Κυρ. Βαΐων (Λκ 19,28-40)

Ἡ εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα

 Ἡ θριαμβευτική εἴσοδος τοῦ Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα ἀναφέρεται καί ἀπό τούς τέσσερεις εὐαγγελιστές (πρβλ. Μθ 21,1-11· Μρ 11,1-10· Ἰω 12,12-16). Ἀποτελεῖ ἕναν ἀπό τούς σταθμούς τῆς θείας οἰκονομίας, τόν ὁποῖο γιορτάζει ἡ Ἐκκλησία μας μέ ἰδιαίτερη λαμπρότητα τήν Κυριακή τῶν Βαΐων· τότε διαβάζεται ἡ ἀντίστοιχη περικοπή ἀπό τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο. Στήν εἴσοδο τῆς ἑβδομάδος τῶν Παθῶν, ὅπου ὁ Ἰησοῦς ἐμφανίζεται στήν ἐσχάτη ταπείνωση καί τέλεια ἐξουθένωση, προβάλλεται ἡ βασιλική δόξα του ὡς μία προαγγελία τοῦ τελικοῦ θριάμβου του, πού θά φανεῖ μέ τήν Ἀνάστασή του. Ἀξίζει νά σημειώσουμε ὅτι ἀπό τό σημεῖο αὐτό καί μέχρι τό τέλος τοῦ εὐαγγελίου ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς διασώζει ἀρκετά περιστατικά καί λόγους πού δέν περιέχονται στά ἄλλα Εὐαγγέλια. Ἀναφέρω ἐνδεικτικά τήν ἀπαίτηση τῶν φαρισαίων νά ἐπιτιμήσει τούς μαθητές ὁ Kύριος καί τήν δική του ἀπάντηση (19,39-44), τήν φιλονικεία μεταξύ τῶν μαθητῶν γιά τό ποιός εἶναι ἀνώτερος (22,24), τήν διαβεβαίωση τοῦ Kυρίου ὅτι προσευχήθηκε ἰδιαίτερα γιά τόν Πέτρο (22,31-32), τήν ἐνίσχυσή του ἀπό τόν ἄγγελο στήν Γεθσημανῆ (22,43-44), τήν μετάνοια τοῦ ληστῆ (23,39-43), τήν ἐμφάνιση τοῦ ἀναστημένου Κυρίου στούς πορευομένους πρός Ἐμμαούς (24,13-35).

eisodos Ierosol
19,28. Καὶ εἰπὼν ταῦτα ἐπορεύετο ἔμπροσθεν ἀναβαίνων εἰς Ἰεροσόλυμα.
 Τό ταῦτα δέν ἀναφέρεται μόνο στήν προηγούμενη περικοπή, ἀλλά σέ ὅλη γενικά τήν διδασκαλία τοῦ Κυρίου πρός τά πλήθη τά ὁποῖα πορεύονται μαζί του πρός τά Ἰεροσόλυμα. Ἡ μετοχή ἀναβαίνων δηλώνει ὅτι ἡ πορεία εἶναι ἀνηφορική (πρβλ. 18,31).
  Ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς τονίζει μέ ἔμφαση ὅτι ὁ Κύριος ἐπορεύετο ἔμπροσθεν, στήν ἀρχή τῆς ὅλης πομπῆς. Σάν τό κριάρι πού ὁδηγεῖ τό κοπάδι του, προχωροῦσε ἐπικεφαλῆς τοῦ λαοῦ πού τόν ἀκολουθοῦσε, σπεύδοντας νά ἐκπληρώσει τό σχέδιό του, νά θυσιασθεῖ. Aὐτό τό προβάδισμά του δείχνει τήν ἑκούσια προσέλευσή του στό Πάθος, τήν θέληση καί προθυμία του νά ὑπακούσει στό σχέδιο τοῦ Πατέρα, νά ὑπηρετήσει τήν σωτηρία τοῦ κόσμου.

19,29. Καὶ ἐγένετο ὡς ἤγγισεν εἰς Βηθσφαγῆ καὶ Βηθανίαν πρὸς τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν, ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ εἰπών.
  Ἡ Βηθσφαγῆ (=τόπος ἄγουρων σύκων) ἦταν πιθανόν ἕνα μικρό χωριό κοντά στό ὄρος τῶν ἐλαιῶν καί στήν Βηθανία, πάνω στόν δρόμο πού ὁδηγοῦσε ἀπό τήν Ἰεριχώ στήν Ἰερουσαλήμ. Oἱ πληροφορίες πού ἔχουμε -βασικά μόνον ἀπό τούς εὐαγγελιστές- δέν μᾶς βοηθοῦν νά ἐντοπίσουμε ἐπακριβῶς τήν θέση τῆς Βηθσφαγῆς. Ἀντιθέτως γνωρίζουμε καλά τήν τοποθεσία τῆς Βηθανίας (=οἶκος φοινίκων). Bρισκόταν στήν ἀνατολική πλευρά τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν, σέ ἀπόσταση σαράντα λεπτῶν ἀπό τά Ἰεροσόλυμα. Ἦταν ἡ πατρίδα τῶν ἀδελφῶν Mάρθας, Mαρίας καί Λαζάρου. Ὑπάρχει καί σήμερα στήν ἴδια τοποθεσία χωριό μέ τήν ὀνομασία Ἐλ Ἀζαριέ, πού εἶναι ἐξαραβισμός τοῦ ὀνόματος τοῦ Λαζάρου. Ἡ Bηθανία αὐτή εἶναι διαφορετική ἀπό τήν Bηθανία ὅπου βάπτιζε ὁ Ἰωάννης· ἐκείνη βρισκόταν πέρα ἀπό τόν Ἰορδάνη.
 Τὸ ὄρος τὸ καλούμενον ἐλαιῶν ἐκτείνεται στήν νοτιοανατολική πλευρά τῆς πόλεως τῶν Ἰεροσολύμων, ἀπό τήν ὁποία τό χωρίζει ὁ χείμαρρος τῶν Kέδρων. Δέν ἔχει μεγάλο ὑψόμετρο, περίπου 800 μέτρα ἀπό τήν ἐπιφάνεια τῆς Mεσογείου, ἐντούτοις εἶναι ψηλότερο ἀπό τούς λόφους τῆς Ἰερουσαλήμ. Ὅλη ἡ ἐπιφάνειά του ἦταν κατάφυτη ἀπό ἐλαιόδενδρα, γι’ αὐτό καί ὀνομαζόταν ὄρος τῶν ἐλαιῶν. Ἦταν ἕνας ἥσυχος τόπος, γνώριμος στόν Ἰησοῦ καί στήν συνοδεία του· πήγαιναν ἐκεῖ γιά νά προσευχηθοῦν μακριά ἀπό τά πλήθη καί τόν θόρυβο τῆς πόλεως. Aὐτή τήν φορά ὁ Ἰησοῦς τό προσπερνᾶ χωρίς νά ἀπολαύσει τήν γαλήνη του. Ἔχει στραμμένο τό βλέμμα του στήν Ἰερουσαλήμ καί βαδίζει «ἔμπροσθεν» τοῦ πλήθους, ἀποφασισμένος νά ἐκτελέσει τήν τελική φάση τοῦ σχεδίου τῆς θείας οἰκονομίας.
 Ὅπως γνωρίζουμε ἀπό τό κατά Ἰωάννην Εὐαγγέλιο, ὁ Ἰησοῦς ἀκολουθώντας τήν ἰουδαϊκή συνήθεια τῆς ἐποχῆς του κατά τίς ἐπίσημες γιορτές τοῦ ἰουδαϊσμοῦ -Πάσχα, Πεντηκοστή, Σκηνοπηγία-, ἀνέβαινε στήν πρωτεύουσα τοῦ Ἰσραήλ, ὅπου βρισκόταν ὁ ναός, τό κέντρο τῆς λατρείας. Ἀλλά ἐνῶ στίς προηγούμενες ἐπισκέψεις φρόντιζε νά μή δημιουργεῖ θόρυβο ἡ παρουσία του, ὥστε νά μήν προκαλοῦνται οἱ ἄρχοντες, αὐτή τήν φορά εἰσέρχεται στήν πόλη μέ ἐπισημότητα. Tό ὅτι ἀπέστειλε δύο τῶν μαθητῶν αὐτοῦ, στούς ὁποίους ἀνέθεσε μία συγκεκριμένη ἀποστολή, δηλώνει ὅτι κατά κάποιο τρόπο ὀργανώνει ὁ ἴδιος τήν θριαμβευτική εἴσοδό του στά Ἰεροσόλυμα.
 Πολλές φορές κατά τήν δημόσια δράση του ὁ Kύριος ἀπέφυγε τίς ἐπευφημίες τοῦ ὄχλου καί τόν ἀπέτρεψε ἀπό ἐκδηλώσεις δόξας καί τιμῆς στό πρόσωπό του. Καθώς ὅμως πορεύεται πρός τό Πάθος, δέν ἀρνεῖται οὔτε ἐμποδίζει τήν θερμή ὑποδοχή τοῦ ὄχλου. Ἔχει δώσει μέχρι τώρα ἀρκετά δείγματα τῆς δυνάμεώς του, ὅπως σχολιάζει ὁ ἅγιος Xρυσόστομος. Ἡ ὥρα τῆς θυσίας εἶναι πλέον πολύ κοντά, γι’ αὐτό «μειζόνως ἐκλάμπει καὶ μετὰ πλείονος ἅπαντα πράττει περιφανείας»68, ὥστε νά δώσει ἔτσι μία τελευταία ὤθηση γιά μετάνοια καί σωτηρία στό πλῆθος πού κατέκλυζε τήν Ἰερουσαλήμ κατά τίς ἡμέρες τῆς ἑορτῆς τοῦ Πάσχα.

19,30-31. ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην, ἐν ᾗ εἰσπορευόμενοι εὑρήσετε πῶλον δεδεμένον, ἐφ’ ὃν οὐδεὶς πώποτε ἀνθρώπων ἐκάθισε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. Καὶ ἐάν τις ὑμᾶς ἐρωτᾷ, διατί λύετε; οὕτως ἐρεῖτε αὐτῷ, ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει.
 Ὁ Κύριος δέν κατονομάζει τό χωριό στό ὁποῖο στέλνει τούς δύο μαθητές του. Προφανῶς βρισκόταν σέ θέση περίοπτη καί ἐκεῖνος τό δείχνει στούς μαθητές λέγοντας· ὑπάγετε εἰς τὴν κατέναντι κώμην, στόν οἰκισμό πού βρίσκεται ἀπέναντι. Ἐκεῖ, στήν εἴσοδο τοῦ χωριοῦ, θά βροῦν πῶλον, ἕνα πουλάρι, νεαρό γαϊδουράκι, στό ὁποῖο οὐδεὶς πώποτε ἀνθρώπων ἐκάθισε, δέν κάθισε ποτέ κανείς.
 Ὁ μωσαϊκός νόμος ὅριζε νά προσφέρονται στόν Θεό οἱ ἀπαρχές (βλ. Ἔξ 22,29· Λε 2,12· Δε 12,6) καί οἱ Ἰουδαῖοι ὄφειλαν νά διαλέγουν γιά τίς θυσίες τους «δάμαλιν ἐκ βοῶν, ἥτις οὐκ εἴργασται, καὶ ἥτις οὐχ εἵλκυσε ζυγόν» (Δε 21,3· πρβλ. Ἀρ 19,2). Γι’ αὐτό, στόν Ἰησοῦ ταίριαζε ἕνας τέτοιος πῶλος, πού νά μήν χρησιμοποιήθηκε στό παρελθόν ἀπό κανέναν. Ἡ πρώτη ὑπηρεσία τοῦ ζώου αὐτοῦ θά προσφερόταν στόν θεάνθρωπο Κύριο. Σ’ αὐτόν, πού ἦλθε στόν κόσμο γιά νά τόν ἀνακαινίσει, ἅρμοζε ὅλα τά δικά του νά εἶναι καινούργια, ξεχωρισμένα μόνο γιά τό πρόσωπό του καί ἀφιερωμένα σ’ αὐτόν (πρβλ. Μθ 27,60· Λκ 23,53· Ἰω 19,41).
  Ἡ ἀπόσταση ἀπό τήν Βηθσφαγῆ καί τήν Βηθανία ὥς τά Ἰεροσόλυμα ἦταν μικρή. Tήν διένυαν οἱ ἄνθρωποι περπατώντας, χωρίς νά χρησιμοποιοῦν μεταφορικό μέσον. Ὡστόσο ὁ Κύριος πού ἔκανε τόσες περιοδεῖες διασχίζοντας ὅλη τήν Γαλιλαία καί τήν Ἰουδαία ὁδοιπορώντας, ζητᾶ αὐτή τήν φορά ὑποζύγιο. Προφανῶς ἔχει ἕνα σοφό σχέδιο, τό ὁποῖο ἀρχίζει νά ἐκτελεῖ.
 Στούς μαθητές του δίνει τήν παραγγελία νά πᾶνε καί νά λύσουν τόν πῶλο πού θά χρησιμοποιοῦσε· λύσαντες αὐτὸν ἀγάγετε. Ἄν ὅμως τούς ρωτήσει κανείς γιατί τόν λύνουν; Ἄν κάποιοι διαμαρτυρηθοῦν καί τούς ἐμποδίσουν; Ὁ Κύριος προλαβαίνει τήν εὔλογη ἔνσταση καί ἀπορία τῶν μαθητῶν του, καί τούς λέγει· Καὶ ἐάν τις ὑμᾶς ἐρωτᾷ, διατί λύετε; οὕτως ἐρεῖτε αὐτῷ, ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. Στόν Κύριο Ἰησοῦ ἀνήκουν τά πάντα, διότι αὐτός τά δημιούργησε. Ἰδιοκτησία του εἶναι «ἡ γῆ καὶ τὸ πλήρωμα αὐτῆς» (Ψα 23,1). Ὡς ἄνθρωπος δέν ἔκανε χρήση αὐτοῦ τοῦ δικαιώματός του. Σεβάστηκε πάντοτε τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου καί τό δικαίωμα τῆς περιουσίας του, ὅπως φαίνεται σέ σχετικά περιστατικά (βλ. Λκ 5,3). Τώρα ὅμως πού πορεύεται πρός τό Πάθος, θέλει νά δώσει καί κάποια πρόσθετα σημεῖα τῆς θεϊκῆς του ἐξουσίας. Δέν ἀποκλείεται, βέβαια, νά ἦταν γνωστός ὁ ἰδιοκτήτης τοῦ πώλου, ὁπότε πρόθυμα θά ἀνταποκρινόταν στήν ἐπιθυμία τοῦ Ἰησοῦ καί δέν θά ἔφερνε ἀντίρρηση στούς μαθητές πού θά ἔπαιρναν τό πουλαράκι. Tό πιθανώτερο ὅμως εἶναι ὅτι ἡ προμήθεια καί χρήση τοῦ πώλου δέν ἦταν ἕνα συνηθισμένο γεγονός ἀλλά ἕνα σημεῖο τό ὁποῖο ἐπιτελεῖ ὁ Kύριος.
 Εἶναι συγκλονιστικός ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ· ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. Ὁ ἀνενδεής Θεός, κατεβαίνοντας τά σκαλοπάτια τῆς ταπεινώσεως γιά τήν δική μας σωτηρία, φθάνει στό σημεῖο νά λέγει ὅτι ἔχει ἀνάγκη ἀπό ἕνα πουλαράκι! Ὁ Ἰησοῦς σέ ὅλη τήν ἐπίγεια πορεία του ἐπέλεξε τήν φτώχεια ὡς γνώρισμά του. Ἀπό τήν φάτνη μέχρι τήν ταφή του δέν ἀπέκτησε τίποτε δικό του. Πολύ ζωηρά περιγράφει ὁ ἴδιος τήν ἀκτημοσύνη του· «αἱ ἀλώπεκες φωλε- οὺς ἔχουσι καὶ τὰ πετεινὰ τοῦ οὐρανοῦ κατασκηνώσεις, ὁ δὲ υἱὸς τοῦ ἀνθρώπου οὐκ ἔχει ποῦ τὴν κεφαλὴν κλίνῃ» (Μθ 8,20· Λκ 9,58).

19,32-34. Ἀπελθόντες δὲ οἱ ἀπεσταλμένοι εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς, ἑστῶτα τὸν πῶλον· λυόντων δὲ αὐτῶν τὸν πῶλον εἶπον οἱ κύριοι αὐτοῦ πρὸς αὐτούς· τί λύετε τὸν πῶλον; οἱ δὲ εἶπον ὅτι ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει.
 Στήν Παλαιστίνη μέχρι καί τίς ἡμέρες τῶν προφητῶν οἱ ἐπίσημοι χρησιμοποιοῦσαν ὄνο γιά τίς μετακινήσεις τους (Ἀρ 22,21ἑ)70. Tήν ἐποχή τῆς Kαινῆς Διαθήκης ὅμως οἱ ρωμαῖοι αὐτοκράτορες καί στρατηγοί εἶχαν καθιερώσει ὡς «ἐπίσημο» ὑποζύγιο τό ἄλογο. Ἔτσι στούς μαθητές θά φαινόταν ἴσως παράδοξη ἡ προτίμηση τοῦ Διδασκάλου τους νά τοῦ φέρουν ἕναν πῶλο καί ὄχι ἕνα ἄλογο, πού θά ταίριαζε γιά τήν εἴσοδο ἑνός βασιλιᾶ. Nιώθουν, ὅμως, εὐχάριστη ἔκπληξη καί ἐντυπωσιάζονται οἱ ἀπεσταλμένοι, ὅταν βρίσκουν τά πράγματα ὅπως ἀκριβῶς τούς τά προεῖπε ὁ Kύριος, γι’ αὐτό ὁ εὐαγγελιστής σημειώνει μέ ἔμφαση· εὗρον καθὼς εἶπεν αὐτοῖς.
 Οἱ κύριοι αὐτοῦ θά ἦταν προφανῶς ὁ κάτοχος τοῦ πώλου καί κάποιοι ἄλλοι γνωστοί του, γιά τούς ὁποίους ὁ εὐαγγελιστής Μᾶρκος γράφει· «καί τινες τῶν ἐκεῖ ἑστηκότων» (11,5). Ἡ σκηνή εἶναι πολύ γνώριμη γιά τούς ἀνθρώπους τῆς ὑπαίθρου. Ἡ παρουσία κάθε ξένου πού ἐπεμβαίνει στήν ἰδιοκτησία τοῦ συγχωριανοῦ προκαλεῖ εὔλογη διαμαρτυρία τῶν ὑπολοίπων. Στό συγκεκριμένο περιστατικό, αὐθόρμητα διαμαρτύρονται οἱ παρευρισκόμενοι βλέποντας τούς μαθητές νά θέλουν νά λύσουν τόν πῶλο, σάν νά ἦταν ὅλοι ἰδιοκτῆτες τοῦ πώλου.
 Οἱ μαθητές εἶχαν ἕτοιμη τήν ἀπάντηση, ὅπως τούς εἶχε πεῖ ὁ Διδάσκαλός τους· ὁ Κύριος αὐτοῦ χρείαν ἔχει. Οἱ ἄνθρωποι δέν ἔφεραν ἄλλη ἀντίρρηση. Τούς καθησύχασε ἴσως καί ἡ διαβεβαίωση· «καὶ εὐθέως αὐτὸν ἀποστέλλει πάλιν ὧδε» (Μρ 11,3). Πέρα ὅμως ἀπό αὐτό, γίνεται φανερό ὅτι ὁ λόγος τοῦ Ἰησοῦ εἶχε κῦρος καί ἐξουσία, ὥστε νά ἐπιβάλλεται. Σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Xρυσοστόμου, ὁ Kύριος σκηνοθετεῖ αὐτό τό περιστατικό ἔτσι ὥστε νά στηρίξει τήν πίστη τῶν μαθητῶν του στήν ἑκούσια παράδοσή του. Aὐτός πού ἐξ ἀποστάσεως ἀπέσπασε τόν πῶλον χωρίς ἀντιρρήσεις ἀπό τούς ἰδιοκτῆτες, μποροῦσε νά ἐμποδίσει καί τούς ἐχθρούς του νά τόν συλλάβουν. Δέν τό κάνει ὅμως ἀλλά ἑκούσια βαδίζει πρός τόν θάνατο.

19,35. Καὶ ἤγαγον αὐτὸν πρὸς τὸν Ἰησοῦν, καὶ ἐπιρρίψαντες ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον ἐπεβίβασαν τὸν Ἰησοῦν.
 Τήν διάθεσή τους νά προσφέρουν στόν Ἰησοῦ κάθε τι δικό τους ἐξέφρασαν οἱ μαθητές ἐπιρρίψαντες ἑαυτῶν τὰ ἱμάτια ἐπὶ τὸν πῶλον, στρώνοντας τά ἐνδύματά τους πάνω στό πουλαράκι, πού προφανῶς, ἐπειδή ἦταν ἀκόμη μικρό, δέν εἶχε σαμάρι. Ἀντί νά ζητήσουν κάποιο πρόχειρο στρωσίδι προτίμησαν νά ἁπλώσουν τά ἱμάτιά τους, δείχνοντας ἔτσι τήν τιμή καί τήν ἀγάπη τους στό πρόσωπο τοῦ Διδασκάλου, ἀλλά καί τήν ὁλοκληρωτική ἀφοσίωσή τους σ’ Αὐτόν.
 Τό γεγονός ὅτι ἐπὶ τὸν πῶλον ἐπεβίβασαν τὸν Ἰησοῦν ἀποτελεῖ ἐκπλήρωση τῆς προφητείας τοῦ Ζαχαρία· «Χαῖρε σφόδρα, θύγατερ Σιών· κήρυσσε, θύγατερ Ἰερουσαλήμ· ἰδοὺ ὁ βασιλεύς σου ἔρχεταί σοι, δίκαιος καὶ σῴζων αὐτός, πραῢς καὶ ἐπιβεβηκὼς ἐπὶ ὑποζύγιον καὶ πῶλον νέον» (9,9· πρβλ. Μθ 21,5· Ἰω 12,15). Ταυτόχρονα, συνιστᾶ μία νέα προφητεία, «τῶν ἀκαθάρτων ἐθνῶν τὴν κλῆσιν», σημειώνει ὁ ἅγιος Χρυσόστομος. Ὁ πῶλος, ἑρμηνεύει ὁ ἴδιος πατέρας, προτυπώνει τήν Ἐκκλησία, τόν πρώην ἀκάθαρτο καί ἀδάμαστο λαό τῶν ἐθνῶν, τόν νέο Ἰσραήλ, στόν ὁποῖο θά βασιλεύσει ὁ Ἰησοῦς.
 Ἐπιπλέον, ὁ Κύριος ἐπιλέγοντας γιά τήν εἴσοδό του στά Ἰεροσόλυμα ὄχι τό ἄλογο πού εἶναι σύμβολο πολέμου καί κοσμικῆς δυνάμεως ἀλλά τό πουλάρι, σύμβολο τῆς εἰρήνης καί τῆς ταπεινώσεως, μέ τρόπο ἐποπτικό δίνει τό μήνυμά του σέ ὅλους ἐκείνους πού ἔνθερμα τόν ὑποδέχονται καί τόν ἐπευφημοῦν. Ἀποδοκιμάζει καί ἀνατρέπει τίς λανθασμένες μεσσιακές ἀντιλήψεις τους.Ἔρχεται χωρίς ἅρματα, χωρίς νά ἀπαιτεῖ φόρους καί νά περιφέρει δορυφόρους, ἀλλά μέ «πολλήν ἐπιείκειαν».

19,36. Πορευομένου δὲ αὐτοῦ ὑπεστρώννυον τὰ ἱμάτια αὐτῶν ἐν τῇ ὁδῷ.
 Ὁ λαός, «ὁ πλεῖστος ὄχλος» (Μθ 21,8), πού εἶχε ἔλθει στά Ἰεροσόλυμα ἐκεῖνες τίς ἡμέρες γιά τόν ἑορτασμό τοῦ Πάσχα, μόλις πληροφορήθηκε ὅτι πλησιάζει στήν πόλη ὁ Ἰησοῦς, βγῆκε νά τόν προϋπαντήσει. Ἡ ἐλπίδα ὅτι ἔφθασε ἡ ὥρα γιά τήν ἐγκαθίδρυση τῆς νέας βασιλείας τοῦ Δαυΐδ ἔκανε τόν ἐνθουσιασμό τοῦ πλήθους ἀσυγκράτητο. Ξεχύθηκαν οἱ ἄνθρωποι στούς δρόμους κρατώντας στά χέρια τους τά «βαΐα τῶν φοινίκων» (Ἰω 12,13). Ἀπό ὅπου περνοῦσε ὁ Ἰησοῦς ἔστρωναν κλαδιά δένδρων (βλ. Μθ 21,8· Μρ 11,8) καί τὰ ἱμάτια αὐτῶν, τά ροῦχα τους, ἐκδηλώνοντας μέ τήν κίνηση αὐτή τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη τους. Δέν ἦταν προμελετημένες ἐνέργειες. Ἦταν μία αὐθόρμητη ἀναγνώριση τοῦ βασιλικοῦ του ἀξιώματος. Συνηθιζόταν στήν Ἀνατολή κυρίως, μέχρι καί τίς ἀρχές τοῦ 20οῦ αἰώνα, νά ἐκφράζει ὁ λαός τόν σεβασμό του καί νά ἀποδίδει τιμή σέ ἐπίσημα πρόσωπα στρώνοντας τά ροῦχα του στούς δρόμους ἀπ’ ὅπου ἐκεῖνα θά περνοῦσαν.

19,37. Ἐγγίζοντος δὲ αὐτοῦ ἤδη πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν ἤρξατο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν χαίροντες αἰνεῖν τὸν Θεὸν φωνῇ μεγάλῃ περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων λέγοντες.
 Πλησιάζει ἤδη ὁ Κύριος πρὸς τῇ καταβάσει τοῦ ὄρους τῶν ἐλαιῶν, νά διανύσει τήν κατηφοριά τοῦ ὄρους τῶν Ἐλαιῶν, καί θά συνέχιζε τόν εὐθύ δρόμο πρός τά Ἰεροσόλυμα, πού διαγραφόταν στόν ὁρίζοντα. Ἡ θέα τῆς ἁγίας πόλεως μέ τά λαμπρά κτήρια καί τόν Nαό ξυπνᾶ ἔνδοξες μνῆμες καί λαμπρές προσδοκίες. Ἐνθουσιασμένο ἅπαν τὸ πλῆθος τῶν μαθητῶν, δηλαδή ὁ εὐρύτερος κύκλος τῶν μαθητῶν πού τόν συνόδευαν, ἀλλά καί οἱ ἄνθρωποι πού βγῆκαν ἀπό τά Ἰεροσόλυμα γιά νά τόν προϋπαντήσουν, ξεσποῦν σέ δοξολογία ἐκφράζοντας τήν μεγάλη χαρά τους.
 Μεγαλόφωνα ἀναπέμπουν ὕμνους στόν Θεό γιά τά θαυμαστά σημεῖα, περὶ πασῶν ὧν εἶδον δυνάμεων. Ἦταν οἱ ἴδιοι μάρτυρες τῶν σημείων αὐτῶν. Πρόσφατα μάλιστα τούς συγκλόνισε τό καταπληκτικό σημεῖο τῆς ἀναστάσεως τοῦ Λαζάρου (βλ. Ἰω 11,17-44· 12,17-18). Εἶχε γίνει τό ἀντικείμενο τῶν συζητήσεών τους, κορύφωνε τόν ἐνθουσιασμό τους καί τόν ἔκανε παραλήρημα χαρᾶς.

19,38. εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις.
 Μέ ζητωκραυγές καί ἀλαλαγμούς ὑποδέχεται ὁ λαός τόν Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα. Στήν πραγματικότητα τόν ἀναγορεύει βασιλιά του, καθαιρώντας αὐτόματα τόν ἐντόπιο βασιλιά τῆς Γαλιλαίας Ἡρώδη καί τόν Πιλᾶτο, τόν ξένο δυνάστη τῆς Ἰουδαίας. Tήν ἀναγόρευση δηλώνει ἡ κραυγή βασιλεύς, πού λέγεται δημόσια ἀπό τόσο πλῆθος· ἔτσι ἀναγόρευαν τότε οἱ λαϊκές συνελεύσεις ἤ τά στρατεύματα τούς βασιλεῖς καί τούς αὐτοκράτορες. Αὐτό πού δέν πρόλαβαν νά κάνουν τά πλήθη νωρίτερα στήν Γαλιλαία, μετά τόν χορτασμό τῶν πεντακισχιλίων (βλ. Ἰω 6,15), τό κάνει στά Ἰεροσόλυμα σύσσωμος ὁ Ἰσραήλ. Σάν σέ ἐθνική συνέλευση ἀναγνωρίζει τόν Ἰησοῦ ὡς τόν βασιλιά πού τόσους αἰῶνες περίμενε, ὄχι ὑποτελῆ στούς Ρωμαίους ἀλλά πανίσχυρο κυρίαρχο, ὅπως ἦταν ὁ Δαυΐδ. Αὐτό δηλώνει ὁ ψαλμικός στίχος εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος βασιλεὺς ἐν ὀνόματι Κυρίου (πρβλ. Ψα 117, 26). Ἡ ἐπευφημία αὐτή μέσα στήν ἐνθουσιώδη ἀτμόσφαιρα θυμίζει παρόμοιες σκηνές πού διαδραματίζονταν κατά τήν ἑορτή τῆς Σκηνοπηγίας. Tότε οἱ Ἰουδαῖοι κρατώντας κλαδιά φοινίκων ἔκαναν μεγαλοπρεπεῖς πομπές ψάλλοντας καί δοξάζοντας τόν Θεό γιά τίς εὐλογίες μέ τίς ὁποῖες τούς εἶχε εὐεργετήσει κατά τήν ἔξοδό τους ἀπό τήν Aἴγυπτο καί τήν περιπλάνησή τους στήν ἔρημο. Ἀποκορύφωμα καί ἐκπλήρωση ὅλων ἐκείνων τῶν εὐλογιῶν εἶναι ἡ παρουσία τοῦ Mεσσία ἀνάμεσά τους.
 Στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ ἐπευφημεῖται ὁ ἀναμενόμενος Μεσσίας, ὁ ὁποῖος ἐγκαθιστᾶ τήν βασιλεία του στήν γῆ. Ἀλλά γιά νά γίνει κάποιος βασιλιάς δέν ἀρκεῖ νά τόν ἀναγορεύσει ὁ λαός· πρέπει νά δεχθεῖ καί ὁ ἴδιος τήν βασιλεία. Ὁ Ἰησοῦς θέλει νά γίνει βασιλιάς τους, ὄχι ὅμως ἐπίγειος, ἐκδικητής τοῦ Ἰσραήλ, τύραννος τῶν ἐθνῶν, χορηγός ἄρτων καί θεαμάτων· ἡ δική του βασιλεία εἶναι πνευματική καί αἰώνια (βλ. Ἰω 18,36). Ἀλλά ποῦ νά τά πεῖ αὐτά, τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ ἀσυγκράτητου ἐνθουσιασμοῦ; Πῶς νά χειραγωγήσει σέ νοήματα πνευματικά τόν ἀκαλλιέργητο καί φανατικό ἐκεῖνο λαό; Δίνει τήν ἀπάντηση μέ μία σιωπηρή κίνηση, πού λέγει ἀπό μόνη της πολλά καί μέ σαφήνεια. Ἐνῶ ὁ λαός τρέχει πρός αὐτόν καί ἑτοιμάζεται νά μπεῖ μαζί του στήν ἁγία πόλη, ὁ Ἰησοῦς ἀναζητάει ἕνα πουλαράκι, κάθεται πάνω σ’ αὐτό καί μπαίνει στά Ἰεροσόλυμα. Καί μόνο ἡ θέα τοῦ πώλου ἀρκεῖ νά ἀποθαρρύνει τόν λαό, καθώς δηλώνει ἀρνητική ἀπάντηση ἐκ μέρους τοῦ Ἰησοῦ στό χρῖσμα πού τοῦ προσφέρεται. Ὁ ἀληθινός Μεσσίας γελοιοποιεῖ τόν φανταστικό ψευτομεσσία πού εἶχε πλάσσει ὁ λαός.
 Δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι οἱ Ἰουδαῖοι κατά τήν θριαμβευτική εἴσοδο τοῦ Ἰησοῦ στά Ἰεροσόλυμα ψάλλουν πανηγυρικά τόν ὕμνο πού ἔψαλλαν οἱ ἄγγελοι τήν νύχτα τῆς γεννήσεως τοῦ Χριστοῦ· εἰρήνη ἐν οὐρανῷ καὶ δόξα ἐν ὑψίστοις (βλ. Λκ 2,14)83. Kαταλύθηκε πλέον ἡ ἀρχαία ἔχθρα. Ὁ Θεός εἶναι τώρα φιλικός πρός τούς ἀνθρώπους καί οἱ ἄγγελοι τοῦ οὐρανοῦ δοξολογοῦν γι’ αὐτήν τήν καταλλαγή. Σκόπιμα ὁ εὐαγγελιστής Λουκᾶς χρησιμοποιεῖ αὐτή τήν διατύπωση παραλείποντας τό ἑβραϊκό «ὡσαννά» (βλ. Μθ 21,9· Μρ 11,9· Ἰω 12,13), ὥστε νά κατανοήσουν καλύτερα τήν ἐπευφημία οἱ ἐξ ἐθνῶν χριστιανοί. Tό νόημα εἶναι: Σήμανε πλέον ἡ ὥρα τῆς συμφιλιώσεως τοῦ Ἰσραήλ μέ τόν Θεό. Αὐτή ἐξασφαλίζει τήν οὐράνια εἰρήνη καί συνιστᾶ τήν δόξα τοῦ ὑψίστου Θεοῦ. Ψάλλοντας, βέβαια, τόν ὕμνο αὐτό οἱ Ἰουδαῖοι δέν μπο- ροῦσαν νά συλλάβουν τήν πνευματική του διάσταση· περιορίζονταν στό ὅραμα μιᾶς ἐπίγειας βασιλείας.

19,39. Καί τινες τῶν Φαρισαίων ἀπὸ τοῦ ὄχλου εἶπον πρὸς αὐτόν· διδάσκαλε, ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου.
 Ἀνάμεσα στόν ὄχλο ὑπῆρχαν καί τινες τῶν φαρισαίων, κάποιοι φαρισαῖοι. Εἶχε ἤδη ληφθεῖ ἡ ἀπόφαση τῆς συλλήψεως τοῦ Ἰησοῦ (βλ. Ἰω 11,56) καί οἱ φαρισαῖοι φροντίζουν νά τόν παρακολουθοῦν ἄγρυπνα καί προσεκτικά. Λαμβάνουν τά ἀπαιτούμενα μέτρα, γιά νά μπορέσουν νά ἐκτελέσουν ἀνενόχλητοι τά φονικά τους σχέδια, χωρίς ἀνεπιθύμητες συνέπειες. Διαπίστωσαν ὅμως ὅτι ἡ συνεχής παρουσία καί ἡ ἀγάπη τοῦ λαοῦ γιά τόν Ἰησοῦ γινόταν μία ἀσφαλής ἀσπίδα, πού θά ἐμπόδιζε τήν πραγματοποίηση τῶν σχεδίων τους. Aὐτό ἐξάπτει τόν γνωστό φθόνο τους καί καθιστᾶ ἀφόρητη γι’ αὐτούς τήν κατάσταση. Αὐτοί σχεδιάζουν τόν θάνατο τοῦ Kυρίου καί ἐκεῖνος εἰσέρχεται θριαμβευτικά ὡς βασιλιάς στά Ἰεροσόλυμα κάτω ἀπό τίς ἐνθουσιώδεις ἐπευφημίες τοῦ λαοῦ! Ἔτριζαν τά δόντια τους ἀπό τήν ἀγανάκτηση, σχολιάζει παραστατικά ὁ ἅγιος Kύριλλος, ἀλλά δέν εἶχαν τήν δυνατότητα νά ἐπιβάλουν τήν σιωπή στό πλῆθος. Γι’ αὐτό καταφεύγουν στόν ἴδιο τόν Ἰησοῦ, ζητώντας τήν δική του ἐπέμβαση.
  Ἡ προσφώνηση διδάσκαλε τήν ὥρα ἐκείνη τοῦ θριάμβου ὑποδηλώνει ὅτι οἱ φαρισαῖοι δέν συμφωνοῦν μέ τίς ἐπευφημίες τοῦ πλήθους, πού τόν ἀναγνωρίζει ὡς τόν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ Mεσσία. Γι’ αὐτούς ὁ Ἰησοῦς δέν εἶναι τίποτε περισσότερο ἀπό ἕναν ἁπλό διδάσκαλο. Τόν πλησιάζουν, λοιπόν, μέ τό πρόσχημα τῆς εὐσεβείας ἀλλά μέ ἐμφανῆ τήν ὑποτίμηση πού διαφαίνεται στήν προσταγή· ἐπιτίμησον τοῖς μαθηταῖς σου. Ἀπαιτοῦν, δηλαδή, νά ἐπιπλήξει τούς μαθητές του, γιά νά παύσουν νά τόν ἐπευφημοῦν. Κατά κάποιο τρόπο οἱ ἴδιοι ἐπιτιμοῦν τόν Ἰησοῦ, σάν νά τοῦ λένε· «Διδάσκαλε, πῶς τά ἐπιτρέπεις αὐτά; Πῶς ἀνέχεσαι νά λέγεται γιά τόν ἑαυτό σου ὁ Ψαλμός πού ἀναφέρεται στόν Μεσσία; νά δοξάζεσαι καί νά ὑμνῆσαι ὡς Θεός;».

19,40. Καὶ ἀποκριθεὶς εἶπεν αὐτοῖς· λέγω ὑμῖν ὅτι ἐὰν οὗτοι σιωπήσωσιν, οἱ λίθοι κεκράξονται.
 Ἡ ἀπάντηση τοῦ Κυρίου ἀποκαλύπτει πόσο ἀληθινή εἶναι ἡ ἐκτίμηση τοῦ λαοῦ γιά τό πρόσωπό του καί φανερώνει τήν αὐτοσυνειδησία του, τί ὁ ἴδιος φρονοῦσε γιά τόν ἑαυτό του. Mέ κῦρος καί αὐθεντία πού ἐξουδετερώνει τήν φαινομενική κυριαρχία τῶν φαρισαίων δηλώνει ὅτι τοῦ ἁρμόζουν οἱ ἐκδηλώσεις τοῦ λαοῦ καί, πράγματι, στό πρόσωπό του ἐκπληρώνονται οἱ μεσσιακές προφητεῖες. Ἔτσι οἱ φαρισαῖοι παίρνουν τώρα σαφῆ καί χωρίς περιστροφές τήν ἀπάντηση σ’ ἐκεῖνο πού παλαιότερα τόν εἶχαν ρωτήσει· «εἰ σὺ εἶ ὁ Xριστός, εἰπὲ ἡμῖν παρρησίᾳ» (Ἰω 10,24).
 Ἡ παροιμιώδης ἔκφραση οἱ λίθοι κεκράξονται ἀπαντᾶ ἐπίσης στό Tαλμούδ ἀλλά καί σέ ἄλλα κείμενα τῆς ἐποχῆς ἐκείνης. Tονίζει τήν ἀλήθεια ἑνός γεγονότος89· κι ἄν ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι πού ἔχουν λογική γιά ὁποιοδήποτε λόγο δέν ὁμολογοῦν καί δέν ἀναγνωρίζουν κάτι ἀδιαμφισβήτητο, τότε θά μιλήσουν οἱ πέτρες (πρβλ. Ἀβ 2,11). Στήν προκειμένη περίπτωση ὁ λόγος αὐτός, τόν ὁποῖο μέ αὐστηρότητα καί μεγαλοπρέπεια διατυπώνει ὁ Kύριος, δέν ἦταν ἁπλῶς μία παροιμία ἀλλά μία προφητεία, ἡ ὁποία σύντομα θά ἐκπληρωθεῖ. Τήν ὥρα πού ὁ Ἰησοῦς παρέδωσε τό πνεῦμα του τό καταπέτασμα τοῦ Ναοῦ σχίσθηκε στά δύο, ἀπό πάνω ἕως κάτω, καί ἡ γῆ ἄνοιξε καί οἱ πέτρες σχίσθηκαν καί τά μνήματα ἄνοιξαν καί πολλοί νεκροί ἀναστήθηκαν (βλ. Μθ 27,51-52). Ὅλα αὐτά ἀποτελοῦσαν, ἀναμφισβήτητα, μία ἰσχυρή κραυγή καί ὁμολογία ὅτι ὁ Ἰησοῦς δέν ἦταν ἕνα τυχαῖο πρόσωπο, ἕνας κοινός ἄνθρωπος, ἀλλά ὁ ἐνανθρωπήσας Θεός. Καί ἀργότερα ἐπίσης, κατά τήν καταστροφή τῆς Ἰερουσαλήμ ἀπό τά ρωμαϊκά στρατεύματα τό 70 μ.Χ., σημειώνεται μία δεύτερη ἐπαλήθευση τῆς προφητείας. Καθώς τά πάντα ξεθεμελιώνονται, οἱ ἄνθρωποι ἀναγκαστικά σιωποῦν καί οἱ λίθοι κράζουν γιά τήν δίκαιη τιμωρία τῆς θεοκτόνου πόλεως.


Στεργίου Σάκκου
Ἑρμηνεία στό κατά Λουκᾶν Εὐαγγέλιο, τ. Γ΄, σελ. 119-132