Τήν περί ἀειπαρθενίας τῆς Μαριάμ ἄποψη ἐνισχύει καί τό πρόσωπο τοῦ Ἰωσήφ. Ὁ Ἰωσήφ δέν ἦταν ἄνθρωπος σαρκικοῦ φρονήματος καί ἀκρατής, οὔτε ἐγωιστής. Ἀντίθετα ἦταν ἄνδρας συγκρατημένος, ἀφοῦ δέν κατέστησε τήν μνηστή του γρήγορα γυναίκα του. Διότι γιά τόν γάμο πρό Χριστοῦ δέν ὑπῆρχε ἱερολογία μυστηρίου, τήν ὁποία ἔπρεπε νά περιμένει κανείς γιά νά συνευρεθεῖ μέ τήν γυναίκα του. Μποροῦσε νά κάνει ἔναρξη τοῦ γάμου του καί νά καταστήσει τήν μνηστή του γυναίκα του ὅποτε ἤθελε. Ὁ Ἰωσήφ, λοιπόν, δέν ἦταν ἄνθρωπος πού βιαζόταν νά κάνει κάτι τέτοιο. Ἦταν κι αὐτός σκεῦος ἐκλογῆς ὅπως καί ἡ Μαρία, ὁ ἁγνότερος ἀπό τούς ἄνδρες τῆς γενιᾶς του προφανῶς.
Ὁ Ἰωσήφ ἦταν ὁ ἄνθρωπος στόν ὁποῖο ἀνατέθηκε ἀπό τόν Θεό ἡ φύλαξη τῆς ἁγνότητας τῆς μητέρας Του. Δέν ἦταν, λοιπόν, τυχαῖος ἄνθρωπος, οὔτε εἶχε τήν νοοτροπία τῶν πολεμίων τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαριάμ, οἱ ὁποῖοι, ἄν εἴμαστε εἰλικρινεῖς, πρέπει νά ὁμολογήσουμε ὅτι εἶπαν ὅσα εἶπαν, διότι ἦσαν πολέμιοι τῆς παρθενίας γενικά καί δέν χωροῦσε ὁ νοῦς τους πῶς μπορεῖ ἕνας ἄνθρωπος νά μείνει διά βίου παρθένος. Αὐτοί καί τόν Κύριο ἄν μποροῦσαν νά παρουσιάσουν ὡς μή παρθένον δέν θά δίσταζαν νά τό κάνουν. Ἔπειτα ὁ Ἰωσήφ ὑποτασσόταν στό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Καί ὡς ἄνθρωπος πλήρως ὑποταγμένος μποροῦσε νά ἀντιλαμβάνεται ὅτι θέλημα τοῦ Θεοῦ ἦταν νά μείνει ἡ μητέρα Του παρθένος, πάναγνος καί μετά τήν γέννησή Του, ὅπως καί πρό αὐτῆς. Ὁ Κύριος φύλαξε ἄμωμη τήν Μαρία, ὄχι μόνο γιά νά ἐξυπηρετηθεῖ ἡ ἐνανθρώπησή του, ἀλλά καί χάριν αὐτῆς τῆς ἴδιας. Αὐτό τό ἀντιλαμβανόταν καί ὁ Ἰωσήφ. Παράδοξο; Μήπως δέν εἶναι περισσότερο παράδοξο πῶς ὁ ζηλωτής τοῦ μωσαϊκοῦ νόμου, πού διέταζε τόν λιθοβολισμό τῆς κλεψίγαμης γυναίκας, νά μή τηρήσει ἐν προκειμένῳ τόν νόμο, ἀλλά νά θελήσει νά τήν ἀποπέμψει κρυφά καί μετά τήν θεία ἀποκάλυψη νά τήν κρατήσει ὑπό τήν προστασία του; Ἄλλωστε ἡ ὅλη ὑπόθεση τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου εἶναι ἕνα παράδοξο.
Τέλος στούς ἐχθρούς τῆς ἀειπαρθενίας τῆς Μαρίας θέτουμε καί ἐμεῖς τό ἐρώτημα: Πῶς μία γυναίκα μέ ὀκτώ τουλάχιστον παιδιά, κατά τήν γνώμη τους, ἐπικράτησε νά θεωρεῖται παρθένος; Διότι ἤδη κατά τόν δεύτερο αἰώνα τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας ἔχουμε μαρτυρία περί τῆς ἀειπαρθενίας της. Νωρίτερα δέν ἔχουμε μαρτυρία, διότι ζοῦσαν οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι γνώριζαν προσωπικά τήν Μαρία, γνώριζαν ὅτι ἦταν παρθένος, καί δέν χρειάστηκε νά ἀνακινηθεῖ ζήτημα ἀειπαρθενίας. Ὅλη ἡ Ἐκκλησία πίστευε ἀνέκαθεν σ' αὐτήν. Οἱ ἀρνηθέντες τήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας εἶναι ἀποκλειστικά αἱρετικοί, καί μάλιστα ἀπό ἐκείνους οἱ ὁποῖοι ἀπορρίπτουν γενικά τήν ἰσόβια παρθενία. Ὥστε οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου μέ κανένα τρόπο δέν φαίνονται μέσα στήν Γραφή ὡς παιδιά τῆς μητέρας τοῦ Κυρίου. Δέν μένει, λοιπόν, παρά νά δοῦμε ποιά ἦταν ἡ σχέση τους μέ τόν Ἰησοῦ.
Εἶναι γνωστές δύο ἐκδοχές. Ἦσαν ἐξάδελφοί του ἤ ἑτεροθαλεῖς ἀδελφοί. Τήν πρώτη ἐκδοχή διατύπωσε πρῶτος ὁ Ἱερώνυμος λέγοντας ὅτι ἀποτελεῖ προσωπική του ἄποψη. Ποτέ στήν ἐκκλησιαστική παράδοση δέν παρουσιάστηκε παρόμοια ἄποψη. Ὁ Ἰωσήφ, κατά τόν Ἱερώνυμο, δέν εἶχε ποτέ σύζυγο ἤ παιδιά, εἶναι δέ καί αὐτός ἀειπάρθενος. Εἶχε ἕναν ἀδελφό ὀνόματι Ἀλφαῖο, ὁ ὁποῖος εἶχε σύζυγο τήν «Μαρίαν τοῦ Κλωπᾶ» καί παιδιά τούς λεγομένους ἀδελφούς τοῦ Κυρίου. Μεταξύ τῶν δώδεκα μαθητῶν τοῦ Κυρίου ἦσαν καί δύο Ἰάκωβοι, ὁ ἕνας γιός τοῦ Ζεβεδαίου καί ὁ ἄλλος γιός τοῦ Ἀλφαίου, ἀνεψιός τοῦ Ἰωσήφ καί φαινομενικά ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ. Δύο ἐπίσης ἀπό τούς μαθητές εἶχαν τό ὄνομα Ἰούδας· ὁ ἕνας ἦταν ὁ προδότης καί ὁ ἄλλος ὁ «Ἰούδας Ἰακώβου». Κατά τόν Ἱερώνυμο ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἰακώβου καί ὄχι γιός· ἦταν γιός τοῦ Ἀλφαίου καί ἑπομένως ἐξάδελφος τοῦ Ἰησοῦ. Ὥστε οἱ «ἀδελφοί» τοῦ Κυρίου ἦσαν ἐξάδελφοι αὐτοῦ. Ἦσαν ὅμως καί ἐξ αἵματος ἀδελφοί του ἀπό τήν συγγένεια τῆς παρθένου. Ἡ «Μαρία τοῦ Κλωπᾶ» ἦταν, κατά τόν Ἱερώνυμο, ἀδελφή τῆς παρθένου, θυγατέρα τοῦ Κλωπᾶ, σύζυγος τοῦ Ἀλφαίου καί μητέρα τῶν ἐξαδέλφων ἤ «ἀδελφῶν» τοῦ Κυρίου. Στήν γλῶσσα τῶν Ἑβραίων τῆς ἐποχῆς τοῦ Χριστοῦ ὑπῆρχε μία μόνο λέξη γιά νά σημάνει τόν ἀδελφό καί τόν ἐξάδελφο. Προσθέτουμε ὅτι καί στήν μετάφραση τῶν ἑβδομήκοντα ὁ ἐξάδελφος ἤ ὁ ἀνεψιός λέγονται καί ἀδελφοί, ἄν καί ἡ ἑλληνική γλῶσσα εἶχε διαφορετικές λέξεις γιά τίς δύο ἔννοιες. Ὁ Λάβαν ἀποκαλεῖ τόν ἀνεψιό του Ἰακώβ ἀδελφό του (Γέ 29,15), οἱ δέ ἐξάδελφοι τῶν θυγατέρων κάποιου Ἐλεάζαρ ἀποκαλοῦνται ἀδελφοί αὐτῶν (Α΄Πα 23,21-22).
Τήν θεωρία τοῦ Ἱερωνύμου σήμερα δέχονται οἱ δυτικοί καί ὅσοι ἀπό τούς προτεστάντες δέν ἀρνοῦνται τήν ἀειπαρθενία τῆς Μαρίας. Παρόμοια δεχόταν στήν Ἀνατολή καί ὁ Θεοδώρητος. Ἀλλά ἡ θεωρία αὐτή ἔχει πολλά ἀδύνατα σημεῖα:
* Τό ἀειπάρθενον τοῦ Ἰωσήφ, τό ὁποῖο οὔτε ἡ Γραφή οὔτε ἡ Παράδοση ὑπαινίσσονται, οὔτε εἶναι εὔλογη ὑπόθεση.
* Ἔπειτα ἡ Γραφή πουθενά δέν λέγει ὅτι ὁ Ἀλφαῖος ἦταν ἀδελφός τοῦ Ἰωσήφ.
* Οἱ ἀδελφοί τοῦ Κυρίου δέν πίστευαν σ' αὐτόν πρό τῆς ἀναστάσεώς του. Αὐτό τό λέγει, ὅπως εἴδαμε, ρητῶς ἡ Γραφή. Εἶναι ἀδύνατον νά ἦσαν ἀπό τούς δώδεκα μαθητές του, οἱ ὁποῖοι ἐξ ἀρχῆς πίστευσαν σ' αὐτόν. Τοῦτο ἀποκλείει καί ἡ περιφρονητική φράση «οἱ μαθηταί σου», πού ἐκτόξευσαν οἱ ἀδελφοί πρός τόν Ἰησοῦ.
* Δέν ἐπονομάζεται κανείς μέ τό ὄνομα τοῦ ἀδελφοῦ του («Ἰούδας Ἰακώβου»), ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα του.
* Οὔτε γυναίκα ἔγγαμος ἐξακολουθεῖ νά ὀνομάζεται μέ τό ὄνομα τοῦ πατέρα της («Μαρία ἡ τοῦ Κλωπᾶ»), ἀλλά μέ τό ὄνομα τοῦ ἄνδρα της. Σύγχρονοι θεολόγοι τῆς Δύσεως εἶπαν ὅτι ὁ Κλωπᾶς εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Ἀλφαῖος. Ἀλλά ἐκτός τοῦ ὅτι καί αὐτό εἶναι πολύ τολμηρό, μένουν τά ὑπόλοιπα ἀσθενῆ σημεῖα.
Ἡ δεύτερη ἄποψη εἶναι ἡ ἄποψη τήν ὁποία ἀναφέρουν πολλοί ἀρχαῖοι, δηλαδή οἰ Κλήμης, Ὠριγένης, Δίδυμος ὁ Τυφλός, Εὐσέβιος Καισαρείας, Κύριλλος Ἰεροσολύμων, Μ. Ἀθανάσιος, Μ. Βασίλειος, Γρηγόριος Νύσσης, Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, Ἐπιφάνιος Κύπρου, Ἱλάριος Πικταβίου, Ἀμβρόσιος, Αὐγουστῖνος, Κύριλλος Ἀλεξανδρείας, Ἱππόλυτος Θηβῶν, Ἀνδρέας Κρήτης, Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, Οἰκουμένιος Τρίκκης, Θεοφύλακτος, Ἐπιφάνιος μοναχός, καί αἱ Ἀποστολικαί Διαταγαί. Ἀλλά καί ὅσοι δέν ἀναφέρονται στό θέμα αὐτό, φαίνεται ὅτι δέχονταν τήν ἄποψη, ἐφόσον δέν ἀντέδρασαν στίς γνῶμες τόσο πολλῶν ἀνδρῶν. Βλέπουμε ὅτι καί οἱ ὀρθόδοξοι πατέρες τῆς Δύσεως αὐτήν τήν ἄποψη ἀκολουθοῦν καί ὄχι τήν ἄποψη τοῦ Ἱερωνύμου. Οἱ σύγχρονοι θεολόγοι τῆς Ἐκκλησίας δέχονται ἐπίσης αὐτήν.
Κατά τήν ἄποψη αὐτήν ὁ Ἰωσήφ, ὅταν μνηστεύθηκε τήν Μαρία, διατελοῦσε ἐν χηρείᾳ καί εἶχε ἀπό τήν προηγούμενη γυναίκα του παιδιά τούς λεγομένους ἀδελφούς καί ἀδελφές τοῦ Κυρίου. Ἦσαν ἑπομένως ὅλοι μεγαλύτεροι τοῦ Ἰησοῦ κατά τήν ἡλικία. Ἔτσι ἐξηγεῖται ἡ ὅλη συμπεριφορά τους πρός τόν Ἰησοῦ. Στήν ἄποψη αὐτή δέν ὑπάρχουν ἀσθενῆ σημεῖα.
Δέν εἶναι δέ ἀδύνατη καί μία τρίτη ἐκδοχή, ὅτι ἀπό τούς ὀκτώ τουλάχιστον ἀδελφούς τοῦ Κυρίου ἄλλοι μέν ἦσαν παιδιά τοῦ Ἰωσήφ ἀπό τήν προηγούμενη γυναίκα του καί ἄλλοι ἐξάδελφοι αὐτῶν, λεγόμενοι ὅλοι μαζί «ἀδελφοί».
Στεργίου Σάκκου, Ἡ ἔρευνα τῆς Γραφῆς, 193-196