Τ' ἄστρο στήν Ἀνατολή


αστροΤ' ΑΣΤΡΟ ΣΤΗΝ ΑΝΑΤΟΛΗ
 
Κύττα τόν Ὄλυμπο, τί νά 'χει
καί τρέμουνε τά θέμελά του;
Ἄκου· τριζοβολοῦν οἱ βράχοι
καί σκούζουν ἄγρια τά στοιχειά του.
 
Σάν πληγωμένα σ' ἄγρια μάχη,
ὁρμοῦν καθέν' ἀπ' τή φωλιά του,
κατρακυλᾶνε πρός τά κάτου
καί παίρνουν ὅποιο δρόμο λάχει.
 
Δέν εἶναι δώδεκα μονάχα·
μετρῶ θεούς, μετρῶ θεές,
μισοθεούς, μισοθεές,
-πόσες χιλιάδες νά 'ναι τάχα;
 
Σάν τ' ἀνεμόδαρτα τά φύλλα
τόπο γιά νά σταθοῦν δέν ἔχουν·
τό μάτι τους θολό, μαυρίλα,
καί τρέχουν, τρἐχουν.
 
Τούς κράζω: - Ἀθάνατοι, ποῦ πᾶτε
κυνηγημένοι;
Δέν εἶστε σεῖς πού κυβερνᾶτε
τήν οἰκουμένη;
 
Μιλιά! Κανείς! Τρέχουν ἀκόμα,
λές θά τούς κάψει τ' ἀστροπελέκι.
Ἕνα στοιχειό μονάχα στέκει,
κι αὐτό μέ τήν ψυχή στό στόμα.
 
Χτυπιέται, δέρνεται καί κλαίει
κι ἀγκομαχᾶ·
«Ρώτα τόν Ὄλυμπο», μοῦ λέει
καί ξεψυχᾶ.
 
Δέν παίρνω λέξη -νεκρωμένες
ἀπό τόν τρόμο τους μορφές.
Γυρίζω στίς προσκυνημένες
βουνοκορφές.
 
Σπαράζει ὁ Ὄλυμπος, μουγκρίζει,
καί σ' ἀστραπόβροντα ξεσπᾶ·
ὁ δρόλαπας ἄγρια σφυρίζει
καί τόν χτυπᾶ.
 
Κι εἶν' οἱ βροντές κι οἱ κεραυνοί του
σάν μιά κατάρα, μιά βρισιά·
κι εἶν' ἡ φωνή κι εἶν' ἡ κραυγή του,
πού μ' ἀπαντᾶ μ' ἀπελπισιά:
 
- Τί μέ ρωτᾶς; Ἦρθε ἡ στιγμή μου·
μέ ζώνει ὁλοῦθε συμφορά·
νιώθω τοῦ Χάρου τά φτερά·
πεθαίνει ἡ δόξα κι ἡ τιμή μου.
 
Ἄχ! Δέ μέ σώζει πιά κανένας.
Νά, τ' Ἄστρο στήν Ἀνατολή.
Τώρα πεθαίνουν οἱ πολλοί,
γεννιέται ὁ Ἕνας!...
 
Εἶπε καί στέναξε πικρά
καί σέ βαθειά σιγή ἐβυθίστη.
...Κι ἡ αὔρα φέρνει ἀπό μακριά
κάποιο γλυκό «Δόξα ἐν ὑψίστοις»!

Γ. Βερίτης