«Πῶς νά παραδοθεῖ αὐτό στή σιωπή!», ἀναφωνεῖ ὁ ἱστορικός*. Μόλις ἡ Ἐκκλησία τοῦ ἐμπιστεύθηκε τήν ἀρχιεροσύνη, ἔσπευσε νά καλέσει τούς οἰκονόμους ἐνώπιον τοῦ σεκρέτου (=γραμματέα), γιά νά τούς πεῖ: «Δέν εἶναι δίκαιο, ἀδελφοί καί συλλειτουργοί μου, ν᾿ ἀσχοληθοῦμε μέ τίποτε ἄλλο, ἄν δέν φροντίσουμε πρῶτα γιά τόν ἴδιο τόν Χριστό. Λοιπόν, περπατῆστε, σᾶς παρακαλῶ, ὅλους τούς δρόμους τῆς πόλεως, γιά νά ἀπογράψετε ἕναν-ἕναν “τούς δεσπότες μου”». Μέ ἀπορία κοιτοῦν τόν πατριάρχη οἱ παρευρισκόμενοι. Ποιοί νά ᾿ναι οἱ δικοί του «δεσπότες»; «Αὐτούς πού ἐσεῖς συνηθίζετε νά ὀνομάζετε φτωχούς καί ἐπαῖτες, αὐτούς ἐγώ τούς ὀνομάζω δεσπότες καί βοηθούς μου. Διότι μόνον αὐτοί μποροῦν νά μέ βοηθήσουν νά μή χάσω τή βασιλεία τοῦ Χριστοῦ».
Ἔκπληκτοι, μέ θαυμασμό καί συγκίνηση τόν ἀκοῦν ὅλοι. Εἶχαν μάθει, βέβαια, ὅτι ὁ Ἰωάννης στήν πατρίδα του, στό νησί τῆς Κύπρου, εἶχε γίνει ὁ μοχλός τῆς ἀγάπης. Μέ τή διανομή τῆς προσωπικῆς του περιουσίας καί μέ τίς συνεισφορές ὅσων ἐμπνέονταν ἀπό τό παράδειγμά του, πέτυχε ν᾿ ἀναβλύζουν ἀσταμάτητα οἱ κρουνοί τῆς ἐλεημοσύνης καί νά ἀρδεύουν ἀθόρυβα κι ἀποτελεσματικά ὅλο τό νησί. Γι᾿ αὐτό, ὅταν ὀρφάνεψε τό Πατριαρχεῖο τῆς Ἀλεξάνδρειας, οἱ πιστοί ζήτησαν ἀπό τόν αὐτοκράτορα γιά πατριάρχη τους τόν Ἰωάννη.
Τώρα, λοιπόν, ἔβλεπαν τήν πόλη τους μέρα τή μέρα νά μεταμορφώνεται. Ἑπτά χιλιάδες ἄποροι σιτίζονταν καθημερινά μέ δαπάνες τῆς Ἐκκλησίας. Νοσοκομεῖα, πτωχοκομεῖα, λοχοτροφεῖα (=ἱδρύματα γιά τόν τοκετό)... ὅλοι ὅσοι εἶχαν ἀνάγκη ἔβρισκαν καταφύγιο στήν πατρική του μέριμνα. Εἶχε δώσει ἐντολή νά μήν ἐμποδίσουν ποτέ κανέναν πτωχό ἤ ἀδικημένο νά τόν πλησιάσει καί νά τοῦ ἐκθέσει μόνος του τά προβλήματά του. Κάθε Τετάρτη καί Παρασκευή καθόταν ὁ διος στά προπύλαια τοῦ ναοῦ, γιά νά μπορεῖ ὁ καθένας νά τόν συναντήσει.
Κάποια μέρα ὅμως ἐπέστρεψε στενοχωρημένος. Ὅταν ρωτήθηκε ποιά ἦταν ἡ αἰτία τῆς λύπης του, ἀπάντησε ταπεινά μέ τή γαλήνια φωνή του: «Σήμερα ὁ ταπεινός Ἰωάννης δέν ἔλαβε ἀπό κανέναν οὔτε τόν ἐλάχιστο μισθό. Δέν ἔχει τίποτε νά δείξει στόν Χριστό ὡς ἐξίλασμα γιά τά μεγάλα καί πολλά του σφάλματα. Σήμερα δέν εὐεργετήσαμε κανέναν». Εὐχαρίστησε ὅμως τόν Θεό στή συνέχεια, ὅταν συμπέρανε πώς στήν ποίμνη του πράγματι βασίλευε τόση δικαιοσύνη καί εἰρήνη, ὥστε ἐκείνη τήν ἡμέρα δέν σημειώθηκε καμία διαμάχη μεταξύ τῶν Ἀλεξανδρινῶν.
Ἡ ἁγιότητα καί ἡ αὐτοθυσία λάμπρυναν ὅλη τή ζωή αὐτοῦ τοῦ ποιμενάρχη. Ἡ διαθήκη πού ἄφησε, λίγο πρίν ἀναχωρήσει γιά τήν αἰωνιότητα, φανερώνει πώς ἔμεινε ἀλώβητη μέχρι τό τέλος ἡ καρδιά του, ἡ παραδομένη στήν ἀγάπη τοῦ Κυρίου καί τῶν ἀνθρώπων.
«Ἰωάννης, εὐτελής δοῦλος τῶν δούλων τοῦ Θεοῦ... Σ᾿ εὐχαριστῶ, Κύριε καί Θεέ μου, διότι μέ ἀξίωσες νά προσφέρω τά δικά σου σ᾿ Ἐσένα... Ὅταν μέ τή συγκατάβαση τοῦ Θεοῦ χειροτονήθηκα ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρέων, βρῆκα στό ἐπισκοπεῖο μου 8.000 λίτρες χρυσοῦ. Μέ τίς συνεισφορές τῶν φιλόθεων ψυχῶν τά χρήματα μυριοπλασιάστηκαν. Αὐτά, λοιπόν, γνωρίζοντας ὅτι ἀνήκουν στόν Χριστό, φρόντισα νά τοῦ τά παραδώσω, ὅπως ἀκριβῶς τώρα τοῦ παραδίδω τήν ψυχή μου».
Ἅγιε τοῦ Θεοῦ, πρέσβευε, σέ παρακαλοῦμε, νά χαρίζει πάντοτε ὁ Κύριος στήν Ἐκκλησία του ποιμένες σάν κι ἐσένα, ἀχθοφόρους τῆς ἀγάπης του!
Β. Ἀντωνίου
* Βλ. Συμεών Λογοθέτου τοῦ καί Μεταφραστοῦ, Βίος καί πολιτεία τοῦ ἁγίου Ἰωάννου ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας τοῦ Ἐλεήμονος, ΡG 114,896Α-965Α.