Φαιδρύνει μές στήν καρδιά τοῦ φθινοπώρου τήν πόλη τῆς Θεσσαλονίκης καί λαμπρύνει μέ τήν λάμψη τῆς ἁγιότητος τήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ἡ μνήμη τοῦ Δημητρίου κάθε χρόνο. Ἕνας ἅγιος πού στέκεται τόσο κοντά στά χρόνια τῶν ἀποστόλων, ἀλλά καί τόσο κοντά στίς καρδιές τῶν Νεοελλήνων, ἕνας νέος πού ἔχει τήν χάρη τοῦ μαρτυρίου καί τήν δόξα τῆς ἁγνότητος, δέν μπορεῖ παρά ἰδιαίτερα νά μᾶς συγκινεῖ. Μέ τήν νιότη του ἀγγίζει τά νιάτα, μέ τήν ζωή του χαράζει δρόμους ζωῆς, μέ τήν πίστη του ἐμπνέει τούς πιστούς.
Γεννήθηκε στά τέλη τοῦ γ΄ αἰῶνος στήν Θεσσαλονίκη καί ἀνατράφηκε σέ οἰκογένεια ἐπίσημη καί ἀριστοκρατική. Βαπτίσθηκε νωρίς χριστιανός, καί νεαρός ἀναδείχθηκε διδάσκαλος τοῦ εὐαγγελίου. Τό ἀληθινό του μεγαλεῖο ὅμως δέν θά τό βροῦμε στούς τίτλους του ἀλλά σέ δύο λέξεις πού ποτίζουν τήν ζωή του καί ἀρδεύουν τήν Ὀρθοδοξία· τό μύρο καί τό αἷμα, πού πρόσφερε στόν Χριστό. Μέσα σ' αὐτά τά στοιχεῖα κλείνεται σάν σέ πολύτιμες φιάλες τό ἀπόσταγμα τῆς ὑπάρξεως τοῦ Δημητρίου, πού παίρνει ἡ Ἐκκλησία καί κερνᾶ μέ αὐτό τούς πιστούς.
Γνώρισμα λαμπρό τοῦ ἁγίου εἶναι ἡ παρθενία, πού ἄσκησε μέ μία τέλεια ἀφιέρωση στόν Θεό. Ὁ Δημήτριος κράτησε καθαρή τήν σκέψη καί τήν καρδιά του, ἁγνό τό σῶμα του καί ἅγια τήν ψυχή του, δοσμένη ὁλοκληρωτικά στόν Κύριο. Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς τόν χαρακτηρίζει ὅσιο, παρθένο, πάγκαλο καί παναμώμητο. Δέν ἦταν ὅμως μοναχός οὔτε κληρικός. Παρέμεινε λαϊκός καί εἶχε ἔργο του κύριο τό κήρυγμα καί τήν διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου. Προικισμένος μέ διδακτικό χάρισμα, συγκέντρωνε πλήθη Θεσσαλονικέων στήν Χαλκευτική Στοά καί μέ παρρησία, «ἀπτοήτῳ γλώσσῃ», κατά τόν Λέοντα Σοφό, εὐαγγελιζόταν στόν εἰδωλολατρικό κόσμο τήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Κατέστησε ἔτσι τόν ἑαυτό του ὁ ἅγιος σκεῦος εὐωδιαστό πού ἀνέβλυζε τήν ὀσμή τῆς ζωῆς στούς γύρω του (πρβλ. Β΄ Κο 2,14.16). Καί ὅταν ἀργότερα οἱ χριστιανοί βρέθηκαν μπρός στό ἁγιασμένο νερό τοῦ πηγαδιοῦ, μέσα στό ὁποῖο ἔρριξαν τό νεκρό σῶμα τοῦ μάρτυρος, αὐθόρμητα συνεδύασαν τό μύρο τοῦ τάφου μέ τήν εὐωδία τῆς ἁγνότητος καί τό εἶδαν ὡς σύμβολο παρθενίας. Σχολιάζει ἐμπνευσμένα ὁ ἅγιος Νικόλαος ὁ Καβάσιλας προσφωνώντας τόν Δημήτριο· «Ὦ σύ, πού δέν φάνηκες μόνο ὁ ἴδιος εὐωδία Χριστοῦ, ἀλλά καί στούς ἄλλους ἀνθρώπους συνιστοῦσες τό "κενωθέν μύρον"· ὦ σύ, πού ἄφησες πρῶτα μέν αἷμα, τώρα δέ μύρο ἀπό τίς πληγές σου, ἤ μᾶλλον καί τώρα ὄχι λιγώτερο ἀπό πρίν αἷμα· διότι τό σῶμα σου, πού πληγώθηκε ἀπό χτυπήματα καί τραύματα τότε, ἀνέβλυσε μύρο· ἀφοῦ καθόλου δέν ἔλειπε ἡ καθαρότητα καί ἡ ἁγνότητα καί ἡ παρθενία, μετέσχε στήν εὐωδία τοῦ πνεύματος καί τό αἷμα κατέστη τό ἴδιο μύρο».
Ἄν τό μύρο συμβολίζει τήν παρθενία τοῦ Δημητρίου, τό αἷμα δηλώνει τό μαρτύριό του. Ὁ ἅγιος ὑπῆρξε παρθένος ἀλλά καί ὁμολογητής· ὑπῆρξε διδάσκαλος ἀλλά καί ἀθλητής. Ὁμολόγησε τήν πίστη του μπροστά στόν αὐτοκράτορα τοῦ ρωμαϊκοῦ κράτους -πού βρέθηκε ἐκεῖνες τίς μέρες στήν Θεσσαλονίκη ἐπιστρέφοντας ἀπό μία ἐκστρατεία- καί ἄθλησε γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ παλεύοντας μέ τόν θάνατο. Ὑπακούοντας στήν προτροπή τοῦ ἀποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεο, πρῶτος αὐτός γεύθηκε τούς καρπούς τῆς διδασκαλίας του, τό μαρτύριο, δηλαδή, καί τήν δόξα του, ὅπως ὁ καλός γεωργός μεταλαμβάνει πρῶτος ἀπό τούς καρπούς τῶν κόπων του (Β΄ Τι 2,6). Φυλακισμένος μέσα στά λουτρά καί ἀποδυτήρια τοῦ σταδίου, λογχίστηκε, μόλις ἔγινε μαθευτό ὅτι «ὁ Θεός τοῦ Δημητρίου» βοήθησε τόν Νέστορα νά νικήσει τόν φοβερό μονομάχο Λυαῖο. Τό σῶμα του ρίχτηκε μέσα σέ ἕνα πηγάδι τῶν λουτρῶν καί τό αἷμα του πορφύρωσε τό νερό κάνοντάς το μύρο.
Ἀλλά τό μύρο καί τό αἷμα τοῦ Δημητρίου θά ἔμενε περιβεβλημένο μόνο μέ ἀνθρώπινη αἴγλη, ἄν τό περιορίζαμε στό πλαίσιο μιᾶς ἁπλῆς θυσίας, μεγαλειώδους ὁπωσδήποτε καί ἡρωικῆς, ὅπως εἶναι κάθε θυσία ἀνθρώπου γιά μιά πίστη. Ἡ θυσία ὅμως τοῦ ἁγίου ἔχει ἄλλες διαστάσεις, πού ξεφεύγουν ἀπό τά μέτρα αὐτοῦ τοῦ κόσμου καί τήν περιβάλλουν μέ φωτοστέφανο θεϊκό. Συντελεῖται ὡς μίμηση Θεοῦ καί ἐπιτελεῖται ἐν ἀγάπῃ, «καθώς καί ὁ Χριστός ἠγάπησεν ἡμᾶς καί παρέδωκεν ἑαυτόν ὑπέρ ἡμῶν προσφοράν καί θυσίαν τῷ Θεῷ εἰς ὀσμήν εὐωδίας» (Ἐφ 5,1-2). Ἔτσι, ἐνῶ τά κόκκαλα τῶν ἡρώων στηρίζουν τίς πατρίδες καί τίς κοινωνίες, πού συντηροῦν τήν ἀνθρωπότητα, τά λείψανα τῶν μαρτύρων στηρίζουν τίς ἅγιες Τράπεζες, πού τρέφουν μέ αἰώνια τροφή τήν φθαρτή μας φύση. Καί ὁ Δημήτριος, «ὁ σοφώτατος ἐν διδαχαῖς καί στεφανίτης ἐν μάρτυσι», δέν ἔκανε τίποτε λιγώτερο, παρά μιμήθηκε τόν Χριστό.
«Μύρον ἐκκενωθέν ὄνομά σου», εἶναι τό ὄνομα τοῦ ἀγαπημένου στό Ἆσμα Ἀσμάτων (1,3), στό ὁποῖο οἱ πατέρες ἀκοῦνε τό γλυκύτατο ὄνομα τοῦ Ἰησοῦ. Εἶναι τό μύρο πού χύνεται στόν κόσμο πού βρωμάει καί ἀποσυντίθεται ἀπό τήν ἀσέβεια καί τήν διαφθορά. Χύνεται μέ τόν λόγο καί τήν διδασκαλία τοῦ εὐαγγελίου καί ἀλλάζει τήν ἀτμόσφαιρα, μές στήν ὁποία ἀναπνέουν οἱ ψυχές, δημιουργεῖ μία καινή καί ὄμορφη κτίση, ξαναγεννᾶ καινούργιο καί ὡραῖο τόν ἄνθρωπο. Αὐτό τό μύρο εἶχε πάνω του ὁ Δημήτριος καί μοσχοβολοῦσε. Αἷμα ἔσταξε ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ πάνω στόν Σταυρό, ὅταν ἡ λόγχη τρύπησε τήν πανάχραντη πλευρά του, καί μέ τό αἷμα του μπολιάζει τήν ἄρρωστη ἀνθρωπότητα καί τῆς δίνει ζωή, τήν ἁγιάζει, τήν θεώνει. Καί ὁ Δημήτριος μέ τά λογχισμένα του μέλη ἀναζωγράφησε μπροστά μας τό πάθος τοῦ Χριστοῦ καί στάζοντας ἀπό τό αἷμα του προσφέρθηκε σ' Ἐκεῖνον πού ἔχυσε τό τίμιο αἷμα του γι' αὐτόν. Ἔγινε μιμητής Χριστοῦ, μυροβλήτης καί μεγαλομάρτυς, δόξασε τόν Κύριο καί τώρα δοξάζεται ἀπό αὐτόν.
Σήμερα ἡ ἐκκλησία τῆς Θεσσαλονίκης μαζί μέ τούς ἄλλους θησαυρούς της κρατᾶ ὁλοζώντανο στήν μνήμη καί στήν ζωή της τόν Δημήτριο, πού κι αὐτός ἀπό τήν «Χώρα τῶν ζώντων» προσεύχεται γιά τά παιδιά της, ὅπως καί γιά τά παιδιά ὅλης τῆς Ὀρθοδοξίας. Ζῆ τήν προστασία του σέ ποικίλους κινδύνους, ἐπικαλεῖται τήν πρεσβεία του καί γιορτάζει μαζί του τίς νίκες πού τῆς χαρίζει ὁ Θεός, ὅταν ἐν ὀνόματι Χριστοῦ κατατροπώνει ἀντίθεες καί ἀντίχριστες δυνάμεις. Χρειάζεται ὅμως νά ἀκούει καί τόν «σοφόν μάρτυρα», πού δέν ἔπαυσε ποτέ νά κηρύττει, χρειάζεται νά μιμεῖται τόν στρατιώτη τοῦ Χριστοῦ, πού κατεπάλαισε τόν πονηρό. Τό χρέος μας αὐτό τό συνοψίζει σέ μία προτροπή του -πρός τούς Θεσσαλονικεῖς εἰδικά- ὁ Ἰσίδωρος, ἀρχιεπίσκοπος τῆς πόλεως στά τέλη του 14ου αἰ. «Ἐμεῖς, πατέρες καί ἀδελφοί, πού προεξάρχουμε σ' αὐτήν τήν πανήγυρη, ἄς μελετήσουμε τά μύρα τοῦ μυροβλήτου Δημητρίου καί ὅπως ἐκεῖνα ἀναβλύζουν ἀπό τήν θεία του σάρκα λόγῳ τοῦ ἁγιασμοῦ καί τῆς καθαρότητος, ἔτσι κι ἐμεῖς νά ἁρμόσουμε τούς ἑαυτούς μας στήν καθαρότητα καί νά τούς ἑτοιμάσουμε γιά νά κατοικήσει μέσα μας τό θεῖο Πνεῦμα, ὥστε νά μπορέσουμε νά πηγάσουμε ἄλλα μύρα ἱερῶν χαρισμάτων».
Στέργιος Ν. Σάκκος