Ἕνα ἐρώτημα πού συχνά τίθεται εἶναι: τί ἀπέγιναν ἄραγε οἱ πρωτόπλαστοι, ὁ ᾿Αδάμ καί ἡ Εὔα; Σώθηκαν ἤ παραμένουν αἰώνια στήν κόλαση;
Βέβαια, πολλοί ἐνοχλοῦνται καί μόνο στήν ἰδέα ὅτι μπορεῖ νά σώθηκαν ἐκεῖνοι πού ἔγιναν ἡ ἀφορμή γιά τήν φθορά καί τήν καταδίκη ὅλου τοῦ ἀνθρωπίνου γένους. Ἀλλά ἡ τοποθέτηση δέν εἶναι σωστή. Σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τῆς ἁγίας Γραφῆς, «δι’ ἑνός ἀνθρώπου ἡ ἁμαρτία εἰς τόν κόσμον εἰσῆλθε καί διά τῆς ἁμαρτίας ὁ θάνατος, καί οὕτως εἰς πάντας ἀνθρώπους ὁ θάνατος διῆλθεν, ἐφ’ ᾧ πάντες ἥμαρτον» (Ρω 5,12). Ὁ Θεός ἔπλασε ἕναν ἄνθρωπο, τόν χώρισε σέ ἄνδρα καί γυναίκα καί ἀπό αὐτό τό πρῶτο ζευγάρι δημιούργησε τό ἀνθρώπινο γένος. Ἀπό τό ζεῦγος τῶν πρωτοπλάστων, λοιπόν, κατάγεται ὅλη ἡ ἀνθρωπότητα καί μέσῳ αὐτοῦ διοχετεύθηκε ἡ ἁμαρτία καί ὁ θάνατος. Δέν εἶναι ὅμως ἀμέτοχο στήν ἁμαρτία τό ἀνθρώπινο γένος. Ὅποιος καί ἄν ἦταν στήν θέση τοῦ Ἀδάμ θά ἁμάρτανε. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἐξηγεῖ ὅτι ὅλοι οἱ ἄνθρωποι πού ἔζησαν στήν πρό Χριστοῦ ἐποχή -ὄχι μόνο οἱ ἀσεβεῖς καί εἰδωλολάτρες, ἀλλά καί αὐτοί ἀκόμη οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, οἱ δίκαιοι- ἦταν ἁμαρτωλοί. Τό βεβαιώνει καί ὁ προφήτης ᾿Ησαΐας ὅτι· «ὡς ράκος ἀποκαθημένης πᾶσα ἡ δικαιοσύνη ἡμῶν» (64,6). Αὐτό σημαίνει ὅτι καί ἡ ἁγιότητα τῶν ἁγίων καί ἡ δικαιοσύνη τῶν δικαίων εἶναι ρύπος καί ἀκαθαρσία μπροστά στόν Θεό. Ὅλοι, λοιπόν, μετά τόν θάνατό τους πῆγαν στόν ἅδη φορτωμένοι μέ τά ἁμαρτήματά τους. Γιά τά ἁμαρτήματα τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης ὁ ἀπ. Παῦλος χρησιμοποιεῖ μιά πολύ ἐνδιαφέρουσα ἔκφραση· «τήν πάρεσιν τῶν προγεγονότων ἁμαρτημάτων ἐν τῇ ἀνοχῇ τοῦ Θεοῦ» (Ρω 3,25). Δέν λέει τήν «ἄφεσιν» τῶν ἁμαρτημάτων, ἀλλά τήν «πάρεσιν». Ὑπάρχει μιά λεπτή διαφορά μεταξύ τῶν δύο λέξεων. «῎Αφεσις» εἶναι ἡ συγχώρεση καί ἡ ἐξαφάνιση. «Πάρεσις» εἶναι ὁ παραμερισμός. Τά ἁμαρτήματα τῶν δικαίων τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης τά παραμέρισε ὁ Θεός. Καί ποῦ τά πῆγε; Σέ μιά τεράστια ἀποθήκη, πού τήν ὀνομάζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ἀνοχή τοῦ Θεοῦ». ῏Ηταν στήν ἀνοχή τοῦ Θεοῦ καί περίμεναν νά φθάσει ἡ ὥρα τῆς ἐξαφάνισής τους μέ τό αἷμα τοῦ ᾿Ιησοῦ Χριστοῦ. Ὅταν ὁ Κύριός μας Ἰησοῦς Χριστός ὑψώθηκε ἐπάνω στόν σταυρό, ἡ καθαρτική καί λυτρωτική δύναμη τοῦ παναγίου αἵματός του ἐκτοξεύθηκε στό παρελθόν, στό παρόν καί στό μέλλον. Προϋπόθεση γιά νά ἐνεργήσει λυτρωτικά τό αἷμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ εἶναι ἡ μετάνοια τοῦ ἁμαρτωλοῦ. Μέ τήν εἰς ἅδου κάθοδό του ὁ Κύριος ἔδωσε καί στούς κεκοιμημένους, στούς ἀπ᾽ αἰώνων νεκρούς, τήν εὐκαιρία νά μετανοήσουν. Ὁ ἀπόστολος Πέτρος ἀναφέρεται στό κήρυγμα τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ πρός τά «ἐν φυλακῇ» πνεύματα (3,19-20). Μνημονεύει μάλιστα τούς ἀνθρώπους τῆς ἐποχῆς τοῦ Νῶε. Παρά τήν ἀπείθεια καί τήν διαφθορά πού ἔδειξαν ὅταν ζοῦσαν στήν γῆ, ὁ Κύριος κήρυξε καί σ᾽ αὐτούς καί ἀσφαλῶς κάποιοι πίστεψαν καί δικαιώθηκαν. Ἀναμφίβολα ὅμως ἐκεῖνοι πού πρῶτοι - πρῶτοι δικαιώθηκαν ἦταν οἱ πρωτόπλαστοι. Αὐτό μαρτυρεῖ ποικιλότροπα ἡ πατερική θεολογία καί ἡ πλούσια ὑμνολογική παράδοση τῆς Ἐκκλησίας μας. Ἀλλά καί ἡ ὀρθόδοξη εἰκόνα τῆς Ἀναστάσεως μέ τόν πιό εὔγλωττο τρόπο προβάλλει αὐτή τήν ἀλήθεια. Παριστάνει τόν ἀναστημένο Κύριο νά ἐξέρχεται ἀπό τόν ἅδη κρατώντας μέ τό ἕνα χέρι του τόν ᾿Αδάμ καί μέ τό ἄλλο τήν Εὔα. ῾Ο ᾿Αδάμ καί ἡ Εὔα, οἱ πρῶτοι τούς ὁποίους λύτρωσε ὁ Κύριος, ἀποτελοῦν συγκλονιστικό παράδειγμα μετανοίας. Ἄν ὁ Δαυΐδ μετανοημένος ἔλεγε «λούσω καθ᾿ ἑκάστην νύκτα τήν κλίνην μου, ἐν δάκρυσί μου τήν στρωμνήν μου βρέξω» (Ψα 6,7), σκεφθήκαμε ποιά νά ἦταν ἡ μετάνοια τοῦ ᾿Αδάμ καί τῆς Εὔας; Μετά τήν ἔξωσή τους ἀπό τόν παράδεισο, ὅπως λένε τά τροπάρια τῆς Κυριακῆς τῆς Τυρινῆς, κάθισαν ἀπέναντι ἀπό τόν παράδεισο καί σπαρακτικά θρηνοῦσαν: «Ἐκάθισεν Ἀδάμ ἀπέναντι τοῦ παραδείσου καί τήν ἰδίαν γύμνωσιν θρηνῶν ὀδύρετο· οἴμοι τόν ἀπάτῃ πονηρᾷ πεισθέντα καί κλαπέντα καί δόξης μακρυνθέντα!». Κι ὅταν ἦλθαν ἀντιμέτωποι μέ τόν θάνατο τοῦ ἀθώου καί ἀγαπημένου ῎Αβελ, πού φονεύθηκε ἀπό τό ἴδιο τους τό παιδί, τόν Κάιν, ζωντάνευσε ἀναμφίβολα στήν θύμησή τους ἡ δική τους ἀποστασία, ἡ ἀναρχικότητά τους. Ὅλη ἡ ζωή τοῦ ᾿Αδάμ καί τῆς Εὔας, πού συμπλήρωσαν ἑκατοντάδες χρόνια πάνω στήν γῆ, ἦταν ζωή μετανοίας. Μ᾽ αὐτή τήν ἰσόβια μετάνοιά τους οἱ πρωτόπλαστοι, πού ἔγιναν ἀφορμή νά κατρακυλήσει στήν φθορά καί στόν θάνατο ὅλο τό γένος μας, πέτυχαν νά ἀποσπάσουν τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. ῾Ο Θεός «πάντας ἀνθρώπους θέλει σωθῆναι καί εἰς ἐπίγνωσιν ἀληθείας ἐλθεῖν» (Α΄ Τι 2,4). Ζητᾶ ὅμως ἀπό μᾶς, ὅπως καί ἀπό τούς πρωτοπλάστους, τήν μετάνοιά μας. Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 65 (2010) 108-109
|