Κάνει διακρίσεις ὁ Θεός; Αὐτό τό ἐρώτημα ὑποβάλλει ὁ ἀναγνώστης μας μέ ἀφορμή τό ἁγιογραφικό χωρίο "ὅς (ὁ Θεός) ἐστι σωτήρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν" (Α΄ Τι 4,10).
"Δεδομένου ὅτι τό "μάλιστα" σημαίνει "πάρα πολύ, ἰδιαίτερα", τό νόημα τοῦ χωρίου εἶναι ὅτι ὁ Θεός σώζει ὅλους τούς ἀνθρώπους ἀλλά στούς πιστούς χαρίζει κάτι παραπάνω, μιά ἄλλου εἴδους σωτηρία; Δηλαδή, κάνει διακρίσεις;"
Ἤδη στήν Παλαιά Διαθήκη ὁ Θεός μέ τό κηρυγμά τῶν προφητῶν καλλιεργεῖ τό λαό καί τόν ἑτοιμάζει γιά τήν ἐσχατολογική σωτηρία, πού θά φέρει ὁ Μεσσίας. Σ’ αὐτή τή σωτηρία εἶναι στραμμένη ἡ ψυχή τοῦ Ἰσραήλ τίς παραμονές τῆς Καινῆς Διαθήκης. Ὁ Χριστός εἶναι ὁ σωτήρας μας (Λκ 2,11), ὅπως δείχνει καί τό ὄνομά του «Ἰησοῦς» (ἑβρ. Γεσουάχ=ὁ Γιαχβέ πού σώζει, ὁ Θεός σωτήρας). Τά σημεῖα πού ἐπιτέλεσε, οἱ θεραπεῖες ἀσθενῶν καί οἱ ἀναρίθμητες εὐεργεσίες του στό λαό τόν ἀπέδειξαν σωτήρα. Ἀπαραίτητη προϋπόθεση, βέβαια, γιά τήν ἐπιτέλεση τῶν σημεῖων, τήν παραχώρηση τῆς σωτηρίας πού ζητοῦσαν οἱ ἄνθρωποι, ἦταν ἡ πίστη τους στό πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Ἀλλά ὁ Χριστός φέρνει στόν κόσμο μία σωτηρία πολύ σημαντικότερη ἀπό τή σωματική, τή σωτηρία τῆς ψυχῆς. Χαρακτηριστική εἶναι ἡ περίπτωση τῆς θεραπείας τῶν δέκα λεπρῶν (Λκ 17, 12-19). Ὅλοι ζητοῦν καί λαμβάνουν ἀπό τόν Χριστό τή σωτηρία τοῦ σώματός τους, τή θεραπεία. Ἐκεῖνος ὅμως πού ἐπέστρεψε εὐγνώμονα στόν Λυτρωτή ἔλαβε καί τῆς ψυχῆς του τή σωτηρία.
Ἡ σωτηρία τῆς ψυχῆς προσφέρεται σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους, διότι ὁ Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι» (Α΄ Τι 2,4). Ὄπως σ’ ὅλους τούς ἀνθρώπους χαρίζει τόν ἥλιο, τόν ἀέρα, τά φυσικά ἀγαθά, ἔτσι γιά ὅλους τούς ἀνθρώπους ἔστειλε τόν Υἱό του, πού χαρακτηρίζεται ὡς σωτήρας τοῦ κόσμου (Α΄ Ἰω 4,14). Μετά τήν ἐνανθρώπηση καί τή λυτρωτική θυσία τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, εἶναι ἀνοιχτή γιά ὅλους ἡ πύλη τῆς σωτηρίας. Σώζονται ὅμως μόνο ἐκεῖνοι πού ἀποφασίζουν νά διαβοῦν αὐτή τήν πύλη. Καί πῶς τή διαβαίνει κανείς; Μέ τή μετάνοια καί τήν πίστη. Αὐτά εἶναι πού κάνουν ὑποκειμενική γιά τόν καθένα τή σωτηρία πού ἀντικειμενικά προσφέρεται σ’ ὅλους.
Γιά νά ἁπλουστεύσω τά παραπάνω, θά ἀναφέρω ἁπλά παραδείγματα ἀπό τή φυσική πραγματικότητα: Ὡς σωτήρας ὅλων ὁ Χριστός ἔχει στρώσει τό τραπέζι καί καλεῖ ὅλους τούς πεινασμένους νά χορτάσουν ἔχει ἀνοίξει τήν πηγή, γιά νά ξεδιψάσουν ὅλοι οἱ διψασμένοι. Χορταίνουν ὅμως μόνο ἐκεῖνοι πού τρῶνε καί πίνουν τά προσφερόμενα. Γιά νά ἀπολαύσει κανείς τή σωτηρία, πού προσφέρει σ’ ὅλους ὁ Χριστός, πρέπει ὁ ἴδιος νά πιστέψει στόν Χριστό, ν’ ἀποδεχθεῖ τό Εὐαγγέλιο του, πού εἶναι «δύναμις... εἰς σωηρίαν» ((Ρω 1,16), καί ν’ ἀποκηρύξει κάθε παράβαση πού ἔκανε στή ζωή του, δηλαδή νά μετανοήσει. Κι ἐπειδή πίστη και μετάνοια ἐκδηλώνουν μόνο οἱ πιστοί, γι’ αὐτό ὁ Παῦλος γράφει στόν Τιμόθεο ὅτι ὁ Θεός εἶναι «σωτήρ πάντων ἀνθρώπων, μάλιστα πιστῶν». Τά λόγια αὐτά, παρατηρεῖ ὁ ἅγιος Χρυσόστομος, εἶναι συγχρόνως μία ἐνθάρρυνση γιά τόν Τιμόθεο νά μήν ἀποθαρρυνθεῖ, ἀφοῦ ἔχει ἕναν τέτοιο Θεό, οὔτε νά ζητᾶ ἀπό ἀλλοῦ βοήθεια «ἀλλ’ ἑκοντί πάντα φέρειν γενναίως». Ἀξίζει κάθε προσπάθεια καί κάθε θυσία γιά νά οἰκειοποιηθεῖς ὑποκειμενικά τή σωτηρία, πού ἀντικειμενικά προσφέρει σ’ ὅλους ὁ Θεός.
Δέν κάνει, λοιπόν, διακρίσεις ὁ Θεός. Διακρίνονται ὅμως μόνοι τους ὅσοι δέχονται ἤ ὄχι τήν ἀγάπη του, τή σωτηρία, πού αὐτός σ’ ὅλους προσφέρει. Οἱ πρῶτοι ἀρκοῦνται στά φυσικά ἀγθά τῆς παρούσης ζωῆς, χωρίς πολλές φορές νά ἀναγνωρίζουν ὅτι στόν Θεό χρωστοῦν τήν εὐεργεσία. Οἱ ἄλλοι, οἱ πιστοί, ἀποδέχονται καί ἀπολαμβάνουν τή σωτηρία.
Στέργιος Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 57 (2002) 30-31