Γ. Βερίτης (Β΄)

  ΒΕΡΙΤΗΣ Τό προηγούμενο σημείωμα τό εἶχα κλείσει μ' ἕνα σχόλιο γιά τό πρῶτο ποίημα τοῦ Γ. Βερίτη «Πασχαλινό». Τό τελευταῖο ποίημά του (Μάρτιος τοῦ 1946) ἔχει τόν τίτλο «Μαζί θά περπατήσουμε». Πρόκειται γιά τήν πνευματική παρακαταθήκη τοῦ ποιητῆ. Ἕνα τό αἴτημα: Ἡ ἑνότητα τῶν ἀγωνιστῶν τοῦ καλοῦ ἀγώνα. Κάτι πού τόσο συχνά τό ξεχνᾶμε.
   Μαζί θά περπατήσουμε χέρι μέ χέρι
   στό δρόμο τοῦτον πού στή θέωση θά μᾶς φέρει.
   Μαζί θά περπατήσουμε χειμῶνες, καλοκαίρια
   καί στῆς γαλήνης τίς στιγμές καί στ' ἀγριοκαίρια...
   Ἀνάμεσα στά δύο ὁριακά αὐτά ποιήματα ξετυλίγεται ἡ λογοτεχνική παραγωγή τοῦ Βερίτη. Σέ μιά ἐποχή ὅπου στήν ποίησή μας κυριαρχοῦσε ἡ ὑποτονικότητα, ὁ ἀρρωστημένος ρομαντισμός καί ἡ πεισιθάνατη μελαγχολία, ἕνα πνεῦμα δηλαδή παρακμῆς (Ρῶμος Φιλύρας, Κώστας Οὐράνης, Ναπολέων Λαπαθιώτης, Μῆτσος Παπανικολάου, Τέλλος Ἄγρας), τά ποιήματα τοῦ Βερίτη ἄνοιγαν καινούργιους ὁρίζοντες. Στόν θρηνητικό ἀπόηχο τῶν στίχων τοῦ Λαπαθιώτη,
   Μονάχα ἐμεῖς στεκόμαστε θλιμμένοι
   - ἐμεῖς, ἐμεῖς, τῆς ζωῆς οἱ νικημένοι
   μέ τά βασιλεμένα ἰδανικά,
ἀπαντοῦσε ἡ χαρούμενη φωνή τοῦ Βερίτη·
   Πλάκες πού στέκατε βαρειές
   στά μνήματα καί στίς καρδιές
   σᾶς ἔσπασε ὁ Χριστός μου!
   Γι' αὐτό καί στάθηκε ὁ ποιητής μας γιά δεκαετίες ὁλόκληρες ἡ καθαρή φωνή -παλμός καί τραγούδι- τῆς χρυσῆς ἑλληνικῆς νιότης. Ὁ Βερίτης εἶχε τό σπάνιο χάρισμα τοῦ βάρδου. Τά ποιήματά του ἔγιναν θούρια καί ἐνέπνευσαν γενιές γενιῶν. Κανένας νεοέλληνας ποιητής δέν εἶχε τό προνόμιο νά ἀγαπηθεῖ καί νά τραγουδηθεῖ μέ τόσο ἐνθουσιασμό ἀπό τά νιάτα. Μόνο ὁ Ρήγας Βελεστινλής γνώρισε μιά ἀνάλογη δόξα, ἀλλά πιό περιορισμένη. Οἱ ἀνθολόγοι καί οἱ γραμματολόγοι μας μένουν δυστυχῶς ἀνυποψίαστοι. Ὡστόσο ὁ χρόνος θά ἀποκαθάρει τόν νεοελληνικό Παρνασσό ἀπό τή σαβούρα πού τοῦ στοιβάζουν.
   Στό ποιητικό ἔργο τοῦ Βερίτη μπορεῖ κανείς νά ξεχωρίσει δύο κατηγορίες ποιημάτων. Ἐκεῖνα πού ἐκφράζουν τά συναισθήματα τοῦ χριστιανικοῦ πληρώματος, τῆς Ἐκκλησίας. Καί τά ἄλλα, τά πολύ προσωπικά, μέ τήν ἔντονη ὑποκειμενική συγκίνηση. Τά πρῶτα ἔχουν ἀγωνιστικό, μαχητικό χαρακτήρα μέ κάποια στοιχεῖα ρητορισμοῦ. Εἶναι ὁ ὁμαδικός λόγος πού ἀκούγεται ἐνίοτε σάν βροντή. Στά δεύτερα ὁ ποιητής γίνεται πιό λυρικός, πιό χαμηλόφωνος, πιό ἐσωτερικός, πιό μουσικός. Π.χ.
   Τ' ὀρνίθι λάλησε, μά ἐγώ δέν κλείνω μάτι·
   εἶναι ἡ ψυχή μου προσευχή γεμάτη.
                          ἤ
   Θά 'ρθης πάλι τώρα, Πολυαγαπημένε,
   νά μέ συναντήσης κάτω στά χωράφια.
   Δρόμο μές στά στάχυα
   ἀνοίγω καί περνῶ,
   δρόμο μές στά στάχυα.
   Ὡστόσο ὁ ἐμπνευσμένος δημιουργός τῆς «Ὠδῆς τοῦ Ἀγαπητοῦ», πολύπλευρο ταλέντο, δοκίμασε μέ ἐπιτυχία τίς δυνάμεις του καί σέ ἄλλες μορφές λόγου. Ἀξιοπρόσεκτη εἶναι ἡ προσφορά του στό δύσκολο χῶρο τοῦ δοκιμίου. Οἱ μελέτες του, πού δημοσιεύτηκαν στίς «Ἀκτῖνες», μαρτυροῦν τή φωτεινή του κρίση, τή δύναμη τοῦ στοχασμοῦ καί τήν πλήρη ἐνημέρωση στά λογοτεχνικά πράγματα τοῦ τόπου. Ἐξάλλου φαίνεται ὅτι παρακολουθοῦσε ἀπό κοντά καί τή γαλλική πνευματική κίνηση.
   Κι ἕνας σύγχρονος ἀναγνώστης ἔχει νά πάρει πολλά μελετώντας τά πρωτότυπα δοκίμια· «Ἡ καλλιτεχνική δημιουργία καί ὁ καλλιτέχνης», «Ἡ τέχνη γιά τόν ἄνθρωπο», «Ὁ ποιητής χθές καί σήμερα», «Ὁ θάνατος τοῦ λυρισμοῦ», «Ὁ λυρισμός θά ξαναζήση». Θά μνημονεύσω ἀκόμα τό θαυμάσιο ἀντιρρητικό κείμενό του «Ἀλεξικέραυνο» καί τή μελέτη του, δημοσιευμένη μετά τό θάνατό του, «Λογοτεχνία καί ἰδανικά».
   Δυό λόγια καί γιά τά τρία διηγήματα τοῦ Βερίτη, ὑπογεγραμμένα μέ τό ψευδώνυμο Α. Λαμπρινός, «Κάθε Πάσχα», «Ὁ Φαροφύλακας», «Ὁ Γησίλας». Ἐδῶ εἶναι φανερή ἡ ἐπίδραση τοῦ Παπαδιαμάντη. Στά δύο τελευταῖα βρίσκουμε τόν ὡραῖο νησιώτικο περίγυρο τῆς φύσης καί τῶν ἀνθρώπων. Πυρήνας τους, τό αἰώνιο θέμα τῆς λύτρωσης.
   Σημαντικές εἶναι καί κάποιες μελέτες καί μονογραφίες τῆς ἱστορικῆς φύσεως. Ὁ χῶρος ὅμως δέν μοῦ ἐπιτρέπει νά γράψω περισσότερα.
   Ἐνῶ ὁ Γ. Βερίτης συνέχιζε τό πολυεδρικό συγγραφικό ἔργο του, ξαφνικά σήμανε ἡ καμπάνα τοῦ τέλους. Τόν Φεβρουάριο τοῦ 1946 τόν βρῆκε μιά βαρειά ἐγκεφαλική συμφόρηση. Ἐπέζησε δύο χρόνια καί στίς 5 Μαΐου τοῦ 1948 ὁ «ἀγαθός καί πιστός δοῦλος» παρέδωσε τό πνεῦμα. Τότε, χωρίς ὑπερβολή, ὁλόκληρη ἡ Ἑλλάδα, ἀπό τόν Ἕβρο ὥς τήν Κύπρο, συγκλονίστηκε βαθιά. Εἶχε χάσει τόν δυνατό ποιητή, τόν μεγάλο ἀγωνιστή, τόν ἐξαίρετο ἄνθρωπο.
 
   Τό ψευδώνυμο Γ. Βερίτης δέν σημαίνει Γεώργιος Βερίτης, ὅπως πολλοί νομίζουν, ἀλλά Γεωργός Βερίτης (= ἀληθινός). Διάλεξε δηλαδή ὁ Ἀλέξανδρος Γκιάλας νά ὀνομάζεται καλός σποριάς.
 

Ἰ. Ἀ. Νικολαΐδης