Μᾶς προσκαλεῖ ὁ μακάριος Βαρλαάμ στήν ἱερή μέρα τῆς μνήμης του (19/11), ὄχι γιά νά τόν ἐπαινέσουμε ἀλλά γιά νά τόν μιμηθοῦμε· ὄχι γιά νά ἀκούσουμε ἐγκώμια ἀλλά γιά νά μιμηθοῦμε κατορθώματα. Βέβαια δέν εἶναι καιρός διωγμοῦ, ἀλλά εἶναι καιρός μαρτυρίου. Δέν ὑπάρχουν παλαίσματα τέτοιου εἴδους, ὅμως ὑπάρχουν στεφάνια. Δέν μᾶς διώκουν οἱ ἄνθρωποι, ἀλλά μᾶς καταδιώκουν οἱ δαίμονες. Δέν μᾶς ἐπιτίθεται τύραννος, ἀλλά μᾶς ἐπιτίθεται ὁ διάβολος, ὁ σκληρότερος ἀπ᾿ ὅλους τούς τυράννους...
...Σ᾿ αὐτό τόν ἀγώνα, ἄν δέν παλέψουμε μέ τή γενναιότητα καί τήν ὑπομονή τοῦ μακάριου καί γενναίου ἀθλητῆ τοῦ Χριστοῦ Βαρλαάμ καί μᾶς κυριεύσουν τά πάθη μας, θά μᾶς προκαλέσουν πολύ χειρότερο κακό ἀπ᾿ ὅ,τι ἡ φωτιά. ᾿Εκεῖνος κράτησε στό δεξί του χέρι κάρβουνα ἀναμμένα καί δέν ὑποχώρησε στήν ὀδύνη. ῎Εμεινε πιό ἀπαθής κι ἀπό τά ἀγάλματα ἤ μᾶλλον, ἄν καί πονοῦσε καί ὑπέφερε (εἶχε σῶμα, ὄχι σίδερο), ἐπέδειξε σέ θνητό σῶμα τό μεγαλεῖο πού ἔχουν οἱ ἀσώματες δυνάμεις...
...Καί πρόσεξε τήν κακότητα τοῦ διαβόλου... συνεχῶς ἐπινοεῖ καινούργιους τρόπους βασανισμοῦ τῶν ἁγίων... Βγάζει δεμένο, λοιπόν, τόν μάρτυρα ἀπό τό δεσμωτήριο. ᾿Εκεῖνος ὅμως βγαίνει σάν ἀθλητής γενναῖος πού προπονήθηκε πολύ καιρό στό στάδιο. ῏Ηταν παλαίστρα καί στάδιο γιά αὐτόν ἡ φυλακή. ᾿Εκεῖ συνομιλοῦσε μέ τόν Θεό καί μάθαινε ἀπό ᾿Εκεῖνον τόν τρόπο νά ἀγωνίζεται· διότι ὅπου ὑπάρχουν τέτοια δεσμά ἐκεῖ παρευρίσκεται καί ὁ Χριστός. Βγῆκε, λοιπόν, γενναιότερος ὁ μάρτυρας ἀπό τή μακροχρόνια φυλάκισή του. Καί τώρα τόν ὁδηγεῖ ὁ διάβολος μέ τά ὄργανά του στό μέσο τῆς παλαίστρας. Δέν τόν δένει στό ξύλο, δέν τόν παραδίδει στούς δημίους, ἀλλά καινούργιο μαρτύριο ἐπινοεῖ γιά νά προκαλέσει πιό εὔκολα τήν πτώση τοῦ ἀντιπάλου του...
Τί μηχανεύτηκε; Διέταξαν τόν μάρτυρα νά ἁπλώσει τό χέρι του πάνω ἀπό ἕναν εἰδωλολατρικό βωμό. Πάνω στό χέρι ἔβαλαν ἀναμμένα κάρβουνα καί θυμίαμα, ὥστε ἐάν πονέσει καί ἀναποδογυρίσει τό χέρι του νά τό θεωρήσουν αὐτό θυσία στούς θεούς τους καί νά θριαμβολογήσουν.
Δές ὅμως καί πῶς ὁ Θεός ἔκανε τό πανοῦργο σχέδιο τοῦ ἐχθροῦ αἰτία νά δοξαστεῖ περισσότερο ὁ μάρτυρας. ῾Ο Βαρλαάμ κράτησε τό χέρι του ἀκίνητο καί σταθερό σάν νά ἦταν ἀπό σίδερο· ἄν καί τό νά ἀναστραφεῖ δέν θά ἦταν ἥττα γιά τόν μάρτυρα. Τά ἀναμμένα κάρβουνα πάνω στό χέρι παραλύουν τά νεῦρα καί ἡ κίνηση πλέον δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τήν προαίρεση τῆς ψυχῆς ἀλλά ἀπό τή βλάβη τῆς σάρκας. ...Κι ὅμως τίποτε ἀπό αὐτά δέν ἔγινε ἐδῶ. ᾿Εκεῖνο τό χέρι σάν νά ἦταν φτιαγμένο ἀπό διαμάντι ἔμενε ἀσάλευτο. ῾Η θεία χάρη συμπαραστεκόταν στόν μάρτυρα καί ἐξουδετέρωνε τήν ἀδυναμία τῆς φύσεως... Καθώς καιγόταν ἡ μαρτυρική παλάμη μαζί μέ τό θυμίαμα, ἔμοιαζε μέ τή βάτο πού καιγόταν ἀλλά δέν καταστρεφόταν. Κι ἐδῶ καιγόταν ἡ δεξιά τοῦ μάρτυρος, ἀλλά δέν καταφλεγόταν ἡ ψυχή· φθειρόταν τό σῶμα, ἀλλά δέν διαφθειρόταν ἡ πίστη· ἐξασθένιζε ἡ σάρκα, ἀλλά δέν ἐξασθένιζε ἡ προθυμία. Τά κάρβουνα βέβαια τρύπησαν τό χέρι -δέν ἦταν ἀπό διαμάντι- καί ἔπεσαν κάτω, ἀλλά ἡ γενναιότητα τῆς ψυχῆς δέν κατέπεσε... ᾿Αντίθετα, ἐνῶ μαραίνονταν οἱ σάρκες, ἡ προαίρεση τοῦ μάρτυρα γινόταν ἰσχυρότερη, ξεπερνοῦσε καί τά ἀναμμένα κάρβουνα σέ λαμπρότητα καί ἀκτινοβολοῦσε περισσότερο ἀπό αὐτά. Καί δέν αἰσθανόταν ὁ μάρτυρας τήν ὑλική φωτιά, διότι κατέκαιγε τήν καρδιά του πολύ περισσότερο ἡ ἄσβηστη καί ἀκαταμάχητη φλόγα τῆς ἀγάπης τοῦ Χριστοῦ.
...Τόν στεφανηφόρο αὐτό μάρτυρα ἀξίζει νά μήν τόν θαυμάσουμε μόνο, ἀλλά νά τόν ἐγκαταστήσουμε στό σπίτι μας ἤ μᾶλλον στήν καρδιά μας μέ τήν ἀνάμνηση τῶν κατορθωμάτων του... ῎Αν θυμᾶσαι τή ζωή καί τό μαρτύριο τοῦ ἁγίου, δέν θά θαυμάσεις τόν πλοῦτο, δέν θά δακρύσεις γιά τή φτώχεια, δέν θά ἐπαινέσεις τή δόξα καί τήν ἐξουσία καί τίποτα ἀπό τά ἀνθρώπινα δέν θά σέ ἐντυπωσιάζει · οὔτε τά εὐχάριστα θά σοῦ φαίνονται σπουδαῖα οὔτε τά λυπηρά ἀβάσταχτα. Ξεπερνώντας τα ὅλα αὐτά θά διδάσκεσαι συνεχῶς τήν ἀρετή ἀπό τή θύμηση τοῦ μάρτυρα. ῞Οπως ὁ στρατιώτης βλέποντας τά πολεμικά κατορθώματα δέν ἐπιθυμεῖ τήν τρυφηλή ζωή, τίς ἀπολαύσεις καί τήν ἀνία πού φέρνουν ὅλα αὐτά, ἀλλά λαχταράει μιά σκληρή, ρωμαλέα ζωή γεμάτη μάχες καί ἀγῶνες.
...Καί σύ στρατιώτης τοῦ Χριστοῦ εἶσαι· ὁπλίσου, λοιπόν, καί μήν καλλωπίζεσαι! ᾿Αθλητής γενναῖος εἶσαι· ἀγωνίσου καί μή στολίζεσαι!
῎Ετσι μιμούμαστε τούς ἁγίους, ἔτσι τιμοῦμε τούς ἥρωες τῆς πίστεως, τούς στεφανωμένους, τούς φίλους τοῦ Θεοῦ! Κι ἄν ἔτσι ζήσουμε, τά ἴδια στεφάνια θά λάβουμε, τά ὁποῖα εὔχομαι ὅλοι νά τά κερδίσουμε μέ τή χάρη καί τή φιλανθρωπία τοῦ Κυρίου ἡμῶν ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ, στόν ὁποῖο ἀνήκει ἡ δόξα μαζί μέ τόν Πατέρα καί τό ἅγιο Πνεῦμα, τώρα καί πάντοτε καί εἰς τούς αἰῶνας τῶν αἰώνων. ᾿Αμήν.
᾿Ιω. Χρυσόστομος