Στήν κάψα τοῦ καλοκαιριοῦ δροσιά καί αὔρα κι ἀνάσα ψυχῆς οἱ παρακλήσεις τοῦ Δεκαπενταυγούστου γίνονται βάλσαμο στήν πονεμένη καρδιά, ἐλπίδα στά ἀδιέξοδα τοῦ νοῦ, εἰρήνη στῆς ψυχῆς τήν ταραχή. Στήν πυκνοκατοικημένη πόλη καί στό ἀπόμακρο χωριουδάκι, στόν μεγαλόπρεπο ναό καί στό ταπεινό ξωκκλήσι, καίει μπρός στῆς Παναγιᾶς τήν εἰκόνα ἡ λευκή λαμπάδα ἤ τό ταπεινό λιανοκέρι τῆς εὐλάβειας κι εὐωδιάζει τό θυμίαμα τῆς προσευχῆς· «Τήν πᾶσαν ἐλπίδα μου εἰς σέ ἀνατίθημι, μῆτερ τοῦ Θεοῦ»! Κουρασμένοι καί ταλαιπωρημένοι ἀπό τόν ἀγώνα τῆς ζωῆς, τσακισμένοι ἀπό τήν ἀγωνία τῆς καθημερινότητας καί τήν ἀνασφάλεια τῶν πονηρῶν ἡμερῶν μας, ζητοῦμε ἕνα στήριγμα, μιά ἐλπίδα, μιά ἀνάσα. Καί τήν βρίσκουμε οἱ πιστοί στόν παντοδύναμο Θεό, στόν ὁποῖο προστρέχουμε μέ τίς πρεσβεῖες τῆς Παναγίας μητέρας του.
Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι τό χάος πού χωρίζει τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο –καί ποιός τάχα δέν σφαδάζει κάτω ἀπό τόν βραχνᾶ τῆς ἁμαρτίας;- ἀπό τόν πανάγιο καί παντοδύναμο Θεό, τό γεφύρωσε ἡ πανάχραντη θυσία τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ. Αὐτός, ὁ κατά φύσιν Υἱός τοῦ Θεοῦ, εἶναι ὁ φερέγγυος «μεσίτης Θεοῦ καί ἀνθρώπων» (Α΄Τι 2,5), πού μέ τό αἷμα του ξέπλυνε τά κρίματά μας καί μᾶς θρόνιασε στήν ἀγκαλιά τοῦ Πατέρα ὡς «υἱούς Θεοῦ κατά χάριν». Μέ ποιό ἀνθρώπινο παράδειγμα νά παραστήσουμε αὐτή τήν δωρεά; Ποιός ἄρχοντας τόσο πλούσιος, τόσο ἰσχυρός ὅσο ὁ παντοδύναμος Θεός, καταδέχεται νά υἱοθετήσει ἕνα παιδί σάν τόν ἁμαρτωλό ἄνθρωπο, τόσο φτωχό, τόσο ἀδύναμο, καί ἀνάξιο κάθε τιμῆς καί ἀγάπης; Ἀνεπανάληπτη καί ἀσύλληπτη γιά τά ἀνθρώπινα δεδομένα ἡ ἱστορία τῆς υἱοθεσίας μας ἀπό τόν Θεό. Καί πῶς ἐνεργεῖται; «Κατά τήν εὐδοκίαν τοῦ θελήματος αὐτοῦ» (Ἐφ 1,5), πού σημαίνει ὅτι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὁ πόθος καί ἡ λαχτάρα του εἶναι ἡ δική μας σωτηρία, ὁ Θεὸς «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄Τι 2,4).
Μέ τό λυτρωτικό του ἔργο ὁ ᾿Ιησοῦς Χριστός ἔγινε ἡ «στολή παρρησίας» γιά τούς ἁμαρτωλούς, πού μέ τό βάπτισμα ντυθήκαμε τόν Χριστό. «Ὅσοι εἰς Χριστόν ἐβαπτίσθητε, Χριστόν ἐνεδύσασθε» (Γα 3,27), διδάσκει ὁ ἀπόστολος Παῦλος. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό πρόσωπο τοῦ Χριστοῦ εἶναι πλέον τό πρόσωπο τοῦ ἑαυτοῦ μας. Ὅσες φορές, καί μετά τό βάπτισμα, πέφτουμε, ἁμαρτάνουμε -ὄχι προγραμματίζοντας τήν ἁμαρτία, ἀλλά ἀπό ἀνθρώπινη ἀδυναμία καί συναρπαγή τοῦ πονηροῦ, ἀπό κακιά ὥρα-, ἐφόσον μετανοοῦμε εἰλικρινά καί ζητοῦμε τό ἔλεος τοῦ Κυρίου, Ἐκεῖνος μᾶς συγχωρεῖ.
Γιά νά πραγματοποιήσει τό σχέδιο τῆς σωτηρίας μας ὁ Θεός χρησιμοποίησε μία γυναίκα, ἡ ὁποία τοῦ δάνεισε τά ἁγνά αἵματά της, τόν φιλοξένησε στήν μήτρα της, τόν ἔθρεψε μέ τό γάλα της, τόν κράτησε στήν ἀγκαλιά της, συνδέθηκε μαζί του μέ τόν πιό δυνατό καί ἱερό ἀνθρώπινο δεσμό, τόν δεσμό μάνας καί παιδιοῦ. Ἐκεῖνος μᾶς ἔδωσε τό δικαίωμα καί τήν χάρη νά προστρέχουμε στήν ἀγκαλιά τῆς Παναγίας Μητέρας του, διότι ὁ ἴδιος τήν κατέστησε καί δική μας μητέρα, ὅταν ἐπάνω ἀπό τόν σταυρό τήν ἐμπιστεύθηκε στόν μαθητή του Ἰωάννη (βλ. Ἰω 19,27) καί δι᾽ αὐτοῦ σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία.
Ἡ Παναγία, πού ὑπῆρξε ἡ «κεχαριτωμένη» (Λκ 1,28) ἀπό τόν Θεό, παραμένει στό ἐπίπεδο τῶν μελῶν τῆς Ἐκκλησίας, τῶν κεχαριτωμένων «ἐν τῷ ἠγαπημένῳ» (Ἐφ 1,6). Εἶναι τό τέλειο πρότυπο τῆς ἄμωμης Νύμφης τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἐκκλησίας, ἀλλά καί τῆς κάθε πιστῆς ψυχῆς. Ὅπως γιά νά φθάσουν οἱ ἄνθρωποι στόν τέλειο δεσμό μέ τόν Ἰησοῦ Χριστό, γιά νά γίνουν μέλη Χριστοῦ, πρέπει νά γίνουν μέλη τῆς Ἐκκλησίας, παρόμοια τούς συνδέει ἀληθινά μέ τόν Χριστό ὁ δεσμός μέ τήν Θεοτόκο, μέ τῆς ὁποίας τήν μεσολάβηση ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ ἔγινε ὁ πρωτότοκος ἀδελφός τῶν πιστῶν. Χάρη σ᾽ αὐτή τήν ἐξαιρετική θέση πού κατέχει στό σχέδιο τῆς σωτηρίας μας ἡ Παναγία χαιρετίζεται ὡς ἡ «στολή τῶν γυμνῶν παρρησίας», τό θάρρος, τό κουράγιο καί ἡ ἀπαντοχή μας. Εἶναι ἡ μητέρα τοῦ Θεανθρώπου, πού μέ παρρησία δέεται καί παρακαλεῖ καί μεταφέρει σ᾽ Ἐκεῖνον κάθε δικό μας αἴτημα· «πολλά γάρ ἰσχύει δέησις μητρός πρός εὐμένειαν Δεσπότου». Συμπαραστέκεται στήν ζωή μας μέ τά ἄπειρα θαύματά της. Εἶναι «προστασία τῶν χριστιανῶν ἀκαταίσχυντος, μεσιτεία πρός τόν Ποιητήν ἀμετάθετος». Στό πρόσωπό της συναντοῦμε ἄρρηκτα συνδεδεμένες τήν εὐδοκία τοῦ Θεοῦ πρός τούς θνητούς καί τήν παρρησία τῶν θνητῶν πρός τόν ἅγιο καί πολυεύσπλαγχνο Θεό.
Στέργιος Ν. Σάκκος