«ΜΗ ΜΟΥ ΑΠΤΟΥ» (Ἰω 20,17)
Ἡ Μαρία ἡ Μαγδαληνή, ἡ πιστή τοῦ Κυρίου μαθήτρια, βρίσκεται μπροστά στόν κενό τάφο τοῦ Ἰησοῦ καί κλαίει. Ἐνῶ κλαίει, ρίχνει ἕνα βλέμμα μέσα στόν τάφο καί βλέπει δύο ἀγγέλους νά κάθονται στά δύο ἄκρα τοῦ τάφου. Τήν ρωτοῦν οἱ ἄγγελοι· «Γύναι, τί κλαίεις;» (Ἰω 20,13). Κλαίω, τούς λέγει, διότι «ἦραν τόν Κύριόν μου, καί οὐκ οἶδα ποῦ ἔθηκαν αὐτόν». Λέγοντας αὐτό παρατηρεῖ μία αἰφνίδια ἔκπληξη στά πρόσωπα τῶν ἀγγέλων, ὅπως συμπεραίνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, καί στρέφει πίσω νά δεῖ τί βλέπουν οἱ ἄγγελοι καί ἐκπλήσσονται. Ἦταν ὁ Ἰησοῦς, τόν ὁποῖο οἱ μέν ἄγγελοι γνώρισαν, διότι τόν εἶδαν μέ τούς ἄυλους ὀφθαλμούς τους στή δόξα του, ἡ δέ Μαρία δέν τόν ἀναγνώρισε -ὅπως καί οἱ πορευόμενοι πρός Ἐμμαούς-, ἀλλά τόν ἐξέλαβε ὡς κηπουρό.
Τήν ἴδια ἐρώτηση τῆς ὑποβάλλει καί ὁ Κύριος· «Γύναι, τί κλαίεις; Τίνα ζητεῖς;». Ἡ Μαρία νομίζοντας ὅτι αὐτός εἶναι ὁ κηπουρός καί ὅτι ἀσφαλῶς γνωρίζει ποῦ εἶναι ὁ άπαχθείς νεκρός Κύριός της, χωρίς ἄλλη ἐξήγηση τόν παρακαλεῖ· Ἄγνωστέ μου κύριε, ἄν ἐσύ πῆρες τόν Κύριό μου ἀπό τόν τάφο, «εἰπέ μοι ποῦ ἔθηκας αὐτόν, κἀγώ αὐτόν ἀρῶ». Πόση στοργή καί πόση τρυφερότητα κρύβεται στίς ἁπλές αὐτές λέξεις! Καί πόση ἁγία ἁπλότητα! Τότε ὁ Κύριος γιά νά ἐπιβραβεύσει τήν τόσο εὐγνώμονη καρδιά της, διανοίγοντας τούς ὀφθαλμούς της ὥστε νά τόν ἀναγνωρίσει, φωνάζει τό ὄνομά της· «Μαρία!». Ἕνας κεραυνός χαρᾶς τήν συγκλονίζει. Ὁρμᾶ καί πέφτει στά πόδια του νά τά καταφιλήσει ἀναφωνώντας· «Ραββουνί!», «καλέ μου Διδάσκαλε!». Ἀλλά ὁ Κύριος τήν ἀποτρέπει λέγοντας· «Μή μου ἅπτου» (Ἰω 20,17).
Γιατί ὁ Κύριος τῆς ἀπαγορεύει νά τόν ἀγγίζει; Δόθηκαν πολλές ἐξηγήσεις, ἄλλες σοβαρές καί ἄλλες ὄχι. Ἄλλοι διορθώνουν τό κείμενο, ἄλλοι τό ἑρμηνεύουν ἀλληγορικῶς, ἄλλοι ἱστορικῶς, ἄλλοι ἐξετάζουν τήν φράση «μή μου ἅπτου» μεμονωμένη καί ἄλλοι στήν συνάφεια τοῦ κειμένου, ἡ ὁποία εἶναι· «Μή μου ἅπτου· οὔπω γάρ ἀναβέβηκα πρός τόν Πατέρα μου· πορεύου δέ πρός τούς ἀδελφούς μου (= τούς μαθητές) καί εἰπέ αὐτοῖς· ἀναβαίνω πρός τόν Πατέρα μου καί Πατέρα ὑμῶν, καί Θεόν μου καί Θεόν ὑμῶν». Οἱ προταθεῖσες διορθώσεις εἶναι: «Μοῦ ἅπτου», «Σύ μου ἅπτου», «Μή σύ πτοοῦ», «Μή πτοοῦ». Ἀπό αὐτές οἱ τρεῖς πρῶτες πρέπει νά ἀπορριφθοῦν ὡς ξένες πρός τήν ἐκφορά καί τήν σύνταξη τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας, ἡ δέ τετάρτη, ἄν καί συντακτικῶς ὀρθή καί φυσική, δέν εὐσταθεῖ, διότι εἶναι αὐθαίρετη ἐπέμβαση ἐπί τοῦ κειμένου. Ἀλλά καί ἄν γίνει δεκτή, τά συμφραζόμενα καθίστανται τελείως μετέωρα καί ἀκατανόητα. Οἱ προτείνοντες τήν διόρθωση αὐτή ἑρμηνεύουν· «Μή φοβεῖσαι· εἶμαι ἀκόμη μαζί σας καί δέν ἔχω φθάσει στό φοβερό μεγαλεῖο πού θά ἔχω κοντά στόν Πατέρα μου, διότι δέν ἀνέβηκα ἀκόμη πρός αὐτόν». Ἡ ἑρμηνεία δέν εἶναι ὀρθή, διότι: α) Ἐφόσον ὁ Χριστός δέν εἶχε ἀκόμη τό φοβερό μεγαλεῖο, οὔτε ἡ Μαρία εἶδε τέτοιο μεγαλεῖο, δέν ὑπῆρχε λόγος νά φοβηθεῖ. β) Δέν εἶναι ἀληθινό ὅτι ὁ Κύριος δέν εἶχε ὅλο τό θεῖο μεγαλεῖο ἀμέσως μετά τήν ἀνάσταση, οὔτε συμφωνεῖ αὐτό μέ τό ὀρθόδοξο δόγμα. γ) Ἡ παράδοση τοῦ κειμένου τῆς Καινῆς Διαθήκης, δηλαδή ὅλα τά χειρόγραφά της, ἀγνοοῦν τελείως μία τέτοια γραφή. Μένουμε, λοιπόν, πιστοί στήν γενικῶς παραδεδεγμένη γραφή «Μή μου ἅπτου».
Πρίν προχωρήσουμε στήν ἔκθεση τῶν ὑπολοίπων ἑρμηνειῶν, δεχόμαστε ὁρισμένα δεδομένα. Τό «ἅπτομαι» ἐδῶ σημαίνει ἁπλῶς ἀγγίζω, πιάνω· δέν ἔχει καμία ἀλληγορική σημασία. Ἀπό τήν ἀπαγόρευση τοῦ Κυρίου «μή μου ἅπτου», πού ἐκφέρεται μέ προστακτική ἐνεστῶτος, συνάγεται ὅτι ἡ Μαρία πρόλαβε ἤδη νά περιπτυχθεῖ τά πόδια τοῦ Κυρίου· αὐτό δέχονται ἀπό μέν τούς πατέρες ὁ Χρυσόστομος καί ὅσοι τόν ἀκολουθοῦν, ἀπό δέ τούς συγχρόνους θεολόγους οἱ περισσότεροι καί σπουδαιότεροι. Λίγο μετά ἀπό αὐτήν τήν σκηνή ὁ Κύριος, ἀφοῦ συνάντησε δύο ἄλλες μυροφόρες, τίς ἐπέτρεψε νά περιπτυχθοῦν καί νά φιλήσουν τά πόδια του (Μθ 28,9). Ὁ ἴδιος ἐπίσης παρότρυνε τόν Θωμᾶ νά βάλει τά δάκτυλά του στήν πλευρά καί τίς παλάμες του (Ἰω 20,27), καθώς καί ὅλους τούς μαθητές νά τόν «ψηλαφήσουν», γιά νά πεισθοῦν ὅτι ἔχει σῶμα (Λκ 24,39).
Ὁ Ἀλεξανδρείας Κύριλλος ἑρμηνεύει τό χωρίο ἀλληγορικῶς. Κατ' αὐτόν πρό τῆς ἀναστάσεως μποροῦσε καθένας νά ἀγγίζει τόν Ἰησοῦ, ἀλλά τώρα εἶναι καιρός τῆς θεοπρεποῦς δόξης. Ἐπιτρέπεται νά «ἅπτονται» αὐτοῦ μόνον ὅσοι ἔλαβαν τό ἅγιο Πνεῦμα, τό ὁποῖο ὁ Κύριος ὑποσχέθηκε ὅτι θά στείλει. Ἀλλά μέχρι τῆς στιγμῆς αὐτῆς τό Πνεῦμα δέν δόθηκε στούς ἀνθρώπους, οὔτε στήν Μαρία βεβαίως. Ἑπομένως ἐμποδίζεται νά «ἅπτεται» τοῦ Ἰησοῦ ὡς ἀπροετοίμαστη. Μετά τήν ἀνάληψή του καί τήν ἐπιφοίτηση τοῦ ἁγίου Πνεύματος μποροῦσαν ὅσοι ἔλαβαν τό Πνεῦμα νά «ἅπτονται» καί τοῦ Κυρίου. Εἶναι φανερό ὅτι ὁ Κύριλλος λέγει τό «ἅπτομαι» μέ τήν ἔννοια τοῦ «κοινωνῶ». Ὁ ἴδιος ἄλλωστε ἐξηγεῖ ὅτι μέ αὐτήν τήν ἀπαγόρευση ὁ Κύριος θέτει ὅρο στήν Ἐκκλησία, κατά τόν ὁποῖο κάθε ἀκάθαρτος ἤ ἐστερημένος τοῦ Πνεύματος δέν πρέπει νά κοινωνεῖ τῆς ἁγίας σαρκός του, νά μεταλαμβάνει τό σῶμα του, ὅπως ἀκριβῶς ὁ Μωυσῆς ἀπαγορεύει νά τρώγουν ἀπό τόν πασχάλιο ἀμνό οἱ ἀκάθαρτοι. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή εἶναι διδακτική ἀλλά ὄχι ὀρθή, διότι προσκρούει στά προλεχθέντα δεδομένα καί διότι κάθε χωρίο ἱστορικοῦ βιβλίου τῆς Γραφῆς ἔχει μία τουλάχιστον ἱστορική ἑρμηνεία. Ἡ ἱστορική ἑρμηνεία πλουτίζεται ἀπό ἀλληγορικές, ἀλλά δέν ἀντικαθίσταται.
Ἀπό τίς ἱστορικές ἑρμηνεῖες ἀναφέρουμε πρῶτα ἐπιτροχάδην τίς ὁλοφάνερα ἐπιπόλαιες. Λέχθηκε ὅτι ὁ ἀναστάς Κύριος ὑπέφερε ἀκόμη ἀπό τίς πληγές του, καί γι’ αὐτό σπεύδει νά προειδοποιήσει «μή μέ ἀγγίζεις». Λέχθηκε ὅτι δέν ἐπέτρεψε στήν Μαρία νά τόν ἀγγίξει, διότι τό σῶμα του ἦταν τόσο λεπτοφυές, ὥστε δέν ἄντεχε στήν ἐλάχιστη ἐνόχληση ἤ ὅτι δέν εἶχε σῶμα, ἀλλά ἐπρόκειτο νά λάβει μετά τήν ἀνάληψη. Λέχθηκε ὅτι σύμφωνα μέ τόν μωσαϊκό νόμο, κατά τόν ὁποῖο ὁ νεκρός εἶναι ἀκάθαρτος καί μολύνει καθέναν πού τόν ἀγγίζει, ἡ Μαρία δέν ἔπρεπε νά ἀγγίξει τόν Κύριο, γιά νά μή μολυνθεῖ! Εἶναι περιττό νά ἀνασκευάσουμε τίς ἑρμηνεῖες αὐτές, οἱ ὁποῖες εἶναι καί ἐσφαλμένες καί κακόδοξες καί γελοῖες.
Λέχθηκε καί τό ἀντίθετο, ὅτι ὁ Κύριος δέν ἤθελε νά μολυνθεῖ ἀπό τήν Μαρία. Ἀναφέρονται μάλιστα καί ὡς παράλληλα παραδείγματα χωρία ἀπό εἰδωλολάτρες ποιητές, ὅπου ἀναφέρονται τέτοιου εἴδους ἀπαγορεύσεις. Ἀλλά εἶναι τελείως ἄστοχο νά ἑρμηνεύεται ἡ Γραφή διά τῶν θύραθεν ἤ οἱ θύραθεν διά τῆς Γραφῆς. Τό θεῖον δέν μολύνεται ἀπό τίποτε, ὅπως παρατηρεῖ ὁ Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, καθώς καί τό ἡλιακό φῶς δέν μολύνεται ὅταν πέφτει πάνω στό βόρβορο. Οὔτε εἶναι δυνατόν νά συντρέχει αὐτός ὁ λόγος, ἐφόσον ὁ Κύριος ἔκτοτε παρέχει τό αἷμα καί τό σῶμα του σέ ἀνθρώπους λιγώτερο καθαρούς ἀπό τήν Μαρία. Νά μήν ξεχνοῦμε δέ καί τούς ἄλλους οἱ ὁποῖοι ἄγγιξαν τόν Κύριο.
Ὁ Χρυσόστομος ἀναφέρει ὅτι διαδιδόταν στήν ἐποχή του μία ἑρμηνεία κατά τήν ὁποία ἡ Μαρία πέφτοντας στά πόδια τοῦ Κυρίου ζητοῦσε ἀπό αὐτόν τό ἅγιο Πνεῦμα ἐνθυμουμένη ὅτι πρό τῆς σταυρώσεώς του εἶπε στούς μαθητάς· «Ἐάν πορευθῶ πρός τόν Πατέρα μου, ἐρωτήσω τόν Πατέρα καί ἄλλον Παράκλητον δώσει ὑμῖν» (Ἰω 14,16). Ἀπορρίπτει δέ τήν ἑρμηνεία αὐτή γιά τούς ἑξῆς λόγους: α) Ἡ Μαρία ἀγνοοῦσε τήν ὑπόσχεση αὐτή, διότι δέν ἦταν παροῦσα ὅταν δόθηκε. β) Ἀπέχει πολύ αὐτή ἡ «φαντασία» ἀπό τό νόημα τοῦ χωρίου. γ) Πῶς ἦταν δυνατόν νά ζητήσει τόν Παράκλητο, ἔστω καί ἄν γνώριζε τήν ὑπόσχεση, ἀφοῦ ὁ Κύριος δέν εἶχε ἀκόμη ἀνεβεῖ πρός τόν Πατέρα;
Ὑποστηρίχθηκε ὅτι ὁ Κύριος μέ τό «μή μου ἅπτου» ἐλέγχει τήν ἀπιστία τῆς Μαρίας, διότι αὐτή θέλησε νά τόν ἀγγίξει γιά νά βεβαιωθεῖ, ὅπως καί ὁ Θωμᾶς, ὅτι ὄντως αὐτός εἶναι ὁ Ἰησοῦς. Αὐτή ἡ γνώμη εἶναι ἐκτός πραγματικότητος. Στήν σχετική περικοπή ὄχι μόνο ἀπιστία τῆς Μαρίας δέν διακρίνεται, ἀλλά ἀντίθετα εἶναι ὁλοφάνερη ἡ αὐθόρμητη χαρά της καθώς βλέπει τόν Διδάσκαλο. Κακῶς δέ λέγεται ὅτι ὁ Θωμᾶς θέλησε νά βεβαιωθεῖ διά τῆς ἁφῆς. Διότι ὁ Θωμᾶς δέν θέλησε, ἐπειδή βεβαιώθηκε καί χωρίς τήν ἁφή, ἀλλά ὁ Κύριος τοῦ ἐπέβαλε νά τόν ἀγγίξει. Τέλος, ἀφοῦ τόν Θωμᾶ, πού δέν θέλησε, τόν παρότρυνε νά τόν ἀγγίξει, πῶς ἦταν δυνατόν νά ἐμποδίσει τήν Μαρία, ἐάν αὐτή μόνη της ἤθελε νά τόν ἀγγίξει ἀπό δυσπιστία;
Ὁ Ὠριγένης ἐξηγεῖ τό χωρίο ἐν συνδυασμῷ πρός τούς λόγους τοῦ Κυρίου· «Βάπτισμα ἔχω βαπτισθῆναι, καί πῶς συνέχομαι ἕως οὗ τελεσθῇ;» (Λκ 12,50). Ὑπάρχει, λέγει, σειρά διαδοχικῶν βαπτισμάτων τοῦ Κυρίου, καθένα ἀπό τά ὁποῖα εἶναι εἰσαγωγή σέ μία κατάσταση τελειότερη ἀπό τήν προηγούμενη. Βάπτισμα ἀπό τόν Πρόδρομο, βάπτισμα Σταυροῦ, βάπτισμα ἀναστάσεως καί τελευταῖο τό βάπτισμα τῆς ἀναλήψεως, ἡ ἄκρα τελείωση. Ὅταν ἡ Μαρία θέλησε νά τόν ἀγγίξει, ὁ Ἰησοῦς δέν εἶχε λάβει ἀκόμη τό τελευταῖο αὐτό βάπτισμα. Ἤθελε ὅμως ὁ ἁπτόμενος αὐτοῦ νά ἅπτεται τελείου ὄντος, γιά νά ὠφελεῖται σέ τέλειο βαθμό. Καί ἐδῶ στό «ἅπτομαι» δίδεται ἑρμηνεία περισσότερο ἀλληγορική, πλησιάζουσα τήν ἔννοια τοῦ «κοινωνῶ».
Σύμφωνα μέ ἄλλη ἑρμηνεία, παρόμοια, ὁ Ἰησοῦς ὡς ἀρχιερεύς, πού προσέφερε τήν τελεία ἐξιλαστήρια θυσία, ἔπρεπε πρῶτα νά ἀνεβεῖ στόν Πατέρα, νά εὐλογηθεῖ, καί ἔπειτα νά κατεβεῖ καί νά μεταδώσει μέ σωματική ἐπαφή τήν ἐκ τοῦ Πατρός εὐλογία. Γι' αὐτό ἐμποδίζει τήν Μαρία νά τόν ἀγγίζει ἐπί τοῦ παρόντος.
Σύμφωνα μέ μία ἀρχαία ἑρμηνεία πού ἀποδίδεται στόν μάρτυρα Ἰουστῖνο, οἱ λόγοι τοῦ Κυρίου ἔχουν τήν ἑξῆς ἔννοια· «Μή μέ ἀκολουθεῖς μέ τήν ἰδέα ὅτι θά εἴμαστε πάντοτε μαζί ὅπως καί πρό τοῦ σταυροῦ». Ἤθελε ὁ Κύριος σιγά-σιγά νά ἀποβάλουν οἱ μαθητές τήν συνήθεια τῆς σωματικῆς του παρουσίας. Γιά τόν λόγο αὐτό μετά τήν ἀνάσταση παρουσιαζόταν μερικές φορές μόνο καί γιά λίγη ὥρα. Τήν ἄποψη αὐτή ἀκολουθοῦν καί μερικοί σύγχρονοι ξένοι θεολόγοι.
Σύγχρονοι θεολόγοι ἔλαβαν ὡς ἀρχή ὅτι τό «ἅπτομαι» ἐδῶ σημαίνει «λατρεύω», ὅπως καί στόν Ὅμηρο ἡ ἔκφραση «ἅπτομαι τῶν γονάτων» σημαίνει «ἀπονέμω λατρεία». Ἔδωσαν λοιπόν τήν ἀκόλουθη ἑρμηνεία. Ἡ Μαρία πέφτοντας στά πόδια τοῦ Ἰησοῦ ἤθελε μ' αὐτόν τόν τρόπο νά τόν λατρεύσει ὡς Θεό. Ἀλλά ὁ Ἰησοῦς, πού δέν εἶχε ἀκόμη τελειωθεῖ, κατά τήν ἐκδοχήν τους, τήν ἀπέτρεψε λέγοντας· «Μή μέ λατρεύεις, δέν δοξάστηκα ἀκόμη διά τῆς ἀναλήψεως, ἀλλά συνεχίζω νά βρίσκομαι στήν κατάσταση τῆς ταπεινώσεως. Δέν ἔφθασε λοιπόν ἀκόμη ὁ καιρός νά μοῦ ἀποδώσεις λατρεία Θεοῦ». Ἡ ἑρμηνεία αὐτή ἔχει πολλά ἀδύνατα σημεῖα: α) Ἑρμηνεύει τήν Γραφή διά τῶν θύραθεν. Ἡ ὁμηρική φρασεολογία δέν συμπίπτει οὔτε μέ τήν κλασική ἑλληνική, πολύ δέ περισσότερο ξένη εἶναι πρός τήν γλῶσσα τῆς Γραφῆς. β) Καί ἄν ἦταν ἐπιτυχημένη μία τέτοια μέθοδος, στήν προκειμένη περίπτωση ἐπιχειρεῖται πλημμελῶς. Διότι ναί μέν τό «ἅπτομαι τῶν γονάτων» σημαίνει «λατρεύω», ἀλλά τό «ἅπτομαι» μόνο του μέ κανένα τρόπο δέν ἑρμηνεύεται ἔτσι. γ) Εἶναι τελείως ἀπίθανο ἡ τόσο αὐθόρμητη κίνηση τῆς Μαρίας νά προῆλθε ἀπό μία τόσο πολύπλοκη σκέψη, σάν αὐτήν πού ὑποθέτουν αὐτοί οἱ ἑρμηνευτές. Μέχρι τῆς στιγμῆς ἐκείνης ἡ Μαρία οὔτε περί ἀλλαγῆς καταστάσεων γνώριζε τίποτε, οὔτε περί θεώσεως, οὔτε περί ἀπονομῆς λατρείας. Ἀγνοοῦσε προφανῶς ὅτι ὁ Ἰησοῦς εἶναι καί Θεός, ἴσως δέ οὔτε τήν ἀνάσταση νά μή σκέφθηκε. δ) Ὁ Θωμᾶς ἀπέδωσε λατρεία στόν Χριστό πρό τῆς ἀναλήψεως. Ἀλλά καί πρό τῆς σταυρώσεως μποροῦσε νά ἀπονεμηθεῖ, καί πολλές φορές ἀπονεμήθηκε, λατρεία στόν Κύριο.
Μετριοπαθέστερη παραλλαγή αὐτῆς εἶναι ἡ ἑρμηνεία κατά τήν ὁποία ὁ Κύριος ἤθελε νά πεῖ ὅτι μπορεῖ ἡ Μαρία νά ἅπτεται αὐτοῦ μετά τήν ἀνάληψη. Δέν γίνεται λόγος γιά τελείωση καί ἀπονομή λατρείας. Ἡ ἑρμηνεία αὐτή, σημειωτέον, εἶναι ἡ ἐντύπωση πού σχηματίζει ἐκ πρώτης ὄψεως σχεδόν κάθε ἀναγνώστης τοῦ χωρίου. Ἀλλά προσκρούει βεβαίως σέ ἀνυπέρβλητα ἐμπόδια. Γιατί στόν Θωμᾶ ἐπιτρέπει τήν ἁφή; Μήπως μεταξύ τῶν δύο περιστατικῶν ἔγινε ἡ ἀνάληψη; διερωτῶνται πολλοί σύγχρονοι ἑρμηνευτές. Τοῦτο εἶναι ἀδύνατον, τόσο διότι δέν ἀναφέρεται ἀνάληψη μεταξύ τῶν δύο περιστατικῶν, ὅσον καί διότι ἀναφέρεται αὐτή σαφῶς καί πανηγυρικῶς στό τέλος τῶν τεσσαράκοντα ἡμερῶν. Ἐξάλλου λίγη ὥρα μετά τήν συνάντηση μέ τήν Μαγδαληνή Μαρία ὁ Κύριος ἐπέτρεψε, ὅπως λέχθηκε, νά τόν ἀγγίξουν δύο ἄλλες μυροφόρες γυναῖκες.
Ἄλλη ἑρμηνεία εἶναι· «Μή μέ ἀγγίζεις· ἔχεις καιρόν πρός τοῦτο. Τώρα σπεῦσε νά ἀναγγείλεις στούς μαθητές μου ὅτι...». Ἐδῶ ὅμως ἡ ἀπαγόρευση φαίνεται περιττή.
Καί ἄλλη· «Μή μέ ἀγγίζεις· βεβαίως δέν ἀνέβηκα ἀκόμη πρός τόν Πατέρα μου, ὥστε νά γίνω ἀπρόσιτος, ἀλλά πρόκειται νά ἀνεβῶ. Αὐτό νά πεῖς στούς μαθητές μου». Καί μόνον διά τῆς ἀναστάσεως δηλαδή οἱ σχέσεις τοῦ Κυρίου πρός τούς μαθητές ἔγιναν πνευματικώτερες καί κατά συνέπειαν οἱ φυσικές ἐπαφές δέν ἦσαν πλέον ἐνδεδειγμένες.
Ὑπάρχουν μερικές ἑρμηνεῖες οἱ ὁποῖες λίγο διαφέρουν μεταξύ τους καί οἱ ὁποῖες τονίζουν ὅτι ὁ Κύριος προσωρινά μόνον ἐμποδίζει τήν Μαρία, πρόκειται δέ μετά τήν ἀνάληψή του νά τῆς χαρίσει αὐτό πού ποθεῖ, σέ βαθμό ἀσύγκριτα ἀνώτερο ἀπό ὅσο φαντάστηκε αὐτή. Μοιάζουν κάπως μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ Ὠριγένους, χωρίς νά εἶναι ἀλληγορικές. Τέτοια ἑρμηνεία ἔδωσε ὁ πάπας Λέων ὁ Μέγας, καί ἀπό τότε γύρω ἀπό αὐτήν στρέφονται οἱ δυτικοί ἑρμηνευτές. Μετά τήν ἀνάβαση ἡ Μαρία θά ἅπτεται καί θά κρατεῖ τόν Κύριο κατά τρόπο οὐσιαστικώτερο. Θά τόν κατέχει διαρκῶς. Θά τόν ἔχει κτῆμα της ἀναφαίρετο. Θά ἀγγίξει τότε ὅ,τι τό θειότερον κρύπτεται μέσα σ’ αὐτόν. Ὁ Κύριος μετά τήν ἀνάβασή του πρός τόν Πατέρα θά ἐγκαινιάσει νέα τάξη καί νέες σχέσεις, στενώτερες, περισσότερο πνευματικές καί μόνιμες. Αὐτές περίπου εἶναι οἱ ἰδέες γύρω ἀπό τίς ὁποῖες στρέφονται οἱ ἐν λόγῳ ἑρμηνεῖες.
Δέν μένει παρά ἡ ἑρμηνεία πού δίνουν πρῶτος ὁ αὐθεντικώτερος ἑρμηνευτής τῆς Ἐκκλησίας, ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, καί ἐν συνεχείᾳ ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας, ὁ Φώτιος, ὁ Θεοφύλακτος καί ὁ Ζιγαβηνός, υἱοθετεῖ δέ καί ἡ ἐκκλησιαστική συνείδηση τῶν Ὀρθοδόξων. Προφανῶς αὐτήν δέχονται καί ὅσοι ἄλλοι πατέρες ἀσπάζονται τήν ἱστορική ἑρμηνεία. Ἀπό τούς ξένους τήν ἀσπάζονται πολλοί διακεκριμένοι. Αὐτοί οἱ ἑρμηνευτές ἑρμήνευσαν μέ τά δεδομένα πού ἀναφέραμε στήν ἀρχή χωρίς παρεκκλίσεις. Τόνισαν ὅτι ὁ Κύριος ἀποτρέπει τήν Μαρία, ὄχι διότι δέν ἔπρεπε νά τόν ἀγγίξει, ἀλλά διότι ἀποσκοποῦσε νά τῆς διδάξει ὁρισμένα πράγματα.
Ἡ Μαρία βλέποντας τόν ἀγαπητό διδάσκαλο, νομίζει ὅτι ἀναστήθηκε, ὅπως ἀκριβῶς ἀναστήθηκαν ἀπό αὐτόν τόσοι ἄλλοι νεκροί, καί ὅτι θά ἀρχίσει πάλι τήν παλαιά συναναστροφή του μέ τούς μαθητές καί τίς μαθήτριές του, ὅτι θά κηρύττει, θά ἔχει ἀνάγκη τῆς διακονίας της, πρᾶγμα πού τῆς ἔδινε ἰδιαίτερη χαρά. Νομίζει ὅτι ἡ νίκη του καί ἡ δόξα του δέν ἦταν τίποτε ἄλλο, παρά νά ἀποδείξει στούς κακούς φαρισαίους ὅτι ματαίως τόν δολοφόνησαν. Δέν μπόρεσε νά συλλάβει τόν παγκόσμιο, τόν αἰώνιο, τόν πνευματικό χαρακτήρα τῆς νίκης του κατά τοῦ θανάτου. Δέν γνώριζε ὅτι ἡ κατάσταση τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως τοῦ Κυρίου δέν εἶναι πλέον ἡ κατάσταση τῆς φθορᾶς, τῶν φυσικῶν ἀναγκῶν, τῆς ταπεινώσεως. Δέν τόν εἶδε ἀκόμη νά παρουσιάζεται «κεκλεισμένων τῶν θυρῶν», ἀλλά μόνον νά πλησιάζει ὡς κηπουρός. Χάρηκε, ὅπως ἀκριβῶς χάρηκαν οἱ ἀδελφές τοῦ Λαζάρου ὅταν εἶδαν τόν ἀδελφό τους ἀναστημένο. Τίποτε περισσότερο δέν ἀντιλήφθηκε. Ἔπρεπε ὅμως νά τά μάθει ὅλα.
Ὥστε ὁ Κύριος ἤθελε νά διδάξει τήν Μαρία τήν Μαγδαληνή ὅτι εἶναι πλέον στήν δόξα του, ὅτι αὐτός εἶναι ὁ Θεός, πού ἀνήκει τόσο σ' αὐτήν ὅσο καί σέ ὅλο τόν κόσμο, ὅτι πρέπει νά πλησιάζει μέ τόν προσήκοντα σεβασμό. Ἐπειδή ὅμως ἦταν ὑπεροπτικό νά τῆς πεῖ κατευθεῖαν ὅλα αὐτά, ἀνάγει τόν νοῦ της ἐμμέσως καί βαθμηδόν ἐπί τά ὑψηλότερα λέγοντας ὅτι «οὔπω ἀναβέβηκε πρός τόν Πατέρα αὐτοῦ». «Ἐμφαίνεται», λέγει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, «ὅτι ἐκεῖ σπεύδει καί ἐπείγεται· τόν δέ ἐκεῖ μέλλοντα ἀπιέναι καί μηκέτι μετά ἀνθρώπων στρέφεσθαι οὐκ ἔδει μετά τῆς αὐτῆς ὁρᾶν διανοίας, ἧς καί πρό τούτου». Γι’ αὐτό, καί τούς μαθητές του κατά καιρούς μόνον πλησιάζει. Οἱ σχέσεις του μέ τούς μαθητές καί τούς πιστούς δέν θά εἶναι στό ἑξῆς ὅπως ἦσαν προηγουμένως. Θά εἶναι τελείως πνευματικές.
Γιά νά μή λυπηθεῖ ὅμως ἀπό τήν ἀπαγόρευση ἡ Μαρία καί ἀρχίσει νά συλλογίζεται ὅτι περιφρονήθηκε, τήν καθιστᾶ ὁ Κύριος πρώτη εὐαγγελίστρια τῆς ἀναστάσεώς του παραγγέλλοντας νά πεῖ στούς μαθητές ὅ,τι εἶπε αὐτός πρός αὐτήν. Βλέπουμε, λοιπόν, ὅτι τό πρώτιστο ἔργο τοῦ Κυρίου μετά τήν ἀνάστασή του εἶναι νά κηρύξει τήν νέα κατάσταση, νά ἐνημερώσει τό στενό περιβάλλον του γιά τίς νέες μεταβολές καί τά ἀποτελέσματα τῆς νίκης του. Καί ἀρχίζει ἀπό τήν Μαρία διά τοῦ «Μή μου ἅπτου».
Στέργιος Ν. Σάκκος