Ποτέ δουλειά τήν Κυριακή

ΚΛΕΙΣΤΟ- Καλημέρα, Γιαννούλα!

- Ἄχ καλή μου Λαμπρινή, τί κάνεις; Φώναξε ἡ Γιαννούλα καί τραβήχτηκε μήν τήν πατήσει ἡ ρόδα τοῦ κάρου πού σταμάτησε δίπλα της.

- Πρωί-πρωί στήν ἐκκλησιά πᾶς, καημένη, ρώτησε ἡ Λαμπρινή. Δέν βλέπεις τά χωράφια σέ τί κατάσταση εἶναι; Τά ᾽πνιξε ἡ μουχρίτσα, τό καλάμι κι ἡ ἀγριάδα. Μά τί χόρτο εἶναι αὐτό φέτος! Πάει, χάθηκε τό βαμβάκι. Τέτοια χρονιά ἄς μήν ξαναρχόταν!

- Μά Λάμπρω, εἶναι Κυριακή, πῶς θά πάω στό χωράφι; Δέν πῆγα ποτέ μέχρι σήμερα.

- Σήμερα ὅμως, Γιαννούλα, πρέπει νά πᾶς στό χωράφι! Ὁ ἄντρας σου εἶναι ξαπλωμένος ἀπ’ τή μέση του καί δέν δουλεύει στ’ ἁλώνια ὅπως ἄλλες χρονιές. Ἄν δέν ὑπάρχει σοδειά, τά παιδιά σου θά πεινάσουν. Ἐγώ λέω σήμερα νά πᾶς στό χωράφι, ὅπως καί ὅλες τίς μέρες πού θά ’ρθουν, καθημερινές καί Κυριακές. Τά χορτάρια δέν περιμένουν. Καλή καί ἅγια ἡ ἐκκλησιά, ἀλλά γι’ αὐτούς πού κάθονται. Μιά ζωή μές στίς ἐκκλησιές εἶσαι, καημένη, ἄν δέν πᾶς καί κάνα δυό φορές δέν χάλασε ὁ κόσμος!

Ἔδωσε μιά καμτσικιά στ’ ἄλογα ἡ Λάμπρω καί τό κάρο ὅρμησε τραβώντας μέ δύναμη πέτρες, χόρτα καί χῶμα, πνίγοντας ὅλα γύρω στή σκόνη.

Ἡ Γιαννούλα ἔμεινε γιά λίγο ἀκίνητη κοιτάζοντας νά φεύγει μέσα στή σκόνη μιά καλή ψυχή, συγγενής της. Κράτησε μέ τά δυό χέρια της τή μαντήλα τοῦ κεφαλιοῦ της καί τήν ἔσφιξε ἀποφασιστικά, ὅπως ἔκανε πάντα ὅταν δυσκολευόταν, λές καί ἤθελε νά κρατήσει γερά τό κεφάλι μέ τίς σκέψεις της καί τό μυαλό της. Ἔκανε τόν σταυρό της καί προχώρησε βιαστική πρός τήν ἐκκλησιά. Γύρω τό καλοκαίρι παντοῦ μέ τόν ἥλιο νά ζεματάει, πρωτόβγαλτο χαμηλά στόν ὁρίζοντα τῆς ἀνατολῆς ἀκόμη.

Ἡ μέρα ὅμως προχώρησε. Ἔγινε μεσημέρι καί πολλά κάρα ἐπέστρεφαν γιά τόν μεσημεριανό ἐφοδιασμό τῶν ξωμάχων. Ἡ Γιαννούλα ἑτοίμαζε τό φτωχικό κυριακάτικο τῶν παιδιῶν της καί τοῦ ἄντρα της, πού ἦταν ξαπλωμένος. Ἀκριβῶς τότε ἦρθε κι ἕνας συγχωριανός πού ἐπέμενε νά πάρει μαζί του τόν ἄντρα της γιά τή Σουηδία καί ἡ ψυχή τῆς δόλιας Γιαννούλας σφίχτηκε ἀφάνταστα. Τάχα εἶναι θέλημα Θεοῦ νά ξενιτευτεῖ ὁ ἄντρας της; «Παναγιά μου», ψιθύρισε, «ἀπό τήν κοιλιά τῆς μάνας μου εἶμαι ὀρφανούλα χωρίς πατέρα, ἄς μή μέ ἀφήσει τώρα κι ὁ ἄντρας μου μέ τέσσερα παιδιά».

- Εἶναι ὁ Κώστας μέσα; ρώτησε.

- Εἶναι, μά σήμερα εἶναι ἀνήμπορος καί δέν θά βγεῖ. Ὅταν γίνει καλά, θά σᾶς βρεῖ στό καφενεῖο, εἶπε ἡ Γιαννούλα κατακόκκινη. Τώρα δέν μπορεῖ νά σηκωθεῖ, ἔχει τή μέση του...

Μέσα στήν ἀγωνία της γιά τό πῶς νά πορευτοῦν μέ τά χρήματα πού λείπουν καί μέ τόν ἄντρα ξαπλωμένο, βράδιασε κρατώντας του πολύ σκεπτική λίγη συντροφιά.

- Γιαννούλα, εἶπε κάποια στιγμή αὐτός, τά χρήματα φαίνεται θά μᾶς λείψουν. Φέτος δέν δουλεύω κι ἐγώ, εἶπε ἀναθεματίζοντας νευρικά μέ φοβέρα.

- Ἔχει ὁ Θεός, Κώστα μου, ἀπάντησε χαμηλόφωνα αὐτή.

- Ἔχει, μά δέν δίνει, ἀπάντησε αὐτός ὀργισμένα.

- Ἄχ, Κώστα μου, γιατί βλαστημᾶς; Τί μᾶς ἔλειψε μέχρι τώρα; Στό μαχαλά τέσσερα παιδιά μόνο ἐσύ ἔχεις. Εἶναι γερά καί δέν τούς λείπει τίποτα. Νά λές μόνο «δόξα σοι ὁ Θεός», Κώστα μου. Ἔτσι νά λές.

Νύχτωσε γιά καλά ἡ Κυριακή καί ὁ καιρός στήν πλάση καλός, μαλακός. Γλυκειά θαλπωρή γιά τούς φτωχούς καί ἀνήμπορους.

Ἡ Γιαννούλα συμμάζεψε κι ἔβαλε γιά ὕπνο τά μικρά της κι ὅπως ἑτοιμαζόταν κι αὐτή νά πέσει, μέσα στό τρυφερό νανούρισμα τῶν τριζονιῶν καί τοῦ καλοκαιρινοῦ ἀγέρα, χτύπησε δυνατά ἡ ἐξώπορτα καί, χωρίς νά πάρει τήν ἄδεια, ἕνας πανύψηλος ἄντρας πέρασε μέσα, γελώντας δυνατά.

- Γιαννούλα, τί κάνεις; Τί κάνει ὁ Κωτσιάκος; Εἶμαι ὁ ξάδελφος ὁ Κώστας ἀπό τόν Ἅγιο Λουκᾶ. Φέτος δέν μᾶς ἦρθε. Ἔχει τή μέση του. Ἄς εἶναι. Ἄς γίνει καλά κι ἔρχεται τοῦ χρόνου, εἶπε δυνατά καί προχώρησε μέσα στό σπίτι φωνάζοντας: «Ποῦ εἶσαι μωρέ Κωτσιάκο! Δέν πιστεύω πώς εἶσαι ἐσύ ξαπλωμένος!».

Γυρίζοντας στή Γιαννούλα, πού ἀκολουθοῦσε ἀμήχανη, τῆς εἶπε γελαστά.

- Ἤμουνα στό Κιλκίς καί τό ᾽χα νά περάσω νά ἰδῶ τόν Κωτσιάκο. Συγγνώμη γιά τήν ὥρα. Χασομέρησα. Ξέρεις, φέτος δέν δουλεύουμε πλέον Κυριακή μετά τή ζημιά πού πάθαμε πέρυσι, Κυριακή μέρα. Πέρυσι ντέ, πού ἔμεινε ἡ κομπίνα μέσα στό χωράφι καί εἴδαμε καί πάθαμε νά τή φτιάξουμε καί κρατήσαμε ἀπό ὅλους χρήματα γιά τή ζημιά. Τώρα ὅμως ἀποφασίσαμε ὅλα τ’ ἀδέλφια νά ἐπιστρέψουμε τά χρήματα στούς ἐργάτες καί τά περισσότερα νά τά δώσουμε στόν Κωτσιάκο, μιᾶς καί εἶναι ἀνήμπορος φέτος καί δέν μπόρεσε νά ’ρθεῖ. Γι’ αὐτό εἶμαι ἐδῶ. Ἔλα, πᾶρε. Καί μέ μιά δρασκελιά πλησίασε καί τῆς ἔδωσε τά χρήματα.

- Τόσα πολλά! ψιθύρισε.

- Τόσα, τῆς ἀπάντησε καί προχώρησε στό δωμάτιο φωνάζοντας: «Ποῦ εἶσαι ὠρέ Κωτσιάκο; Περαστικά!».

 Ἡ Γιαννούλα πλησίασε τήν εἰκόνα τῆς Παναγίας μέ τόν μικρό Χριστό στήν ἀγκαλιά καί ψιθύρισε μέ δάκρυα... «Σ’ εὐχαριστῶ, Παναγιά μου, πού βρέθηκαν χρήματα γιά τό σπιτικό μου σ’ αὐτή τή δύσκολη ὥρα. Μά πιό πολύ σ’ εὐχαριστῶ γιά τόν ἄντρα μου. Νά πάψει νά βλαστημάει καί ἄν γίνεται νά μή μᾶς φύγει μακριά!».

Βασίλης Βασιλάκος

Δάσκαλος