνάγκη τῶν ἀνθρώπων τοῦ γάμου· «οἶνον οὐκ ἔχουσι». Κι ἔπειτα, στρέφεται πρός τούς διακονοῦντες γιά νά τούς παραγγείλει· «ὅ,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε». ᾿Αλλοῦ τά ἱερά Εὐαγγέλια ἀναφέρουν τόν ὕμνο πού ἡ Παρθένος ἀπευθύνει πρός τόν Θεό, τό διάλογό της μέ τόν ἄγγελο Γαβριήλ ἤ μέ τόν Κύριο, τόν χαιρετισμό της στήν ᾿Ελισάβετ. Αὐτά τά λόγια πού ἀπευθύνει πρός τούς ἀνθρώπους τοῦ γάμου τῆς Κανᾶ εἶναι, θά λέγαμε, τό εὐαγγέλιο τῆς Παναγίας μας. Καί εἶναι ἰδιαίτερα σημαντικό ὅτι ἡ προτροπή της ταυτίζεται μέ ἐκείνη τοῦ οὐράνιου Πατέρα κατά τή Μεταμόρφωση τοῦ Κυρίου· «αὐτοῦ ἀκούετε». ῾Η Μητέρα τοῦ Κυρίου, ὅπως καί ὁ οὐράνιος Πατέρας του, συνιστᾶ ὑπακοή στόν ᾿Ιησοῦ Χριστό!
Τό σκεφθήκαμε, ἀλήθεια, ἐμεῖς, πού συχνά προστρέχουμε στή σκέπη τῆς Παναγίας μας καί ζητοῦμε τήν προστασία καί τή βοήθειά της, τό σκεφθήκαμε ὅτι κάτι ζητᾶ ἀπό μᾶς ἡ Παναγία; «῞Ο,τι ἄν λέγῃ ὑμῖν ποιήσατε». Πού θά πεῖ· ἀκοῦτε τί σᾶς λέγει ὁ Υἱός μου, πράττετε τό δικό του θέλημα, ὅπως περιέχεται συγκεκριμένα καί σαφέστατα μέσα στό ἅγιο Εὐαγγέλιο. Αὐτό εἶναι ἡ λύση τῶν προβλημάτων σας, ἡ ἐκπλήρωση τῶν ἀναγκῶν σας, ἡ ἁρμονία καί πληρότητα τῆς ζωῆς σας.
Β. ῾Η θέση της στή ζωή μας· Βρισκόμαστε στό Γολγοθᾶ. ῾Υψωμένος πάνω στό σταυρό ὁ Κύριος, στήν ὥρα τῆς πιό πικρῆς ὀδύνης. Σηκώνει βαρύ φορτίο, ὄχι μόνο τόν σωματικό πόνο καί τήν πίκρα ἀπό τήν ἄρνηση τῶν μαθητῶν, ἀπό τήν ἀχαριστία τῶν σταυρωτῶν· σηκώνει τό βάρος τῆς ἁμαρτίας ὅλου τοῦ κόσμου, Αὐτός ὁ ἀναμάρτητος! ῾Υπογράφει μέ τό αἷμα του τή διαθήκη τῆς σωτηρίας καί τῆς λυτρώσεώς μας. Κάτω ἀπό τό σταυρό του παραστέκουν βουβά ἡ πονεμένη Μητέρα του καί ὁ μαθητής «ὅν ἠγάπα». Ἐκείνη τήν ὥρα, λίγο πρίν παραδώσει τό πνεῦμα του στόν οὐράνιο Πατέρα, ὁ Κύριος λέγει στή Μητέρα· «γύναι, ἰδού ὁ υἱός σου», καί στόν μαθητή· «ἰδού ἡ μήτηρ σου». Καί ὁ μαθητής ἀπό τήν ὥρα ἐκείνη «ἔλαβεν αὐτήν εἰς τά ἴδια». Τί χαρά καί τί εὐλογία γιά τόν ᾿Ιωάννη νά ἔχει στό σπίτι του τή Μητέρα τοῦ Κυρίου!
Σκεφθήκαμε ὅμως ὅτι ὅλοι ἐμεῖς, πού δηλώνουμε μαθητές τοῦ Χριστοῦ, πού τόν ἀγαποῦμε ὡς Κύριο καί Θεό μας, ἔχουμε ἐπίσης τήν ἴδια εὐλογία; ῎Εχει ἐμπιστευθεῖ καί σέ μᾶς τήν Παναγία Μητέρα του! Νά τήν ἔχουμε στό εἰκονοστάσι στά δεξιά τοῦ Υἱοῦ της γιά νά πρεσβεύει σέ Κεῖνον γιά μᾶς. ᾿Αλλά νά τήν ἔχουμε -κυρίως αὐτό- καί στήν καρδιά μας, γιά νά ἐμπνέει τήν πίστη καί τή ζωή μας.
Γ. Τό πρότυπο τῆς δόξας μας· Τό βιβλίο τῆς ᾿Αποκαλύψεως, τό μόνο προφητικό βιβλίο τῆς Καινῆς Διαθήκης, χωρίζεται σέ δύο μέρη. Στήν ἀρχή τοῦ πρώτου μέρους (κεφ. 1-11), στό πρῶτο κεφάλαιο τοῦ βιβλίου, προβάλλει μεγαλόπρεπη ἡ μορφή τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ ὡς «τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου». Τό δεύτερο μέρος (κεφ. 12-22) ἀνοίγει μέ τό «σημεῖον μέγα»· Μία γυναίκα μέ φόρεμά της τόν ἥλιο, μέ διάδημά της δώδεκα ἀστέρια, μέ τή σελήνη κάτω ἀπό τά πόδια της «ἐν γαστρί ἔχουσα τοῦ τεκεῖν». Εἶναι ἡ Μητέρα τοῦ Κυρίου, πού γεννᾶ τόν «υἱόν αὐτῆς», δέχεται μαζί του τόν πόλεμο τοῦ δράκοντα καί διασώζεται μαζί του «εἰς τήν ἔρημον». Αὐτή ἡ ἡλιοντυμένη γυναίκα φορᾶ τή δόξα τοῦ φωτός, καθώς ἔχει στήν ἀγκαλιά της τόν «ἀναβαλλόμενον φῶς ὡς ἱμάτιον», τόν ἴδιο τόν Θεό! Μέ δέος τήν ἀντικρύζει «γενόμενος ἐν πνεύματι» ὁ ᾿Ιωάννης. ῾Ο μαθητής πού φιλοξένησε στό σπίτι του τήν ταπεινή καί ἄσημη Κόρη τῆς Ναζαρέτ, γίνεται τώρα μάρτυρας τῆς ἔνδοξης παρουσίας της· Στή βιτρίνα τοῦ οὐρανοῦ βλέπει τήν Παναγία μέσα στό ἄκτιστο φῶς, ὅλη φῶς, ὅλη γλυκύτητα καί ὡραιότητα, ὅλη δύναμη καί μεγαλεῖο. Σ᾿ αὐτή τή δόξα καλεῖ κι ἐμᾶς ἡ Παναγία κι ἐκεῖ μᾶς ὁδηγεῖ, ἄν κάνουμε ὅ,τι μᾶς λέει ὁ Υἱός της κι ἄν ἔχουμε τήν ἴδια πρότυπο καί ὑπόδειγμα τῆς ζωῆς μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 58 (2003) 148-149