Μέ γράμμα του ἕνας μαθητής θίγει τό ὁμολογουμένως πρόβλημα τῆς ἐλευθερίας τῆς βουλήσεως τοῦ ἀνθρώπου καί ρωτᾶ ποιά εἶναι ἡ θέση τῆς Γραφῆς πάνω σ’ αὐτό. Ἐπειδή ἀποτελεῖ πράγματι ἕνα θέμα γενικοῦ ἐνδιαφέροντος, πού πολλούς ἀπασχόλησε καί ἀπασχολεῖ, θά προσπαθήσω νά δώσω ἀπάντηση ἀναπτύσσοντας βασικά τίς θέσεις τῆς Ἁγίας Γραφῆς. Πρίν προχωρήσω ὅμως στό θέμα, θέλω νά συγχαρῶ προσωπικά πρῶτα τόν μαθητή αὐτόν, πού φαίνεται ὅτι μελετᾶ τή Γραφή μέ προσοχή καί ἐνδιαφέρον καί νά ὑπογραμίσω ἔπειτα τό αἰσιόδοξο μήνυμα, πού μεταφέρει μαζί μέ τ’ ἄλλα τό γράμμα του· ὅτι ὑπάρχουν καί στήν ἐποχή μας, τήν στεῖρα σέ οὐράνιες ἀναζητήσεις, νέοι πού ζητοῦν μέ εἰλικρίνεια καί χωρίς προκατάληψη τήν ἀλήθεια. Αὐτό καί μόνο ἀποτελεῖ ἐγγύηση γιά μιά καλόπιστη συζήτηση, πού δέν μπορεῖ παρά νά ὁδηγήσει ἀβίαστα σ’ αύτήν τήν ἀλήθεια καί μάλιστα στήν θεόπνευστη ἀλήθεια.
Ἡ γενική ἀπάντηση τῆς Ἁγίας Γραφῆς στό ἐρώτημα ἄν ὁ ἄνθρωπος εἶναι ἠθικά ἐλεύθερος ἤ ὄχι, εἶναι ἔντονα καταφατική. Ἀπό τό πρῶτο βιβλίο της ὥς τό τελευταῖο διδάσκει μέ ἔμφαση ὅτι ὁ ἄνθρωπος πλάσθηκε ἐλεύθερος, γιά νά ζήσει ἐλεύθερα, καί νά κριθεῖ σάν ἐλεύθερος. Ἡ ἐλευθερία του ἀποτελεῖ τήν δεύτερη ἀπό τίς δυό ἀρχές, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες δημιουργήθηκε· «κατ’ εἰκόνα καί καθ’ ὁμοίωσιν», λογικός καί ἐλεύθερος νά διαμορφώσει μόνος τήν ζωή του καί νά συμμορφώσει ἤ ὄχι τόν ἑαυτό του μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ. Κι αὐτήν τήν ἐλευθερία σέβεται καί ὁ ἴδιος ὁ Δημιουργός του. Ὁ Θεός δέν καταστρατηγεῖ ποτέ τήν ἀνθρώπινη βούληση, οὔτε ἐπεμβαίνει στά προσωπικά μας σχέδια, ἐκτός ἄν οἱ ἴδιοι ἐλεύθερα τό θελήσουμε καί τοῦ τό ζητήσουμε. Ἡ θαυμαστότερη ἀπόδειξη γιά τόν σεβασμό τῆς ἀνθρώπινης ἐλευθερίας ἀπό τόν Θεό εἶναι ὅτι αὐτός πού θέλει ὅλοι οἱ ἄνθρωποι νά σωθοῦν καί νά γνωρίσουν τήν μόνη ἀλήθεια, δέν μπορεῖ νά σώσει τόν ἄνθρωπο πού ἀρνεῖται τήν σωτηρία. Καί δέν μπορεῖ, γιατί δέν θέλει νά καταργήσει τό δικαίωμά του νά κάνει μόνος του καί ἐλεύθερα τήν δική του ἐκλογή. Ἄν ὁ Θεός μᾶς ἔσωζε χωρίς νά θέλαμε, τότε δέν θά διαφέραμε ἀπό τά ἄσπρα περιστέρια καί ἀπό τά ἀθῶα προβατάκια, δέν θά ἤμασταν ἅγιοι ἀλλά ἁγιογραφίες. Ἔτσι, στήν μεταστροφή τοῦ Παύλου ἔχουμε τήν συνεργασία τῆς χάριτος καί τῆς ἐλευθερίας του. Ἡ χάρις τόν κάλεσε καί ὁ Παῦλος δέχτηκε τήν κλήση.
Τί θά λέγαμε ὅμως γιά ὅλες ἐκεῖνες τίς πολυάριθμες μαρτυρίες μέσα στήν Ἁγία Γραφή, πού παρουσιάζουν τόν Θεό νά προορίζει καί νά καθορίζει τά ἀνθρώπινα ἀνεξάρτητα ἀπό τήν θέλησή μας; Γιατί ὑπάρχουν πράγματι ἀναρίθμητα γραφικά χωρία, στά ὁποῖα θά μπορούσαμε νά στηρίξουμε τίς ἀπόψεις μιᾶς ντετερμινιστικῆς θεωρίας (τοῦ ἀπόλυτου προορισμοῦ) τό ἴδιο καλά, ὅπως ἀνάλογα χωρία μᾶς βεβαιώνουν γιά τό ἀντίθετο. Λοιπόν, ἡ Γραφή ἀντιφάσκει; Ὅχι βέβαια, καί ἡ ἐξήγηση ὑπάρχει. Ὅλες αὐτές οἱ φαινομενικά ἀρνητικές μαρτυρίες τῆς θέσεώς μας δέν ἀποτελοῦν παρά ἀνθρωποπαθεῖς ἐκφράσεις τῶν θεοπνεύστων συγγραφέων. Γιά νά διατυπώσουν σαφέστερα καί νά περιγράψουν ζωηρότερα οὐράνιες καί πρωτοφανέρωτες παραστάσεις, πού δέν ἔχουν τά ἀντίστοιχά τους στήν φυσική καί καθημερινή ζωή, ἀναγκάζονται νά μιλοῦν, εἰς βάρος ἴσως τῆς ἀκρίβειας, μέ ἀνθρώπινα δεδομένα. Ἔτσι γράφουν ὅτι ὁ Θεός ὀργίζεται καί τιμωρεῖ, ὅτι αὐθαιρετεῖ καί δυναστεύει. Ζωντανεύουν μέ ἐνεργητική σύνταξη, ὅ,τι θά μποροῦσαν νά ἀφηγηθοῦν χρησιμοποιώντας παθητικούς χρόνους. Γιατί φυσικά εἶναι ἀπαράδεκτο, νά πιστέψουμε π.χ. ὅτι ὁ Θεός δέν ἐλεεῖ, ἀλλά σπρώχνει στόν ὄλεθρο.
Μ’ αὐτό τό σκεπτικό οἱ ἀντιφάσεις τῆς Γραφῆς γιά τήν ἐλεύθερη βούληση τοῦ ἀνθρώπου ἑρμηνεύονται καί κατανοοῦνται. Ὁ νόμος τῆς αἰτιότητος δέν ἰσχύει στήν ἠθική καί πνευματική σφαῖρα, οὔτε κυβερνᾶ τίς πράξεις μας ἡ εἰμαρμένη. Ὁ καθένας εἶναι ὑπεύθυνος γιά τήν ἀσημαντότερη κίνησή του, ὅπως καί γιά τήν σοβαρότερη ἐνέργειά του.Ὅταν λέμε ὅτι ὁ Θεός ἐπιτρέπει ἤ ὄχι αὐτό τό γεγονός, δέν κάνουμε κάτι ἄλλο ἀπό τό νά περιγράφουμε ἀκριβῶς τήν ἐλευθερία τοῦ ἀνθρώπου· ὁ ἄνθρωπος ἐλεύθερος ἐνεργεῖ καί ὁ Θεός τόν ἀνέχεται, ἀνέχεται τίς ἐπιτυχίες του ἤ τίς ἀποτυχίες του. Ἐνῶ ὅμως ὁ Θεός δέν παρεμβαίνει στά σχέδιά μας, ξέρει νά ἐκμεταλλεύεται τήν ἱστορία μας γιά τό δικό του σχέδιο -ἔστω καί ἄν αὐτή φαινομενικά δέν τό εὐνοεῖ καθόλου-, ξέρει νά βγάζει γλυκό ἀπό τό πικρό. Ἔτσι, ὅταν ὁ Παῦλος γράφει ὅτι ἡ κοσμική ἐξουσία εἶναι ἀπό τόν Θεό, ἐννοεῖ ὄχι ὅτι δρᾶ σύμφωνα μέ προκαθορισμένο διάγραμμα, ἀλλά ὅτι ἐξυπηρετεῖ, ὅπως καί ἄν δρᾶ, τήν ὑπόθεσή του καί τήν ὑπόθεση τῶν δικῶν του, αὐτῶν πού μέ τήν πίστη παραδίδουν τό θέλημα καί τήν ἐλευθερία τους στά χέρια του.
Ἡ ζωή τῶν πιστῶν εἶναι ἡ μόνη περίπτωση πού ἐπιτρέπει καί δικαιολογεῖ νά μιλᾶμε γιά παρέμβαση τοῦ Θεοῦ στήν ἀνθρώπινη ἐλευθερία. Ἀλλ’ αὐτή εἶναι ἀπό τίς ἐξαιρέσεις πού ἐπιβεβαιώνουν τόν κανόνα, καθόσον ἡ παρέμβαση τοῦ Θεοῦ εἶναι ἀποτέλεσμα τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ὁ πιστός ἀποφασίζει ἐλεύθερα νά ὑποταχθεῖ στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, νά δουλωθεῖ ἑκούσια στόν νόμο του, καί τέλος νά ταυτισθεῖ μέ αὐτόν. Τότε ὁ Θεός ἀναλαμβάνει προσωπικά καί τίς λεπτομέρειες ἀκόμη τῆς ζωῆς του, ἀλλά καί ὁ πιστός ἔχει τήν ἀπαίτηση, θά λέγαμε, ὁ Θεός νά ἐπεμβαίνει καί νά διαχειρίζεται τήν ἐλευθερία πού τοῦ ἔδωσε. Ἔτσι φωτίζονται κι ἀπό μιά ἀλλη ὀπτική γωνία ὅλες ἐκεῖνες οἱ ἀνθρωπομορφικές ἐκφράσεις πού χρησιμοποίησαν ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, γιά νά ἐκφράσουν δικά τους βιώματα• στήν προσωπική τους ζωή ὅλα μεταφράζονταν σάν ἰδιαίτερη φροντίδα τοῦ Θεοῦ, πού μπορεῖ νά μήν ἐπηρέαζε τήν ἐλευθερία τῶν ἄλλων, ἀλλά διευθετοῦσε τήν δική τους ὑπόθεση κατά τήν ἐπιθυμία τους. Ἀλλά καί αὐτή ἀκόμη ἡ μυστική σχέση τῶν πιστῶν μέ τόν Θεό, πού ἀνέχεται μιά κατά κάποιο τρόπο «νόθευση» τῆς αὐτόνομης ἀνθρώπινης ἐλευθερίας, δέν ἐπιτρέπει οὐσιαστικά νά μιλᾶμε γιά κατάλυσή της. Ἀφ’ ἑνός γιατί δέν πρόκειται γιά ἐξωτερικό καί ἀναπόφευκτο καταναγκασμό ἀλλά γιά ἑκούσια ὑποταγή, καί ἀφ’ ἑτέρου γιατί ὁ πιστός εἶναι ἀνά πᾶσαν στιγμήν ἐλεύθερος νά ἐπαναστατήσει, νά ἀκυρώσει τήν διαθήκη του μέ τόν Θεό, καί νά τόν ἐγκαταλείψει ἀνεμπόδιστος.
Σάν χαρακτηριστικό παράδειγμα ἑρμηνείας τῆς θέσεως τῆς Γραφῆς πάνω στό θέμα μας ὑπενθυμίζουμε τήν περικοπή Β΄ Θε 1,10-12, στήν ὁποία ὁ Παῦλος γράφει ὅτι «πέμψει αὐτοῖς ὁ Θεός ἐνέργειαν πλάνης εἰς τό πιστεῦσαι αὐτούς τῷ ψεύδει». Διαβάζουμε δηλαδή γιά μιά κίνηση ἐνεργητική τοῦ Θεοῦ πού ἀνεξέλεγκτα στέλνει τούς ἀνθρώπους στήν πλάνη. Ἐν τούτοις τό νόημα τῆς περικοπῆς ὁλοκάθαρα διδάσκει ὅτι αὐτοί οἱ ἄνθρωποι σάπισαν ἀπό μόνοι τους «ἀνθ’ ὧν τήν ἀγάπην τῆς ἀληθείας οὐκ ἐδέξαντο», ἀλλά προτίμησαν τήν ἀπάτη τῆς ἀδικίας. Γι’ αὐτό καί ὁ Θεός τούς κόβει καί τούς πετάει ἀπό τό σῶμα του, τήν Ἐκκλησία του, σάν ἄχρηστο ὑλικό. Τήν καταδίκη τους ὅμως τήν ὑπέγραψαν οἱ ἴδιοι μέ τήν διεφθαρμένη ζωή τους.
Ἡ τέλεια ἠθική ἐλευθερία βιώνεται μόνο μέσα στήν πίστη, μόνο –τί παράδοξο! – μέσα στήν ὑπακοή καί στήν δουλεία στόν Θεό. Αὐτή ἐξασφαλίζει τήν ἐλευθερία μας καί μαζί τήν εὐτυχία μας. Γιατί εἶναι γνωστό ὅτι ἀνάλογα μέ τήν χρήση τῆς ἐλευθερίας μας χτίζουμε ἤ γκρεμίζουμε τήν εὐτυχία μας.
Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 33 (1978) 43-44