Πανθομολογούμενος καί πολυθαυμαζόμενος εἶναι ὁ λατρευτικός πλοῦτος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας μας. Κι εἶναι αὐτός ὁ πλοῦτος πού δελεάζει ἀρκετούς ἀπό τούς ἀνήκοντες στίς λεγόμενες χριστιανικές ὁμολογίες τῆς Δύσεως καί τούς ἑλκύει στήν Ὀρθοδοξία. Ἐκδηλώνεται ἔντονη νοσταλγία τῆς Ὀρθοδοξίας, ὅπως ἐμπεριστατωμένα περιγράφει στά σχετικά βιβλία του ὁ π. Ἠλίας Μαστρογιαννόπουλος. Τόσο γιά τούς «νεοφερμένους» ὅσο καί γιά τούς «παραδοσιακούς» ὀρθοδόξους θά ἦταν χρήσιμο νά διευκρινισθοῦν δύο βασικές προϋποθέσεις τῆς ὀρθοδόξου λατρείας, ἡ ὀρθή πίστη καί ἡ σύμφωνη μ᾿ αὐτή ζωή.
Στή λατρεία, καί μάλιστα στό μυστήριο τῶν μυστηρίων, καθώς ἐκπληρώνεται ἡ ἑνότητα τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ στήν παρουσία τῆς θριαμβεύουσας καί στρατευομένης Ἐκκλησίας, οἱ ὀρθόδοξοι χριστιανοί ἀπολαμβάνουμε τή σωτηρία, ζοῦμε παρόντα τόν Κύριο. Αὐτός καταυγάζει τή διάνοιά μας καί μᾶς ἐλευθερώνει ἀπό τά δεσμά τῆς ἁμαρτίας. Ζοῦμε τήν ἀκρίβεια τῶν δογμάτων, ὅσο ἀτελεῖς κι ἄν εἶναι οἱ γνώσεις μας καί ὁ δογματικός καταρτισμός μας. Βιώνουμε, ὅποιες κι ἄν εἶναι οἱ πτώσεις μας, τήν τελειότητα τῆς πνευματικῆς ζωῆς, καθώς χριστοποιούμαστε καί μεταμορφωνόμαστε σέ «καινή» κτίση. Τήν ὥρα τῆς θείας Λειτουργίας, μέ τρόπο μυστηριακό ζοῦμε τή ζωή πού ἔζησαν καί οἱ μεγάλοι ἅγιοι στή συντροφιά τοῦ Κυρίου. Κατ᾿ αὐτήν τήν ἔννοια ἡ ὀρθόδοξη θεία λατρεία, καί κατ᾿ ἐπέκταση ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία, εἶναι μιά πρόγευση, ἕνα στάδιο προετοιμασίας γιά τήν οὐράνια βασιλεία· γιά τή μετοχή στήν ἀτελεύτητη λειτουργία, ὅπου θά βλέπουμε τόν Κύριο πρόσωπο πρός πρόσωπο καί θά γευόμαστε τήν ἀπόλαυση «τῶν καθορώντων τοῦ προσώπου του τό κάλλος τό ἄρρητον». Αὐτά ἀπό πλευρᾶς τοῦ Θεοῦ. Ἀπό τή δική μας, τῶν ἀνθρώπων τήν πλευρά, ἀναγκαία προϋπόθεση εἶναι ὁ ἀγώνας καί ἡ ἔγνοια νά διατηρήσουμε ἀνόθευτη τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν» (Ἰδ 3) καί νά ρυθμίσουμε τή ζωή μας σύμφωνα μέ τήν «ἁγία ἐντολή» (Β΄ Πέ 2,21). Ἔτσι θά ἔχουμε τή δυνατότητα νά γευόμαστε τήν τελειότητα μετέχοντας συνειδητά στήν ὀρθόδοξη λατρεία μας, τήν «παροῦσα ἀλήθεια» (Β΄ Πέ 1,12). Εἶναι φτωχή ἡ μετοχή μας στή θεία λατρεία καί προβληματική ἡ σωτηρία μας χωρίς τήν τήρηση τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Εἶναι ἀπαίτηση τοῦ ἴδιου τοῦ Κυρίου, πού διαβεβαιώνει· «Ὁ ἔχων τάς ἐντολάς μου καί τηρῶν αὐτάς ἐκεῖνός ἐστιν ὁ ἀγαπῶν με» (Ἰω 14,21). Ὅποιος πιστεύει καί ἀγαπᾶ τόν Χριστό, τονίζουν κατ᾿ ἐπανάληψη οἱ ἀπόστολοι, ἐκτελεῖ ἀφοσιωμένα τό θέλημα τοῦ Θεοῦ: Ταπεινώνει τό νοῦ του, τή σάρκα του, μαζί μέ τά πάθη καί τίς ἐπιθυμίες, καί προσφέρει ὁλόκληρο τόν ἑαυτό του στόν Θεό, ἀγωνιζόμενος νά τηρεῖ τίς ἐντολές του. Γι’ αὐτό συνιστᾶ ὁ Μέγας Βασίλειος: «Κοινήν φροντίδα καί βουλήν προθώμεθα, ὅπως ἄν μηδέν ἡμᾶς διαφύγῃ τῶν ἐντεταλμένων», διότι, ἐξηγεῖ ὁ ἴδιος, «τέλος ἐντολῆς Θεοῦ, ζωή αἰώνιος». Ἀλλά καί πάλι δέν ἔχει κανένα νόημα ἡ ἀνθρώπινη προσπάθεια ἀπό μόνη της, ἄν δέν στηρίζεται στό ὀρθό δόγμα. Ἡ ὀρθοπραξία εὐαρεστεῖ τόν Θεό, ὅταν ἐμπνέεται καί διέπεται ἀπό τήν ὀρθοδοξία, ἀπό τήν ὀρθή πίστη, ἡ ὁποία βεβαίως εἶναι μία, ὅπως ἕνας εἶναι ὁ Κύριος. Αὐτή ἡ πίστη παραδόθηκε ἅπαξ ἀπό τόν Κύριο στούς ἀποστόλους καί ἀπό ἐκείνους στήν Ἐκκλησία. Ἔτσι δημιουργήθηκε ἡ ἁγία καί ἱερά παράδοση. Οἱ ἅγιοι πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οἱ τοπικές καί Οἰκουμενικές Σύνοδοι δέν πρόσθεσαν οὔτε ἀφαίρεσαν τίποτε ἀπό τήν «ἅπαξ παραδοθεῖσαν πίστιν». Διασάφησαν καί διευκρίνισαν αὐτά πού παρέδωσε ὁ Κύριος μέ τήν ἁγία Γραφή. «Τῶν ἀποστόλων τό κήρυγμα καί τῶν πατέρων τά δόγματα ἡ Ἐκκλησία φυλάττουσα, μίαν τήν πίστιν ἐσφράγισε», διακηρύττει τό ἀρχαῖο κοντάκιο. Ἡ μία πίστη διαφυλάττει τήν ὡραιότητα καί τή γνησιότητα τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ ἅγιος Κοσμᾶς ὁ Αἰτωλός, ὁ ἀπόστολος τοῦ σκλαβωμένου γένους, μέ τήν ἁπλότητα πού τόν διακρίνει ἐπιβεβαιώνει: «Οἱ ἄλλες πίστες εἶναι ψεύτικες, κάλπικες, μόνον ἡ ἐδική μας, ἡ χριστιανική, εἶναι ὀρθόδοξος, ἀληθινή καί ἁγία. Διά τοῦτο σᾶς λέγω, ἀδελφοί μου χριστιανοί, νά χαίρεσθε καί νά εὐφραίνεσθε, ὁπού εὑρέθητε χριστιανοί ὀρθόδοξοι καί νά κλαίετε καί νά θρηνῆτε τούς ἀπίστους καί αἱρετικούς, ὁπού εὑρίσκονται εἰς τό σκότος». Δέν εἶναι σκοτεινός φανατισμός ἡ ἐμμονή στή μία ὀρθόδοξη πίστη, οὔτε εἶναι στεῖρος εὐσεβισμός ἡ ἐφαρμογή τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ. Ἡ μία καί ἀληθινή πίστη ἀνθίζει καί ἀποδίδει καρπούς μέσα στήν προσπάθεια νά πραγματώσουμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ «ὡς ἐν οὐρανῷ καί ἐπί τῆς γῆς». Ὀρθοδοξία ἐφαρμοσμένη στήν ὀρθοπραξία εἶναι ἡ δική μας μετοχή στή χάρη πού παρέχει ἄφθονη ὁ Θεός διά τῆς θείας λατρείας. Αὐτή ἡ ἁπλή ἀλήθεια εἶναι ἡ πιό πολύτιμη προσφορά -πρόσκληση ἀλλά καί πρόκληση- τῆς Ὀρθοδοξίας στόν σύγχρονο κόσμο, πού κινδυνεύει νά πολτοποιηθεῖ στά πλαίσια τῆς παγκοσμιοποίησης, τῆς μαζοποίησης τῶν πολιτισμῶν, τοῦ φιλοσοφικοῦ καί θρησκευτικοῦ συγκρητισμοῦ. Στέργιος Ν. Σάκκος
Ἀπολύτρωσις 60 (2005) 36-37
|