Μία ἀπορία διατυπώνεται σχετικά μέ τό ὄνομα Ἐμμανουήλ. Αὐτό τό ὄνομα θά ἔπαιρνε ὁ Μεσσίας ὅπως προφήτευσε ὁ Ἠσαΐας 800 χρόνια πρό Χριστοῦ καί ὅπως προεῖπε ὁ ἄγγελος στόν Ἰωσήφ τήν νύχτα τῆς γεννήσεως τοῦ Κυρίου. Ὁ Χριστός ὅμως κατά τήν ἡμέρα τῆς περιτομῆς του ὀνομάστηκε Ἰησοῦς. Τί συνέβη λοιπόν;
Στήν προφητεία του ὁ Ἠσαΐας ἀπευθυνόμενος στόν «οἶκον Δαυΐδ», στούς ἀπογόνους τοῦ Δαυΐδ, δηλαδή στόν λαό τοῦ Ἰσραήλ, λέει· «Καί καλέσεις τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Ἠσ 7,14). Στό κατά Ματθαῖον Εὐαγγέλιο, ὅπου ὁ ἄγγελος ἐπαναλαμβάνει στόν Ἰωσήφ τά λόγια τοῦ προφήτη, λέει γιά τόν λαό· «καί καλέσουσι τό ὄνομα αὐτοῦ Ἐμμανουήλ» (Μθ 1,23). Καί στίς δύο περιπτώσεις ὁ ἰσραηλιτικός λαός εἶναι ἐκεῖνος πού θά δώσει στόν Μεσσία τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, πού σημαίνει «ὁ Θεός μεθ' ἡμῶν».
Κατά τήν ὄγδοη ἡμέρα τῆς ἐπίγειας ζωῆς του ὁ Κύριος δέχθηκε τήν περιτομή καί ὀνομάστηκε Ἰησοῦς, πού σημαίνει «ὁ Γιαχβέ σώζει». Βέβαια ὑπῆρχαν καί ἄλλοι Ἰσραηλῖτες μέ τό ὄνομα αὐτό. Ὁ Ἰησοῦς Χριστός ὅμως ἦταν ὄνομα καί πρᾶγμα Ἰησοῦς, Σωτήρ, ὁ ἴδιος ὁ Γιαχβέ πού ἦρθε γιά νά σώσει τούς ἀνθρώπους. Καί τό ἀπέδειξε αὐτό μέ τή ζωή του. Δέν ἔστειλε ἄγγελο ἤ ἀρχάγγελο γιά νά συναναστραφεῖ μαζί μας, νά μᾶς διδάξει καί νά μᾶς σώσει, ἀλλά ἦρθε αὐτός ὁ Μονογενής Υἱός καί Λόγος τοῦ Θεοῦ. Ἕνωσε τήν ἀνθρώπινη φύση μέ τή θεότητά του. Αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια τοῦ θείου σχεδίου ἐκφράζει τό ὄνομα Ἐμμανουήλ.
Ὅταν ἄρχισε τή δημόσια δράση του ὁ Ἰησοῦς Χριστός, δημιούργησε μία κρίση στήν κοινωνία τοῦ Ἰσραήλ. Πολλοί τόν ἀποδοκίμασαν, τόν πολέμησαν καί ἔφτασαν νά τόν καρφώσουν στόν σταυρό. Οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ὅμως, οἱ «τεταγμένοι εἰς ζωήν αἰώνιον», βλέποντας ἀπό κοντά τή ζωή του, ἀκούγοντας τή διδασκαλία του, παρακολουθώντας τά θαυμάσια σημεῖα πού ἔκανε, ἀναγνώρισαν στό πρόσωπό του ἀρχικά τόν ἀπεσταλμένο τοῦ Θεοῦ καί στή συνέχεια τόν Μεσσία. Ὅταν μάλιστα ἔγινε τό μεγαλύτερο σημεῖο, ἡ ἀνάσταση τοῦ Κυρίου, ἀπό τό στόμα τοῦ Θωμᾶ ἀκούγεται ἡ ὁμολογία «ὁ Κύριός μου καί ὁ Θεός μου». Αὐτός πού σάν ταπεινός ἄνθρωπος ἔζησε ἀνάμεσα στούς ἀνθρώπους, αὐτός πού συγκλόνισε μέ τή διδασκαλία του καί εὐεργέτησε μέ τά σημεῖα πού ἔκανε, εἶναι ὁ Κύριος, ὁ Θεός πού ἔζησε μαζί μέ μᾶς, ὁ Ἐμμανουήλ.
Ἐμμανουήλ εἶναι τό ὄνομα πού διαλαλεῖ αἰώνια στήν ἀνθρωπότητα τό ἄπειρο ἔλεος τοῦ Θεοῦ καί τή μεγάλη του συγκατάβαση. Ἀκόμη, σύμφωνα μέ τή διδασκαλία πολλῶν πατέρων, πού ἔζησαν στά χρόνια πού ἔσειαν τήν Ἐκκλησία οἱ χριστολογικές ἔριδες, ὁ τίτλος Ἐμμανουήλ περικλείει τή διδασκαλία γιά τίς δύο φύσεις τοῦ Χριστοῦ· τήν ἀνθρώπινη (μεθ' ἡμῶν) καί τή θεϊκή (ὁ Θεός). Ὁ ἅγιος Χρυσόστομος ἀπαντώντας στό ἐρώτημα γιατί ὁ Κύριος δέν ὀνομάστηκε Ἐμμανουήλ, ἀλλά Ἰησοῦς, ἐκτός ἀπό τό λόγο πού ἤδη ἀναφέραμε, ὅτι δηλαδή τό ὄνομα αὐτό θά τοῦ ἔδιναν οἱ ὄχλοι, ὁ λαός, ἀναφέρει καί ἕναν ἀκόμη, ὅτι συνηθίζει ἡ ἁγία Γραφή «τά συμβαίνοντα πράγματα ἀντί ὀνομάτων τιθέναι». Στό Ἠσ 8,3 π.χ., δίδεται ὡς ὄνομα παιδιοῦ ἡ φράση «ταχέως σκύλευσον ὀξέως προνόμευσον», γιατί μέ τή γέννηση αὐτοῦ τοῦ παιδιοῦ θά γινόταν λαφυραγώγηση. Ἀκόμη, στό Ἠσ 1,26 λέει ὅτι ἡ Ἰερουσαλήμ «κληθήσεται πόλις δικαιοσύνης», γιατί θά ἐπικρατήσει σ' αὐτήν ἡ δικαιοσύνη. Ἔτσι, τό «καλέσουσι Ἐμμανουήλ» σημαίνει θά δοῦν τόν Θεό μαζί μέ τούς ἀνθρώπους. Καί βέβαια ὁ Θεός πάντοτε ἦταν μαζί μέ τούς ἀνθρώπους, ποτέ ὅμως δέν ἦταν τόσο ὁλοφάνερα. Τώρα πού ἐνηνθρώπησε, πού πῆρε σάρκα ἀνθρώπινη, πού «ἐπί γῆς ὤφθη καί τοῖς ἀνθρώποις συνανεστράφη» (Βρχ 3,38), οἱ ἄνθρωποι τόν ἀναγνωρίζουν καί ἀναφωνοῦν· «Μεθ' ἡμῶν ὁ Θεός», νά, ὁ «Ἐμμανουήλ»!
Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ, λοιπόν, ὡς ὄνομα τοῦ Χριστοῦ ἀναφέρεται στήν ἁγία Γραφή μόνο προφητικά. Ἡ ἔννοιά του ὅμως, τό μεγάλο γεγονός νά ἔρθει ὁ Θεός νά μᾶς ἐπισκεφθεῖ, νά γίνει ἄνθρωπος καί νά μείνει γιά πάντα μαζί μας κι ἐμεῖς μαζί του, τό τονίζει πολλές φορές ὁλόκληρη ἡ Καινή Διαθήκη. Τό ὄνομα Ἐμμανουήλ ἀποτελεῖ ἕνα γλυκόηχο ἀντίλαλο τοῦ ὀνόματος Ἰησοῦς, τόν ἀπόηχο τῆς ἐπιγείου δράσεως τοῦ Κυρίου.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 38 (1983) 170-171
|