Κοιτοῦσαν μαγεμένα τή μεγάλη ζωγραφιά μέ τά ὡραῖα χρώματα στή Βίβλο τους:
- Ἡ Παναγία! ἔδειξε ἡ Ζωή.
- Κι οἱ μάγοι! εἶπε ὁ ἀδελφός της.
- Κι οἱ βοσκοί!
- Κι οἱ ἄγγελοι!
- Κι αὐτός; ρώτησε μέ ἀπορία ἡ μικρούλα δείχνοντας τήν ἀντρική φιγούρα πού ἔσκυβε μέ ἔγνοια καί σιωπή πάνω ἀπό τό θεϊκό Παιδί.
- Αὐτός εἶναι ὁ Ἰωσήφ, μικρό μου! τῆς ἀπάντησα. Ἐκεῖνος πού προστάτευε τήν Παναγία μας.
Τό κοριτσάκι μέ κοίταξε ἐρωτηματικά, σάν νά μήν εἶχε ξανακούσει αὐτό τό ὄνομα.
«Ὁ Ἰωσήφ», σκέφτηκα μέσα μου. Λίγο μιλήσαμε γι᾽ αὐτόν καί λίγο τόν προσέχουμε, ὅταν γιορτάζουμε Χριστούγεννα...
Ἡ ἱστορία τῆς ἁγίας νύχτας γεμίζει μέ φωνές: «Ἰδού γάρ εὐαγγελίζομαι ὑμῖν χαράν μεγάλην...», «Διέλθωμεν δή ἕως Βηθλεέμ...», «Δόξα ἐν ὑψίστοις Θεῷ...», «Ποῦ ἐστιν ὁ τεχθείς βασιλεύς τῶν Ἰουδαίων;...». Θαυμαστικά τῶν οὐρανῶν, ἐρωτηματικά τῆς γῆς. Ἄγγελοι, μάγοι καί βοσκοί μιλοῦν· περνοῦν τά σύνορα τοῦ χώρου καί τοῦ χρόνου τους, γιά νά σημαίνουν μέσα μας Χριστούγεννα.
Κι ὁ Ἰωσήφ; Οὔτε μιά λέξη ὁ Ἰωσήφ οὔτε μία πρόταση δική του μές στούς στίχους τῆς Γραφῆς. Ὁ Ἰωσήφ, μία σιωπή· ἕνα μονάχα ὄνομα πού τό προφέρουνε τά χείλη τοῦ Θεοῦ πάντοτε σέ προστακτική: «Ἰωσήφ, υἱός Δαυΐδ, μή φοβηθῇς παραλαβεῖν Μαριάμ τήν γυναῖκα σου...». Καί πάλι: «παράλαβε τό παιδίον καί τήν μητέρα αὐτοῦ καί φεῦγε εἰς Αἴγυπτον...». Μιά προσταγή ὁ Θεός στόν Ἰωσήφ καί ὁ Ἰωσήφ γιά τόν Θεό μία μονάχα κίνηση: «ἐγερθείς». Σηκώνεται· ἀπό τόν ὕπνο του, ἀπό τήν ἡσυχία του· καί παίρνει τή Μαρία «εἰς τά ἴδια» νά παραστέκεται μέ σεβασμό στό μεγαλεῖο της καί νά σκεπάζει στή σιωπή τό ἀνήκουστό της μυστικό καί τό ὑπέρλογο μυστήριο. Σηκώνεται· καί παίρνει τό Παιδί καί τήν Παρθένο μέσα στήν παγωμένη νύχτα γιά τήν Αἴγυπτο· πορεύεται στό ἄγνωστο, σέ μία ξένη γῆ, ἄ γνωστος καί ἀνέστιος γιά τόν Θεό· ἕνα «πειθήνιο» δικό του ὄργανο, ἕνα «στρατιωτάκι» του...
Τρομάζουνε οἱ λέξεις τόν αἰώνα τῆς ἐλευθερίας μας. Φαντάζει ξένος ὁ Ἰωσήφ, πλάσμα χωρίς προσωπικότητα, στήν ἐποχή πού ὀρθώνει τό δικαίωμα.
Κι ὅμως! Ὁ Ἰωσήφ ὑπέγραψε τήν ἱστορία ὅλων τῶν αἰώνων. Ἑτοίμασε Χριστούγεννα. Ἔγειρε ὁ Θεός νά ζεσταθεῖ μές στή δική του τήν καρδιά, πρίν Τόν ζεστάνουνε τά χνῶτα τῶν ἀλόγων στή σπηλιά τῆς Βηθλεέμ. Πρίν τραγουδήσουνε οἱ ἄγγελοι, πρίν τρέξουν οἱ ποιμένες, πρίν ὁδοιπορήσουνε οἱ μάγοι, ὁ Ἰωσήφ διακόνησε τό θαῦμα τῆς ἁγίας νύχτας, γιά τούς ποιμένες, γιά τούς μάγους, γιά τήν ἀνθρωπότητα ὁλόκληρη.
Ἑτοίμασε Χριστούγεννα «λαθών» -κρυφά καί ταπεινά- γιά ᾽Κεῖνον πού «λαθών» γεννήθηκε στό σπήλαιο. Ἀκούμπησε ὁ Ἰωσήφ ἐπάνω στήν καρδιά τοῦ ταπεινοῦ Θεοῦ. Τόν ἔνιωσε...
Ἀκόμα κι ὥς τά σήμερα πού ἡ Ἐκκλησία δίκαια τιμᾶ τόν Ἰωσήφ τόν μνήστορα στούς κόλπους τῶν ἁγίων της, μεμνηστευμένο πιά μέ τό αἰώνιο, ἐκεῖνος μένει κρυμμένος στή σιωπή· θαρρεῖς κι ἡ ἁγιότητά του ἐπιλέγει αὐτή τήν ἱερή ἀφάνεια.
2013 χρόνια ὕστερα, ἡ ἱστορία τῆς ἁγίας νύχτας ξαναγράφεται ἀναλλοίωτη κάτω ἀπ᾽ τούς τρούλους τῶν ναῶν. Πάλι θά τραγουδήσουνε στά ἀναλόγια οἱ ἄγγελοι, πάλι θά ὁδοιπορήσουνε οἱ μάγοι, πάλι θά τρέξουν οἱ βοσκοί. Γιατί πάντοτε, ὅσο κι ἄν «ἐπλεόνασεν ἡ ἁμαρτία», θά ὑπάρχουν μάγοι καί βοσκοί· ἐκεῖνοι πού θά Τόν συναντήσουνε ἀπρόσμενα, σάν τόν κρυμμένο θησαυρό μές στό χωράφι τους κι ἐκεῖνοι πού, ἀφοῦ πιά σώθηκαν στίς ἀγορές τοῦ κόσμου οἱ ἐλπίδες τους, θά Τόν ἀναζητήσουν, ἀνεκτίμητο μαργαριτάρι, ἄξιο νά ἐξαργυρωθεῖ μ᾽ ὅλους τούς θησαυρούς τῆς γῆς.
Καί πάλι τό Παιδί τῆς Βηθλεέμ θ᾽ ἀναζητήσει Ἰωσήφ· «μωρά καί ἐξουθενημένα» γιά τόν κόσμο, παραδομένους στήν ἁγία τρέλα τοῦ Θεοῦ... Ἄλλοι θά ταξιδεύουνε σάν πλανῆτες νά Τόν εὐαγγελίζονται στίς ἐσχατιές τῆς γῆς· ἄλλοι θ’ ἀντιχαρίζουνε ὅλα τους τά χαρίσματα στή χρεία Του, ἀρνούμενοι λαμπρές προοπτικές, καριέρες καί χειροκροτήματα· ἄλλοι θά ἀγωνίζονται μέ μόχθο καί ἱδρώτα νά κρατήσουνε τά σπίτια τους ἁγίες Βηθλεέμ. Κι ὅλοι θά μένουνε κρυμμένοι στήν ἀφάνεια, «λαθόντες» θά ἑτοιμάζουνε Χριστούγεννα. Γιατί πάντοτε, ὅσο κι ἄν ἔχει λιγοστέψει ἡ ἀγάπη, θά ὑπάρχουν Ἰωσήφ...
Τ᾽ ἀνήψια μου μιλοῦσαν ζωηρά πάνω ἀπ᾽ τή ζωγραφιά:
- Ἐγώ θά γίνω μάγος! Θά φοράω καί κορώνα! ἔλεγε ὁ Κωστής.
- Ἐγώ θά γίνω μάγος! διαμαρτυρήθηκε ἡ Ζωή.
- Δέ γίνεται. Ἐσύ εἶσαι κορίτσι. Θά ᾽σαι ἄγγελος.
- Καλύτερα! Θά ᾽χω στεφάνι καί φτερά!
Τά κοίταξα μέ νοσταλγία καί μέ συγκατάβαση· σάν ἤμουνα παιδί ἔλεγα σάν αὐτά: «Θέλω νά γίνω ἄγγελος», «Θέλω νά γίνω μάγος καί βοσκός», νά φαίνομαι...
Τώρα πού πιά μεγάλωσα, τώρα πού πιά περπάτησα μές στά σκοτάδια τῆς ζωῆς, ψάχνοντας τήν Ἀνατολή· τώρα πού ἕνα φῶς ἀγγελικό, μακρόθυμο, γλύκανε τήν ἀγρύπνια μου· τώρα, πού οἱ οὐρανοί δείξανε καί γιά μένα ἕνα ἀστέρι, γιά νά βρῶ τή Βηθλεέμ· τώρα πού πιά τελείωσαν ὅλα τά «πῶς» καί τά «γιατί», πού πιά γονάτισαν ὅλα τά «θέλω» μου ἀνήμπορα στό λίκνο τοῦ Θεοῦ, πού ὅλοι οἱ ἐπίγειοί μου θησαυροί φαντάξανε φτωχοί μπροστά στήν ἔσχατη πτωχεία του· τώρα πού πιά Τόν βρῆκα, Τόν προσκύνησα, ἔγινα μάγος καί βοσκός, τώρα δέν ἀπομένει νά ζητήσω μπρός στή φάτνη του παρά μονάχα αὐτό: «Θέλω νά γίνω Ἰωσήφ!»· δίχως διάσημα τοῦ κόσμου, ἕνα «στρατιωτάκι» τοῦ Θεοῦ, νά σταματῶ τόν πόλεμο, νά ὑπογράφεται μές στήν ἀνθρώπινη καρδιά εἰρήνη μέ τόν οὐρανό, ἡ εἰρήνη πού τραγούδησαν ᾽κείνη τή νύχτα οἱ ἄγγελοι.
«Θέλω νά γίνω Ἰωσήφ!»· μονάχα αὐτό· κρυφά καί ταπεινά, «λαθών», νά ἑτοιμάζω γιά τόν κόσμο μας Χριστούγεννα.
Μαρία Παστουρματζῆ
Φιλόλογος