Ζητοῦνται ἰχνηλάτες

xaritini Στά ἴχνη τῶν ἁγίων! Πορεία καί συνάντηση! Ἀσφάλεια καί λύτρωση! Ἴχνη πού δέν ἀποτυπώθηκαν στήν ἀμμουδιά ἤ στή λάσπη. Ἴχνη πού δέν μπορεῖ νά τά σβήσει οὔτε τό κύμα τῆς ἀνθρώπινης ἀδυναμίας οὔτε ἡ ξέρα τῆς γύρω ἀπιστίας. Ὅμως, ΖΗΤΟΥΝΤΑΙ ΙΧΝΗΛΑΤΕΣ! Ἀγγελία διαχρονική κι ἐπείγουσα. Δέν εἶναι πού ἔλειψαν τά ἴχνη· εἶναι πού κινδυνεύουν νά ἐκλείψουν οἱ καρδιές πού θαυμάζουν, ἐμπνέονται κι ἀκολουθοῦν.
 Ὅσοι ποθοῦν νά ἀναζωπυρώσουν τούτη τή σωτήρια ἰχνηλασία, ἄς ἔρθουν νά σταθοῦν μαζί μας μπροστά στά ἴχνη πού ἄφησε μιά ἁγία καί χαριτωμένη ὕπαρξη: «ἡ θεία χάριτι κραταιωθεῖσα, ἡ πηγή χαρίτων ἀναβλύζουσα, ἡ θεϊκῆς χάριτος τρυφήσασα» Χαριτίνη.
 Δούλη σέ πιστό ἀφεντικό ἡ νεαρή Χαριτίνη ζῆ δουλεύοντας καί στό ἔργο τοῦ Θεοῦ. Ἡ φλογερή ἱεραποστολική καί κατηχητική της δράση, μέσα στά ἄγρια χρόνια τοῦ Διοκλητιανοῦ, δέν περνᾶ ἀπαρατήρητη. Ἔτσι ὁ κόμης Δομέτιος ζητᾶ ἐπιτακτικά μέ ἐπιστολή ἀπό τόν κύριό της Κλαύδιο νά σταλεῖ ἡ Χαριτίνη γιά ἀνάκριση. Γεγονός πού κάνει τόν Κλαύδιο νά ἀρχίσει θρῆνο γοερό. Μά ἡ πιστή κοπέλα προσπαθεῖ νά τόν παρηγορήσει. Κι αὐτός στό τέλος -τί ἄλλο τοῦ ἀπομένει;- ζητᾶ ἀπό τή Χαριτίνη νά τόν θυμηθεῖ στήν οὐράνια βασιλεία.
  Ἡ πιστή δούλη ἁλυσοδεμένη ὁδηγεῖται βιαίως μπροστά στόν ἀνακριτή καί στά τιμωρητικά ὄργανα πού σκόπιμα βρίσκονται ἀραδιασμένα δίπλα του. Τῆς ζητᾶ νά ἀρνηθεῖ τόν Χριστό. «Οὔτε τά λόγια σου οὔτε αὐτά πού βλέπω ἐλαττώνουν τήν προθυμία πού ἔχω νά βασανιστῶ γιά τόν Θεό μου, γιατί σ’ Αὐτόν ἀφιέρωσα τή ζωή μου», λέει θαρρετά ἡ κόρη. «Μή λυπᾶσαι τά νιάτα μου, ἀλλά τόν ἑαυτό σου λυπήσου πού ζῆ μέσα στήν πλάνη». Ὀργισμένος ὁ κριτής διατάζει νά ξυρίσουν τό κεφάλι της, μά -ὤ τοῦ θαύματος- εὐθύς τά μαλλιά της ξαναβγαίνουν. Ἡ ὀργή του μεγαλώνει. Ἀναμμένα κάρβουνα τοποθετοῦνται στό κεφάλι της καί πυρωμένα σουβλιά διατρυποῦν τούς μαστούς της, ἐνῶ μέ λαμπάδες καῖνε τά πλευρά της. Μά ἡ διάπυρη φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ ἀνάβει περισσότερο στήν καρδιά της καί πυρωμένη βγαίνει ἀπό τά χείλη ἡ προσευχή της: «Κύριε Ἰησοῦ Χριστέ, ὁ τούς ἁγίους σου Τρεῖς Παῖδας ἐκ φλογός σώσας, αὐτός καί νῦν ἐλθών δυνάμωσόν με εἰς τάς βασάνους, τάς ὁποίας διά τῆς ἀγάπης σου πάσχω, διά νά μή εἴπουν οἱ ἐχθροί ποῦ ἐστιν ὁ Θεός αὐτῶν». Καί φεύγει ὁ πόνος πάραυτα. Καί τίποτα δέν νιώθει. Ὁ κριτής τή βιάζει νά θυσιάσει. Ἡ ἄρνησή της τήν ὁδηγεῖ στόν πυθμένα τῆς θάλασσας μέ μιά βαρειά πέτρα στό λαιμό. Ὅμως ἀπύθμενη ἡ εὐγνωμοσύνη τῆς Χαριτίνης, ἀκόμη καί σέ τούτη τή φοβερή ὥρα: «Εὐχαριστῶ σοι, Κύριε, ὅτι ἠθέλησας διά τό ὄνομά σου νά περάσω διά μέσου ὕδατος θαλασσίου, διά νά εὑρεθῶ καθαρά εἰς τήν ἡμέραν τῆς Ἀναστάσεως». Νά, πῶς ἀναδεικνύονται οἱ ἀληθινά πιστοί! Μά δέν τελειώνει ἐδῶ ἡ ζωή της, διότι ὁ Θεός τή χρησιμοποιεῖ πρός δόξα τοῦ ὀνόματός του καί σωτηρία ψυχῶν.
 Μπροστά στά ἔκπληκτα μάτια ὅλων, ἡ μάρτυς ἀναδύεται ἀπό τά νερά καί περπατώντας πάνω σ’ αὐτά βγαίνει στή στεριά. Ἀλλά τοῦ ἡγεμόνα ἡ σκληροκαρδία τή στέλνει δίχως καθυστέρηση στόν ἀποτρόπαιο τροχό. Μά συγχρόνως κι ὁ Θεός στέλνει τόν ἄγγελό του, ἐμπόδιο θαυμαστό. Ἀσυγκίνητος ὁ Δομέτιος προχωρεῖ σέ ξερίζωμα νυχιῶν καί δοντιῶν, δίχως ὅμως νά μπορέσει καί πάλι νά κάνει τή μάρτυρα νά λυγίσει. Τό σατανικό μυαλό του τότε στέλνει κήρυκες σέ ὅλο τόν τόπο, νά διαλαλήσουν νά συναθροιστοῦν ὅσοι θέλουν νά μολύνουν τή μάρτυρα καί νά καταισχύνουν τό σῶμα της. Ἡ ἁγνή μάρτυς, μόνο μπροστά σ’ αὐτό τό μαρτύριο ἐκλιπαρεῖ τόν Κύριο νά τό ἐμποδίσει, προτιμώντας τό θάνατο. Κι ὁ Κύριος βραβεύοντάς την, ἐκπληρώνει τήν ἅγια ἐπιθυμία της. Κι ἡ πολύαθλος μάρτυς παραδίδει τό πνεῦμα της προσευχόμενη.
 Μά μέχρι τέλους τή δόξασε ὁ Θεός -ἀφοῦ τόσο κι αὐτή τόν δόξασε- ὥστε ὁ ἴδιος ὁ ἀφέντης της ὁ Κλαύδιος νά βρεῖ τό σῶμα της, πού τό εἶχαν ρίξει στή θάλασσα. Μέ εὐλάβεια ἔρρανε καί ἐνταφίασε τήν ἁγία μάρτυρα Χαριτίνη, πού ἄφησε σ’ αὐτόν ὁλοζώντανο παράδειγμα πρός μίμηση, καί σέ μᾶς ἴχνη σταθερῆς πίστης καί ἀφοσίωσης στόν Χριστό, τά ὁποῖα καλούμαστε νά ἀκολουθήσουμε γιά νά φτάσουμε στό ἴδιο μακάριο τέρμα μ’ ἐκείνην.

 Μαρία Ἰ. Λαμψίδου

Ἀπολύτρωσις 62 (2007) 268-269