Σιδηρόκαυστη εὐλογία

osios paulos Ἐκεῖνο τό δειλινό τοῦ 325 μ.Χ. τό ὁποῖο ἔμεινε στήν ἱστορία συγκέντρωσε στήν πόλη τῆς Βιθυνίας τούς παλαίμαχους ἀγωνιστές τῆς πίστεως. Ἐκείνους πού εἶχαν βγεῖ θριαμβευτές ἀπό τή μάχη τῶν διωγμῶν· πού εἶχαν σταθεῖ ἀντιμέτωποι μέ τήν κραταιά αὐτοκρατορία, κρατώντας ὅπλο μοναδικό τήν ἀγάπη πού συγχωρεῖ καί τούς ἐχθρούς. Οἱ ἀνταύγειες τῆς ἁλουργίδας τῶν μαρτύρων ἀντανακλοῦσαν καί στή δική τους ζωή, καθώς τοῦτοι οἱ 318 κρατοῦσαν πάνω τους «τά στίγματα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ» (Γα 6,17)· ἔφεραν στό γηρασμένο τους σῶμα τά σημάδια τῆς ἡρωικῆς τους ὁμολογίας. Τρεῖς αἰῶνες τώρα πάλευαν ἀδυσώπητα οἱ σκοτεινές δυνάμεις νά νικήσουν τά «τέκνα τοῦ φωτός». Ἀλλά μάταια! Κι εἶχε δώσει σέ τοῦτο τόν ἀγώνα ἡ μάνα Ἐκκλησία τά πιό διαλεχτά της λουλούδια προσφορά στόν κῆπο τοῦ οὐρανοῦ, εἶχε προσφέρει τά πιό ἱερά της σφάγια «θυσία ζῶσα» στόν Κύριο τῆς δόξης. Σέ τούτη τήν ἱερή σύναξη, τήν Α΄Οἰκουμενική, ὁ κάθε ἱεράρχης ἔδειχνε στόν ἄλλο τά πληγιασμένα του μέλη. Κομμένα χέρια καί αὐτιά, μάτια καί γλῶσσες. Οὐλές ἀπό ἐγκαύματα, τραύματα ἀπό σκληρούς ραβδισμούς. Ἀνάμεσα σ᾿ ὅλους αὐτούς καί ὁ Παῦλος, ἀρχιεπίσκοπος Νεοκαισαρείας. Ὀνομαστή εἶχε γίνει ἡ ἀρετή του, ὅταν μέ ὑπομονή καί ζῆλο ποίμαινε τό λαό τοῦ Θεοῦ καί ἡ γλυκύτητα τῆς ἁγιοσύνης του ὁδηγοῦσε κι ἄλλες ψυχές στό φῶς τῆς ἀλήθειας.
 Ὁ βασιλιάς τῆς περιοχῆς Λικίνιος διέταξε νά ὁδηγηθεῖ μπροστά του ὁ ἡγέτης τῶν χριστιανῶν. Τά μαρτύρια, πού διαδέχθηκαν τή σθεναρή ὁμολογία τοῦ σεβάσμιου ποιμένα, ἦταν φοβερά. Ἡ σατανική ἐφευρετικότητα τῶν δημίων τούς ὑποδείκνυε ὅλο καί πιό φοβερούς τρόπους. Ἡ ἐγκαρτέρηση τοῦ ἁγίου ὁμολογητῆ ἐντυπωσίαζε τούς θεατές. Τότε ἕνας χαλκουργός πυράκτωσε ἕνα κομμάτι σίδερο, καί κατακόκκινο καί μαλακό ἀπό τή φωτιά τό ἔβαλε στήν παλάμη τοῦ ἁγίου. Τά δυό του χέρια τά ἔδεσε μετά μέ μανία σφιχτά, μέχρι πού τό πυρακτωμένο σίδερο κρύωσε. Τά δυό καμένα χέρια τοῦ ὁσίου ἔμειναν πιά ἰσόβια σημαδεμένα καί νεκρά, ἀφοῦ τά νεῦρα κάηκαν καί παρέλυσαν.
  Ὅταν ὁ Μ. Κωνσταντίνος ἀνέβηκε στό θρόνο, ἐλευθερώθηκαν οἱ φυλακισμένοι καί ἐξόριστοι χριστιανοί. Ὁ μάρτυρας ἀρχιεπίσκοπος ἀποτελοῦσε τώρα λαμπρό μέλος τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου. Σάν σήμανε ἡ λήξη της καί οἱ ἀγωνιστές ἱεράρχες ἔπαιρναν τό δρόμο τῆς ἐπιστροφῆς, διαδραματίστηκε μιά συγκλονιστική σκηνή, τήν ὁποία ὁ φακός τῆς ἱστορίας μᾶς παρουσιάζει. Ὁ αὐτοκράτορας Μ. Κωνσταντίνος στέκει εὐλαβικά μπρός στόν γέροντα ἱεράρχη Παῦλο. Πιάνει τά παράλυτα χέρια του, τά σφίγγει καί τά καταφιλᾶ μέ σεβασμό, τά βάζει στά μάτια του καί ἀναφωνεῖ μέ ἱερό δέος: «Δέν χορταίνω νά καταφιλῶ αὐτά τά χέρια, πού ἔγιναν νεκρά καί παράλυτα γιά τόν Χριστό μου!».
  Ἀσπαζόμαστε κι ἐμεῖς τά ἅγια χέρια τοῦ ὁσίου πατέρα μας, καθώς τιμοῦμε τή μνήμη του στίς 23 Δεκεμβρίου, καί δεόμαστε νά ἁπλώνει τοῦτα τά σιδηρόκαυστα χέρια καί νά εὐλογεῖ τό μικρό ποίμνιο τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας. Κι ἄς πρεσβεύει νά ἀναδεικνύει ὁ Κύριος ἄξιους διαδόχους τῶν ὁσίων ὁμολογητῶν, οἱ ὁποῖοι θά κρατοῦν ἀναμμένη τή δάδα τῆς ἀλήθειας στούς βοριάδες κάθε ἐποχῆς μέχρι τή συντέλεια τῶν αἰώνων.

 Ἰχνηλάτης

Ἀπολύτρωσις 58 (2003) 248